Η επικοινωνία βοσκού-αιγοπροβάτων συντελείται στη βάση διαλεκτικής,η οποία συνδέει ερεθίσματα,κανόνες,δράσεις και αντιδράσεις.
Κυρίαρχο ρόλο στην οργάνωση της επικοινωνίας αυτής έχει ο βοσκός,ο οποίος με φωνητικές και κινησιακές υπαγορεύσεις-παραγγέλματα,κραυγές,σφυρίγματα,κινήσεις και στάσεις σώματος και χεριών,με την τοποθέτηση στα ζώα κουδουνιών,με τη μίμηση της φωνής αυτών,επιχειρεί να διεγείρει τις νοητικές λειτουργίες τους,να τα καταστήσει δέκτες και δότες πληροφοριών ώστε να αποδέχονται τους κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης και να εκδηλώνουν τη δέουσα συμπεριφορά στα πλαίσια του ποιμενικού περιβάλλοντος.
Με τους τρόπους αυτούς οι βοσκοί των Τζουμέρκων πληροφορούν τα ζώα για τις μετακινήσεις τους στο χώρο.
Τους μαθαίνουν το εμπρός και το πίσω,το εδώ και το εκεί,το πάνω και το κάτω,το μέσα και το έξω,πότε σε σχέση με το μαντρί,πότε με τις εντός και εκτός του βοσκοτόπου εκτάσεις.
Μπορεί οι εκφράσεις αυτές να συνυφαίνονται με την τροφή ή άλλοτε να επιβάλλουν συμπεριφορές αναγκαίες για εργασίες που απαιτούν τη συμμετοχή αυτών,οπως το άρμεγμα,το κούρεμα,αλλά γενικότερα αποβλέπουν στη σταθεροποίηση κάποιων συμπεριφορών.
Η επικοινωνία μεταξύ βοσκού-αιγοπροβάτων είναι αμφίδρομη διότι συναναστρεφόμενος συνεχώς με το κοπάδι ο πρώτος,διαισθάνεται τις διαθέσεις των ζώων,αφουγκράζεται τις επιθυμίες τους και πασχίζει να υλοποιεί τα αιτήματά τους γνωρίζοντας οτι η γονιμότητά τους ,η ανατροφή των νεογνών και η απόδοσή τους σε γάλα,είναι απόλυτα συνυφασμένα με την καλή ψυχική τους διάθεση.
Τα πρόβατα αντιδρούν με ποικίλους τρόπους:φωνές,θορύβους,κινήσεις,έκφραση προσώπου,με τους οποίους απαιτούν και επιβάλλουν συμμόρφωση του βοσκού στα αιτήματά τους.
Οταν λ.χ ο βοσκός διαπιστώνει οτι το κοπάδι εκδηλώνει απροθυμία,δισταγμό ή δυσαρέσκεια ν’ ακολουθήσει τον υποδεικνυόμενο από αυτόν προορισμό στο βοσκότοπο,επιτρέπει στα ζώα ν’ ακολουθήσουν τη δική τους πορεία σεβόμενος την επιλογή τους.
Αν ο βοσκός εμμείνει στο βούλημά του,τα αιγοπρόβατα το ακυρώνουν με τη συμπεριφορά τους.
Στη Βόνιτσα Ακαρνανίας οδήγησα κοπάδι 270 προβάτων σε βοσκότοπο υγρό και ανήλιο παρά την εκπεφρασμένη απροθυμία του,τα πρόβατα διέτρεξαν το λιβάδι εσπευσμένα και συγκεντρώθηκαν στην έξοδο με βελάσματα διαμαρτυρίας,εξερχόμενα δε αναζήτησαν το βοσκότοπο που είχαν κατά νου.
Οι βοσκοί των Τζουμέρκων έχουν την ικανότητα να αποκωδικοποιούν τις αποχρώσεις της φωνής των ζώων και να ερμηνεύουν τη συμβολική γλώσσα τους.
Βέλασμα συνεχές και επαναλαμβανόμενο απο το σύνολο των προβάτων,δηλώνει απαίτηση για φαγητό,η οποία επιβάλλεται να ικανοποιηθεί άμεσα,ηπιότερο βέλασμα απο τα πιο δραστήρια και ευφυέστερα ζώα,σημαίνει πως είναι ώρα της εξόδου απο το μαντρί.
