Όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις της Βραζιλίας, όπως το Σάο Πάολο, το Ρίο ντε Τζανέιρο και την πόλη του μέλλοντος, τη Μπραζίλια, αλλά ακόμη και σε ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις όπως το Λονδίνο, τη Λισαβόνα, το Παρίσι και το Βερολίνο, χιλιάδες διαδηλωτές βρέθηκαν στους δρόμους το Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου ενωμένοι κάτω από ένα σύνθημα: «Όχι αυτόν!».
Αυτός είναι ο ακροδεξιός υποψήφιος, Τζαΐρ Μπολσονάρο, που διεκδικεί την ψήφο των εκλογέων στη μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής την Κυριακή 7 Οκτωβρίου. Αν μάλιστα πάρουμε στα σοβαρά και τις δημοσκοπήσεις διατηρεί το προβάδισμα έναντι του αριστερού υποψηφίου, Φερνάντο Χαντάτ, που αν και παραμένει εντός του περιθωρίου σφάλματος (44% έναντι 42%) έχει ισχυρές πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές λόγω της στήριξης που του παρέχουν η οικονομική ελίτ της Βραζιλίας, ο Τύπος και η Ουάσιγκτον.
Το μίσος εναντίον του Μπολσονάρο οφείλεται στην ακροδεξιά ρητορική του. Πρώην στρατιωτικός έχει κατ’ επανάληψη εκθειάσει τη στρατιωτική δικτατορία που έπεσε το 1985 υμνώντας άλλοτε την ακεραιότητα κι άλλοτε την ηθική των πρωτεργατών της – κάτι αντίστοιχο με το δικό μας, «ναι, αλλά επί χούντας είχαμε δουλειές» ή «κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά». Οι ισχυρότερες όμως αντιδράσεις προέρχονται από το λόγο του, καθώς κατ’ επανάληψη έχει λοιδορήσει και προσβάλλει γυναίκες, ομοφυλόφιλους και ιθαγενείς, χαϊδεύοντας τα πιο πρωτόγονα και αντιδραστικά ένστικτα μιας κοινωνίας βαθιά συντηρητικής. Προς επίρρωση, να αναφερθεί ότι η Βραζιλία είναι από τις χώρες που τελευταίες απαγόρευσαν τη δουλεία και τελευταίες επίσης αναγνώρισαν το καθολικό δικαίωμα ψήφου.
Η πιθανολογούμενη εκλογή του Μπολσονάρο ωστόσο δεν θα κάνει τίποτε άλλο παρά να νομιμοποιήσει ένα πραξικόπημα που συντελείται ποικιλοτρόπως επί μια διετία στη Βραζιλία, το οποίο αν κι έχει χαρακτηριστεί «ήπιο» στο διεθνή Τύπο έχει παραβιάσει συστηματικά το κράτος δικαίου και τη βούληση εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Στόχος του πραξικοπήματος ήταν αρχικά να διωχθεί το Εργατικό Κόμμα από την κυβέρνηση, στην οποία βρίσκεται από το 2002 έχοντας κερδίσει τις όλες τις εκλογικές μάχες που διεξήχθησαν αυτά τα χρόνια με επικεφαλής τον Λούλα αρχικά και τη Ντίλμα Ρουσέφ στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις και στη συνέχεια, στόχος του πραξικοπήματος, ήταν να αποκλειστούν από στη συμμετοχή στις εκλογές όλες οι ισχυρές προσωπικότητες του Εργατικού Κόμματος ώστε ο δεξιός υποψήφιος να κάνει περίπατο. Περιττό δε να ειπωθεί ότι αν όλες αυτές οι παραβιάσεις του συντάγματος και οι δικαστικές παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή είχαν συμβεί σε μια χώρα όπως η Βενεζουέλα, οι ΗΠΑ θα είχαν ήδη οργανώσει διεθνές εκστρατευτικό σώμα για να επέμβουν στρατιωτικά. Τώρα όμως σιγή ιχθύος…
Το επίδικο του πραξικοπήματος είναι ο ταξικός προσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής. Η διακυβέρνηση Λούλα – Ρουσέφ σημαδεύτηκε από μια εκπληκτική οικονομική άνθηση και μια εξ ίσου θεαματική μείωση των κοινωνικών αντιθέσεων, σε μια χώρα που ανέκαθεν χαρακτηριζόταν από την εισοδηματική πόλωση. Με βάση στοιχεία που δημοσιεύθηκαν σε πρόσφατο άρθρο του προοδευτικού αμερικανικού περιοδικού Counter Punch από το 2002 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 20%, η Βραζιλία από 15η χώρα στην παγκόσμια κατάταξη βρέθηκε το 2013 στην 6η και το κατά κεφαλήν εισόδημα από 2.500 δολάρια εκτινάχθηκε στα 11.000. Με τη βοήθεια τριών προγραμμάτων (Bolsa Familia, Minha Casa και Minha Vida) τουλάχιστον 22 εκ. κάτοικοι εξήλθαν της φτώχειας, 2,6 εκ. απέκτησαν δικό τους σπίτι, χτίστηκαν 20 νέα πανεπιστήμια ενώ ο αριθμός των αφρο-Βραζιλιάνων φοιτητών αυξήθηκε κατά 286%. Ο πραγματικός μισθός αυξήθηκε κατά 35% κι ο πραγματικός ελάχιστος μισθός κατά 76%.