Βέλασμα επίμονο που κλιμακώνεται απο ανησυχητικό έως ικετευτικό μηνύει πως η προβατίνα αναζητά το μικρό της και χρειάζεται τη βοήθεια του βοσκού.
Χαμηλότονο βέλασμα που περικλείει ανησυχία,αμηχανία ή παράπονο σημαίνει πως τα πρόβατα έσμιξαν με άλλο κοπάδι και αναζητούν το δικό τους.
Βέλασμα ομαδικό στα θερινά βοσκοτόπια που αποπνέει νευρικότητα λόγω στέρησης,δηλώνει οτι τα αιγοπρόβατα απαιτούν αλάτι ως συμπλήρωμα τροφής,αίτημα που υλοποιούν οι ποιμένες ανά οκτώ ημέρες.
Κραυγές σπαρακτικές ‘’την εποχή του γέννου’’ ειδοποιούν το βοσκό να βρίσκεται σε ετοιμότητα προκειμένου να βοηθήσει σε δύσκολους τοκετούς.
Κραυγές απελπισίας φανερώνουν πως τα ζώα απειλούνται απο λύκο,αρκούδα,ξένα τζομπανόσκυλα ή ανεπιθύμητους εισβολείς.
Βέλασμα που αποπνέει ερωτισμό,συνοδευόμενο απο το κούνημα της ουράς,είναι δηλωτικό οτι το ζώο βρίσκεται σε περίοδο οίστρου.
Κραυγή ισχύος ομοιάζουσα με μουγκρητό,που αποσκοπεί στο να προκαλέσει τρόμο στον αντίπαλο,προέρχεται απο τα αρσενικά,τα οποία φιλονικούν για την κατάκτηση των αξιωμάτων στην ιεραρχία του κοπαδιού.
Βέλασμα κατσίκας παρακλητικό με παράλληλη κίνησή της προς το βοσκό,σημαίνει πως το ζώο επιθυμεί να το απαλλάξει απο το γάλα με το άρμεγμα,βέλασμα με χροιά παιχνιδιάρικη δηλώνει οτι η κατσίκα επιζητεί τα χάδια και το ενδιαφέρον του.
Οι βοσκοί των Τζουμέρκων προμαντεύουν τα καιρικά φαινόμενα και αντιλαμβάνονται τον ερχομό τους στη συμπεριφορά των ζώων,τα οποία εκτεθειμένα στις επιδράσεις του απρόβλεπτου φυσικού περιβάλλοντος,ανταποκρίνονται με το σώμα και το ένστικτό τους στα δικά του μηνύματα.
Το σώμα τους ‘’γίνεται λήπτης των εδαφικών μηνυμάτων’’ διότι με αυτό απορροφούν τη νύχτα,τη βροχή,το κρύο,τη ζέστη,τον αέρα,τους ήχους και τις μυρουδιές της φύσης,προσαρμοζόμενα ανάλογα στις συνθήκες του διαρκώς μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος.
Ανοιξη και καλοκαίρι τα αιγοπρόβατα κινούνται αντίθετα προς τη φορά του ανέμου ‘’κυνηγούν τον αέρα’’ για να δροσίζονται καταπρόσωπο,οπότε οι βοσκοί εξετάζοντας τον καιρό,υπολογίζουν τα σημεία που καταφεύγουν τα ζώα και τα αναζητούν.
Οταν τα πρόβατα,κατά τους θερινούς μήνες εκδηλώνουν απροθυμία να κινηθούν προς αναζήτηση τροφής και η διάθεσή τους δεν είναι καλή,οι βοσκοί συμπεραίνουν οτι πνέει νότιος άνεμος(όστρια).
Το φθινόπωρο οταν πρόκειται να χιονίσει στα ορεινά βοσκοτόπια,τα αιγοπρόβατα εγκαταλείπουν αυτά ιδία βουλήσει και κατευθύνονται προς τις υπώρειες των βουνών να προφυλαχθούν απο το ψύχος.
Οταν τα πρόβατα μια ηλιόλουστη μέρα του χειμώνα,βόσκουν λαίμαργα χόρτα και θάμνους υποβαθμισμένης
ποιότητας:ασφάκες,σπερδούκλια,αγκάθια,οι βοσκοί αναμένουν άμεση επιδείνωση του καιρού.
Τα κουδούνια επίσης παίζουν καθοριστικό ρόλο στην επικοινωνία βοσκού-κοπαδιού καθ’ ότι προορισμός τους είναι να λειτουργούν κατ’ αρχάς ως αυτόματο σύστημα ήχων και πληροφοριών,αφού οι πληροφορίες οι προερχόμενες απο αυτά εξ αιτίας του ηχητικού χαρακτήρα τους γίνονται αντιληπτές απο μεγάλες αποστάσεις και αναλύονται.
Μια εβδομάδα πριν τις εποχικές μετακινήσεις τους οι βοσκοί κρεμούν τα μεγάλα κουδούνια στους αρχηγούς των κοπαδιών προκειμένου να πετύχουν την ψυχολογική προετοιμασία των ζώων για την εξάμηνη αποδημία,διότι αυτά συσχετίζουν τους ήχους των μεγάλων κουδουνιών με την αναχώρησή τους.
Κατά τους βοσκούς τα ζώα εχουν επίγνωση οτι δια των κουδουνιών συντελείται ο έλεγχος της συμπεριφοράς τους γι’ αυτό θεωρούν τα κουδούνια’’προδότες’’ τους.
Κατά τις φθινοπωρινές μετακινήσεις που κυρίαρχο αίσθημα για τα αιγοπρόβατα ήταν η πείνα,αυτά εγείρονταν συχνά τη νύχτα με συνωμοτική μυστικοπάθεια προς αναζήτηση τροφής στα απαγορευμένα ή στα σπαρμένα,αφήνοντας στον ύπνο τον καταπεπονημένο βοσκό.
Οσα εκ των ζώων έφεραν κουδούνια,κινούνταν με τη μέγιστη επιφύλαξη προσπαθώντας να περιορίσουν στο ελάχιστο τους ήχους των κουδουνιών,διότι αισθάνονταν οτι διέπρατταν παρανομία.
Αντιθέτως στα χειμερινά βοσκοτόπια περί το μέσον της νύχτας,όταν έφτανε η ώρα της νυχτερινής εξόδου απο το μαντρί ,τα ζώα ήταν ιδιαίτερα κινητικά,προξενούσαν σκοπίμως ηχηρά κουδουνίσματα ή προκαλούσαν επίμονους θορύβους στέλνοντας μήνυμα στο βοσκό να αναλάβει τις ευθύνες του.
Τα κουδούνια κατανέμονται στα ζώα με βάση το ρόλο,τη σωματική διάπλαση και το χαρακτήρα τους.
Οι ρωμαλέοι τράγοι και κριοί που ηγούνται των κοπαδιών φέρουν τα μεγάλα κουδούνια,τα οποία διακρίνονται για το βάρος τους και τον επιβλητικό τους ήχο.
Οι βοσκοί στολίζουν με μικρότερα κουδούνια προβατίνες θαρραλέες και ζωηρές με καλογραμμένο σώμα,αφενός μεν για να πληροφορούν με την κινητικότητά τους για τη θέση του κοπαδιού στο βοσκότοπο,αφετέρου δε για να αποπνέουν την αίσθηση του ωραίου.
Τα κουδούνια συνδυάζονται με τρόπο ώστε να παράγεται ένα αρμονικό άκουσμα και συνάμα να δίνεται ο χαρακτηριστικός ήχος του κοπαδιού,ο οποίος το διαφοροποιεί απο τον ήχο κάθε άλλου.
Οι ποιμένες των Τζουμέρκων εύρισκαν ως ικανοποιητική την αναλογία,ενα κουδούνι στα επτά πρόβατα,διότι μεγαλύτερος αριθμός κουδουνιών προκαλεί σύγχυση στα ζώα,τα αποσυντονίζει και διασπά τη συνοχή του κοπαδιού.
Ευνόητο είναι οτι τα κουδούνια είναι δηλωτικά του κύρους του βοσκού και του κοπαδιού,εφόσον μεγάλος αριθμός τους συστοιχεί σε πλήθος αιγοπροβάτων .Τα πολυάριθμα κοπάδια προσπορίζουν οικονομική και κοινωνική δύναμη στον κάτοχό τους.
Τα παραγγέλματα των βοσκών προς τα ζώα.
Οι εντολές,οι κραυγές(χουγιατά),οι φωνές(σαλαητά),που συνοδεύονται απο κινήσεις χεριών και στάσεις σώματος αποτελούν ένα είδος γλώσσας με την οποία οι βοσκοί απευθύνονται στα ζώα για την επιβολή ή τη διόρθωση κάποιων συμπεριφορών τους.