Το μένος των οικονομικών ελίτ της Βραζιλίας απέναντι στην κοινωνική πολιτική της Ρουσέφ φάνηκε όταν ενεργοποιήθηκε η πρώτη πράξη του πραξικοπήματος, δηλαδή η ανατροπή της Ρουσέφ από την προεδρία της χώρας τον Αύγουστο του 2016. Η αφορμή για την καθαίρεση της Ρουσέφ ήταν κατηγορίες για χάλκευση των στοιχείων που αφορούσαν το δημοσιονομικό έλλειμμα. Πρόκειται για γελοία αφορμή αν λάβουμε υπ’ όψη μας πόσο συχνές είναι ανάλογες πρακτικές σε όλο τον κόσμο. Ο στόχος της καθαίρεσης της Ρουσέφ φάνηκε από τα έργα και τις ημέρες του αντικαταστάτη της, Μικέλ Τεμέρ, ο οποίος αμέσως μετά την εκλογή του από τη βραζιλιάνικη Βουλή ψήφισε την απαγόρευση οποιασδήποτε αύξησης στις κοινωνικές δαπάνες για 20 χρόνια, νέο (αντι-)ασφαλιστικό νόμο και αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν για πρώτη φορά μετά από 13 χρόνια επί των ημερών του να αυξηθεί η παιδική θνησιμότητα!
Τα δημοσκοπικά ποσοστά του δοτού προέδρου Τεμέρ άρχισαν να κατρακυλούν, αφού πρώτα έκανε τη βρόμικη δουλειά, και φάνηκε πώς δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντίπαλο δέος του Εργατικού Κόμματος στις εκλογές. Πολύ περισσότερο αν είχε απέναντί του τον λαοπρόβλητο πρώην πρόεδρο Λούλα. Τότε ενεργοποιήθηκε η δικαστική του δίωξη με κατηγορίες που δεν θα μπορούσαν να σταθούν σε κανένα δικαστήριο ευνομούμενης χώρας του δυτικού κόσμου. Είναι ενδεικτικό ότι το εναντίον του κατηγορητήριο, ότι δωροδοκήθηκε με ένα σπίτι το οποίο όμως ουδέποτε μεταβιβάστηκε ούτε σε αυτόν ούτε στη γυναίκα του κι ούτε ποτέ έμεινε σε αυτό έστω και για μια μέρα, προήλθε από κατηγορούμενο που έτσι μείωσε τη δική του ποινή χωρίς ποτέ να αποδείξει του λόγου του το αληθές. Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί ο Λούλα σε ποινή φυλάκισης 12 ετών και να παραμένει έγκλειστος χωρίς μάλιστα τη δυνατότητα να ασκήσει τα πολιτικά του δικαιώματα, ενώ εκκρεμεί η εκδίκαση σε δεύτερη βαθμό. Το όργιο των παραβιάσεων ήταν τόσο προκλητικό ώστε παρενέβη με ανακοίνωσή της ακόμη κι Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ…
*Δημοσιεύθηκε την Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018, στην εφημερίδα νέα Σελίδα