Τα παραγγέλματα είναι φωνές,συλλαβές ή συνθηματικές φράσεις σύντομες για να δίνουν άμεσα το μήνυμα και είναι διαφορετικές αυτές που προορίζονται για τα πρόβατα,τα γίδια,τα τζομπανόσκυλα,τα άλογα.
Τα ζώα κατακτούν σε ικανοποιητικό βαθμό την ικανότητα να ανταποκρίνονται στα κελεύσματα των βοσκών ώστε η μεταξύ τους επικοινωνία καθίσταται αποτελεσματική.
Κατά την έξοδο των προβάτων απο το μαντρί οι βοσκοί των Τζουμέρκων συνηθίζουν την έκφραση ‘’εχέεε’’προφέρονταν το ‘’χ’’ χαμηλόφωνα,ώστε ν’ ακούγεται εντονότερος και επιτακτικός ο ήχος του ‘’ε’’ και την επαναλαμβάνουν με κάποια μελωδικότητα για την είσοδό τους στο μαντρί ή στη στρούγκα.Την ίδια φράση συνοδευόμενη με ελαφρά κλίση του σώματός τους προς τα δεξιά και με σφύριγμα χαμηλότονο,που περικλείεει καταπραυντική διάθεση χρησιμοποιούν,οταν επιθυμούν να συλλάβουν με την κλίτσα τους πρόβατο εκτός περιφραγμένου χώρου,χωρίς να διασαλεύσουν την ηρεμία του κοπαδιού.
Οταν τα πρόβατα τρομάζουν απο τους φόβους της νύχτας και τρέχουν με ποδοβολητό μέσα στο πρόχειρο μαντρί,ο βοσκός απευθύνει προς ησυχασμό τους επιφώνημα παρατεταμένο ‘’εχέειιι’’,με ελιγμό της φωνής του καταλήγοντα προς το ‘’-ειι’’,το οποίο επαναλαμβάνει ώσπου να φτάσει ο ίδιος κοντά τους.
Το κάλεσμα που παρακινεί το πρόβατο να πλησιάσει το βοσκό,’’το μαύλημα’’ είναι το ηχητικό αποτέλεσμα που παράγεται απο τα παλλόμενα λόγω του εκπνεόμενου αέρα χείλη του βοσκού.Για ζώα που έχουν αναπτύξει στενότερη σχέση μαζί του,ο βοσκός καθιστά το κάλεσμά του πιο αποτελεσματικό προτείνοντας το χέρι με μισάνοιχτη παλάμη,κίνηση που τα ζώα συσχετίζουν με την προσφορά τροφής διότι συχνά έτσι τους προσφέρει βελάνια,γκόρτσα,ψωμί,ενίοτε δε με την κίνηση αυτή ο βοσκός ενεργεί παραπλανητικά,οταν επιθυμεί να πιάσει ενα ζώο για διάφορους λόγους.
Το εξ αποστάσεως κάλεσμα προβάτου,που εχει χάσει το κοπάδι του και βελάζει αμήχανα ή απελπισμένα,οι βοσκοί το συνοδεύουν με ανοδικής κλίμακας σφύριγμα το οποίο σβήνει σε τόνο μαυλιστικό ή με μίμηση του βελάσματός του.
Το αντίστοιχο κάλεσμα για τα γίδια είναι ‘’ρίιι-ρίιι’’,ενισχυόμενο με φράσεις του τύπου ‘’έλα δώ,πού είσαι’’;.Τα πρόβατα στη στρούγκα παρακινούνται με το φώνημα ‘’χέ-χέ’’ προφερόμενο κοφτά για έμφαση συνοδευόμενο συχνά με προσφώνηση του ονόματος του ζώου ‘’κάλεσια χέ, λάια χέ’’για τα γίδια το αντίστοιχο είναι ‘’κούτσς-κούτσς’’,’’γκέσα κούτσσ-κούτσς’’.
Σε προβατίνες που στο άρμεγμα είναι ατίθασες και κινητικές οι βοσκοί απευθύνουν επιφωνήματα όπως ‘’βάκρα έεε’’,η αντίστοιχη έκφραση για τα γίδια είναι ‘’γόα-γόα’’.
Για την αλλαγή κατεύθυνσης προβάτου ή κοπαδιού κλασική είναι η έκφραση ‘’βρρρρ…’’ χαρακτηριστική για την ευφωνικότητα και τη διάρκεια,συμπληρωμένη από κίνηση χεριού αριστερά ή δεξιά,η οποία επαναλαμβάνεται ώσπου τα ζώα να καταλήξουν στον κατάλληλο προσανατολισμό.
Για τα γίδια ή αντίστοιχη έκφραση είναι ‘’τσίκα – τσίκα’’ συγκεκομένος τύπος της λέξης κατσίκα,η οποία χρησιμοποιείται επίσης για να τα αποτρέψει από πρόδηλη πρόθεσή τους να επιτεθούν στα απαγορευμένα.
Επειδή τα γίδια είναι κινητικά,ανυπάκουα και αντιδρούν στους περιορισμούς που θέτει η ομαδική ζωή,περιπλανώνται δε σε τόπους
δύσβατους,καλυμμένους με θάμνους και δέντρα,οι βοσκοί προφέρουν με έμφαση τις εντολές προς αυτά.Οταν λοιπόν τα προστάζουν να εξέλθουν από δασώδη έκταση,εκφέρουν δυνατά την έκφραση ‘’ειαιά’’ η οποία έχει οργάνωση φθόγγων τέτοια και καταλήγει στη συλλαβή ‘’ιά’’,ώστε να ακούγεται στους εκτεταμένους χώρους του βοσκοτόπου τους.
Τα παραγγέλματα που απευθύνονται σε άτομα του κοπαδιού που συγκεντρώνουν κύρος λόγω του εξέχοντα ρόλου και της σωματικής τους ρώμης,είναι μονοσύλλαβα,προφέρονται αργά και επιβλητικά και αποπνέουν κάποια μεγαλοπρέπεια.
Οι τράγοι προσφωνούνται με τη φράση ‘’τσάπ-τσάπ’’ ,οι κριοί οι φέροντες τα κουδούνια με το επιφώνημα ‘’τίστ-τίστ’’ και οι αρσενικοί κριοί με το ‘’τάσσ-τάσς’’.
Και τα σφυρίγματα έχουν το συμβολισμό τους συμπληρωμένα με λεκτικές προσταγές.
Σφύριγμα παρατεταμένο με κάποια μελωδικότητα σημασιολογείται από τα πρόβατα στα θερινά βοσκοτόπια με προσφορά αλατιού.
Σφύριγμα χαμηλότονο και διακοπτόμενο με χαιδευτική χροιά παροτρύνει τα πρόβατα να επιβραδύνουν την πορεία και ν’ αφοσιωθούν στη βοσκή τους,σφύριγμα ηχηρό και κοφτό συνοδευόμενο απο το επιφώνημα ‘’ε(χ)εέε’’ απαιτεί από αυτά να επιταχύνουν την κίνησή τους.
Ευνόητο δε είναι οτι τα ζώα δεν υπακούουν στις εξ αποστάσεως εντολές και δε συμμορφώνονται στις υποδείξεις που προέρχονται από άτομα που δε διαθέτουν το κύρος του βοσκού τους:μικρά παιδιά,γυναίκες,τυχαίους επισκέπτες.Συχνά μένουν αδιάφορα σε συνθήματα και σφυρίγματα άλλου βοσκού της ίδιας στάνης με τον οποίο δεν έχουν συναναστροφή και συνεπώς επικοινωνία.
Συμπεριφορά ζώων.
Οι βοσκοί ανιχνεύουν το συναισθηματικό κόσμο των ζώων από διάφορες εκδηλώσεις τους.Στο βλέμμα τους διαβάζουν τη χαρά και τη λύπη,την αγωνία και την προσμονή,την αδιαφορία ή το ενδιαφέρον.Στην όψη τους διακρίνουν τα σημάδια της καλής τους υγείας ή της ασθένειας.Συχνά τα πρόβατα εξωτερικεύουν την ψυχική τους πληρότητα με χορευτικές κινήσεις,κυρίως την άνοιξη που είναι εύρωστα και έχουν άφθονη τροφή.
Οταν ο βοσκός παρατηρήσει πως κάποιο ζώο βόσκει χωρίς όρεξη,στέκει σκυθρωπό,παύει να βόσκει ή κοιμάται σε ασυνήθιστη ώρα,συμπεραίνει πως αυτό είναι άρρωστο ή ενδέχεται να αποβάλει,αν κυοφορεί.
Οι προχωρημένης ηλικίας ποιμένες των Τζουμέρκων είχαν διαπιστώσει πως η μουσική της φλογέρας,το ήπιο σφύριγμα και το τραγούδι ηρεμούσαν το κοπάδι γι’ αυτό έπαιζαν ποιμενικούς σκοπούς την ώρα που οι προβατίνες θήλαζαν τα μικρά τους,παρατείνοντας έτσι το θηλασμό των αρνιών.Σήμερα οι βοσκοί σφυρίζουν απαλά για τον ίδιο λόγο,όταν οδηγούν τα πρόβατα στους τόπους ποτίσματος:πηγές,ποτίστρες.
Τα αιγοπρόβατα διακρίνονται για την ικανότητα της όσφρησης.Η ευαισθησία τους να ανιχνεύουν το χώρο και να αντλούν πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα του περιβάλλοντός τους είναι μοναδική.Με τη μυρουδιά του σώματός τους οριοθετούν το βοσκότοπό τους και κινούνται με ασφάλεια και ηρεμία σε αυτόν.
Συχνά εν γνώσει τους εξέρχονται απο τα όρια του βοσκοτόπου τους παρασυρόμενα απο τη βοσκή παρακείμενου λιβαδιού.Με την ικανοποίηση της επιθυμίας τους,επιστρέφουν μόνα τους στον οικείο τους χώρο.
Το κοπάδι δομείται απο τη μυρουδιά,διότι κάθε κοπάδι έχει τη δική του οσμή,η οποία σε συνδυασμό με τα κουδούνια του,αποτελεί μέσο συσπείρωσης των μελών του και λειτουργεί καθοδηγητικά για όσα εξ αυτών χάνουν το κοπάδι.
Κοπάδια που μοιράζονται κοινόχρηστο χώρο,συμβαίνει να βόσκουν το ένα πλησίον του άλλου χωρίς να σμίγουν ή και όταν αυτό συμβεί,να ξεχωρίζουν εύκολα και σύντομα.Για παράδειγμα τη νύχτα της 28ης Ιουλίου 1998 στο βοσκότοπο ‘’Αφεντική’’του Ματσουκιού Ιωαννίνων έσμιξαν 2800 πρόβατα που ανήκαν σε επτά διαφορετικά κοπάδια.Το πρωί με οδηγό τη χαρακτηριστική μυρουδιά και τα κουδούνια,τα πρόβατα σχημάτισαν απο μόνα τους το κοπάδι τους(μαρτυρία βοσκού Κων\νου Νάκα).
Τα πρόβατα συγκρατούν τη μυρουδιά του βοσκού και των τζομπανόσκυλων που τα συνοδεύουν,με αυτή τηρούν τις εσωτερικές διαιρέσεις του κοπαδιού:γαλάρια,στέρφα,όψιμα,με τη βοήθειά της εντοπίζουν τα μικρά τους μέσα στο μαντρί ανάμεσα σε εκατοντάδες ακόμη και τη νύχτα,με την όσφρηση διακρίνουν το ξένο πρόβατο και εκδηλώνουν επιθετικότητα εναντίον του.Η μυρουδιά του λύκου ή της αρκούδας που απομένει σε πρόβατο το οποίο δέχτηκε επίθεση απο τα αγρίμια αυτά και σώθηκε,γίνεται αισθητή στα υπόλοιπα ζώα,τα οποία απομακρύνονται θορυβημένα απο αυτό στην αίσθηση οτι ο εχθρός βρίσκεται πλησίον τους.
Η όσφρηση σε συνδυασμό με την γεύση καθιστούν τα αιγοπρόβατα ικανά να επιλέγουν με ακρίβεια ανάμεσα στα δεκάδες χόρτα,εκείνα που ικανοποιούν την όρεξή τους.Πρώτα μυρίζουν τροφή και νερό και κατόπιν δοκιμάζουν.
Η ακοή τους είναι εξίσου ανεπτυγμένη αφού μέσω αυτής συλλαμβάνουν τα προστάγματα και τα καλέσματα των βοσκών,πληροφορούνται ακόμη και τους ανεπαίσθητους θορύβους και τρομάζουν εύκολα,ενώ με την ισχυρή τους όραση είναι σε θέση να μετακινούνται και να βόσκουν ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Οι ποιμένες των Τζουμέρκων εξαίρουν την ικανότητα των ζώων να ενθυμούνται λεπτομερώς τις ιδιαιτερότητες των σταθμών και περασμάτων κατά τις εποχικές μετακινήσεις τους.
Αναφέρονται περιπτώσεις προβάτων και τζομπανόσκυλων που έμειναν την άνοιξη στα χειμαδιά της Ακαρνανίας(περιοχή Αστακού)διότι απουσίαζαν από το κοπάδι την ημέρα αναχώρησής του για τα βουνά,που έφτασαν όμως στα θερινά βοσκοτόπια με καθυστέρηση 15 ημερών διανύοντας μόνα πορεία εκατόν πενήντα χιλιομέτρων!
Οι βοσκοί κάνουν λόγο για την ικανότητα που χαρακτηρίζει τις κατσίκες να αναγνωρίζουν τα παιδιά τους μετά την παρέλευση δύο-τριών μηνών απο τον απογαλακτισμό τους,όταν οι βοσκοί σμίγουν τα επιμέρους κοπάδια και δημιουργούν ένα.
Οι κατσίκες -μητέρες συναναστρέφονται με αυτά στη βοσκή και στη νυχτερινή ανάπαυση,δεν τους επιτρέπουν όμως να θηλάσουν πια.Είναι δε σύνηθες φαινόμενο σ΄ένα κοπάδι να ζουν συντροφευμένα η γιαγιά,οι κόρες και οι εγγονές της,κάτι που δεν παρατηρείται στα πρόβατα.
Στις οργανωμένες συμπράξεις των κτηνοτρόφων(τσελιγκάτα),υπήρχε βοσκός ειδικευμένος (στρουγκάρης) ο οποίος είχε ως κύριο καθήκον να κατευθύνει τα πρόβατα στο χώρο συγκέντρωσης (στρούγκα)κατά τη διαδικασία του αρμέγματος,ο οποίος γνώριζε επακριβώς τη συνήθεια κάθε ζώου και σεβόταν απόλυτα την επιθυμία του.
Κάποιες προβατίνες περνούσαν πρώτες απο τους αρμεχτές,άλλες αργότερα,κάποιες προς το τέλος.
Αν αυτός επιχειρούσε να παραβιάσει ‘’τη σειρά’’,τα πρόβατα δυστροπούσαν,αναστατώνονταν και επιδείκνυαν απροθυμία να συμμορφωθούν στις επιταγές του,οπότε επιβραδυνόταν η ομαλή διεξαγωγή του αρμέγματος.
Στις μέρες μας αρκετές προβατίνες εκδηλώνουν προτίμηση σε κάποιον αρμεχτή και όταν φτάνουν στην έξοδο της ‘’στρούγκας’’ περιμένουν υπομονετικά να τις αρμέξει αυτός και δεν εννοούν να ‘’παραδοθούν’’σε άλλον,παρά τα ραπίσματα που δέχονται απο την κλίτσα του εντός της στρούγκας ευρισκομένου.
Απο διάφορα συμβάντα της ποιμενικής ζωής,οι βοσκοί πιστεύουν οτι τα ζώα διαθέτουν ευφυία και πονηριά.
Οταν το κοπάδι απομακρυνόταν απο ένα βοσκότοπο,κάποιες προβατίνες που είχαν αποκοιμίσει τα μικρά τους σε κάποιο θάμνο ή ανάμεσα σε χόρτα,και αδυνατούσαν να τα ξυπνήσουν,έσπευδαν στο βοσκό με χροιά ανησυχίας στο βέλασμά τους και ζητούσαν επίμονα τη συνδρομή του οδηγώντας τον οι ίδιες στο σημείο που είχαν κρύψει τα νεογέννητα.Ορισμένες που προσπαθούσαν να διαφύγουν της προσοχής του βοσκού μετέρχονταν ποικίλους τρόπους.Εμεναν τελευταίες κατά τις μετακινήσεις των κοπαδιών,χρονοτριβούσαν σκόπιμα,ώσπου να βρουν ευκαιρία να κατευθυνθούν προς το απαγορευμένο,αψηφούσαν φανερά τα παραγγέλματα του βοσκού.Πολλές κατσίκες έκρυβαν τα νεογέννητα επί ημέρες σε διάφορους κρυψώνες επιστρέφοντας κατά διαστήματα να τα θηλάζουν προσέχοντας επιμελώς να μην αντιλαμβάνεται ο βοσκός τις κινήσεις τους.
Συμπεριφορά βοσκών.
Κοινή πεποίθηση των βοσκών είναι οτι τα ζώα αισθάνονται,σκέπτονται και ενεργούν ως άνθρωποι γι΄αυτό τα αντιμετωπίζουν ως μέλη της οικογένειάς τους και στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς τους συνομιλούν μαζί τους.Στα νεώτερα παραμύθια είτε ο άνθρωπος καταλαβαίνει τη γλώσσα των ζώων,είτε το ζώο μιλάει τη γλώσσα του ανθρώπου.
Στον Ομηρο ο τυφλωθείς κύκλωπας συνομιλεί με το κριάρι,αρχηγό του κοπαδιού και ζητά τη συνδρομή του για την υπόδειξη του δράστη της τύφλωσής του.
Ευρέως διαδεδομένη είναι η φράση στην περιοχή των Τζουμέρκων ‘’σαν άνθρωποι σε κοιτάζουν τα καημένα στα μάτια’’.Πρωταρχικό μέλημα των ποιμένων είναι η εξασφάλιση συνθηκών άριστης διαβίωσης των ζώων τους μη φειδόμενοι κόπων.
Κατά την εποχή των γεννήσεων(γέννος)οι βοσκοί των Τζουμέρκν αγρυπνούν παρέχοντας κάθε βοήθεια σε αιγοπρόβατα που παρουσιάζουν δυσκολία στον τοκετό και φροντίζουν ώστε τα νεογνά να θηλάσουν το πρώτο γάλα(να πάρουν πυτιά).Τις πέντε πρώτες μέρες της ζωής τους ο βοσκός πρωί και βράδυ πίανει τις κοιλιές τους για να διαπιστώσει αν έχουν πιεί το γάλα τους,συνάμα δε ελέγχει και τις μητέρες τους για επιβεβαίωση.
Στις κοινοπραξίες των κτηνοτρόφων(τσελιγκάτα),οι γυναίκες της στάνης,οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με τη μεταφορά των νεογέννητων και των μητέρων τους απο τον τόπο της βοσκής στο μαντρί,έπαιρναν στην αγκαλιά και στην ποδιά τους τα αρνάκια,τους μιλούσαν,τα χάιδευαν και τα φιλούσαν σαν μικρά παιδιά.
Τον καιρό του απογαλακτισμού αυτών(απόκομμα αρνιών),οι γυναίκες ως περισσότερο συναισθηματικές απο τους άντρες ξεσπούσαν σε δάκρυα αναλογιζόμενες το χωρισμό των δικών τους παιδιών απο την οικογένεια με το γάμο ή με την εκπλήρωση της στρατιωτικής τους θητείας.
Αρνιά και κατσίκια που γεννιούνταν τις νύχτες του χειμώνα,συνήθιζαν να τα παίρνουν στο καλύβι τους πλησίον της εστίας για να τα προφυλάξουν απο το δριμύ ψύχος-την ίδια μεταχείριση είχαν και τα άρρωστα πρόβατα.
Ορισμένοι βοσκοί θεωρούν ‘’ύβρη ‘’να οδηγήσουν ‘’επι σφαγήν’’ αρχηγούς των κοπαδιών,τράγους και κριούς που έχουν γεράσει,αλλά τους επιτρέπουν να τελειώσουν τη ζωή τους μέσα στο κοπάδι που επι χρόνια υπηρέτησαν,ανταποδίδοντας έτσι την ευγνωμοσύνη τους.’’Δε μου κάνει καρδιά να του βάλω μαχαίρι’’΄,ο συνήθης λόγος των βοσκών.
Η οδύνη όμως και το πάθος που κυριαρχούσαν στις κλειστές κοινωνίες των ποιμένων,όταν τα αγρίμια κατασπάραζαν αιγοπρόβατα,δε διαφέρουν απο ανάλογες εκδηλώσεις που αφορούσαν στην απώλεια αγαπημένων προσώπων.Παραπέμπουμε σε καταγραφή περιστατικού,που έλαβε χώρα στην Παλαιομάνινα Ξηρομέρου(Ιανουάριος 1962),σχετικό με αφανισμό είκοσι επτά προβάτων από αγέλη λύκων.
‘’Οι γυναίκες της στάνης,μαυροφορεμένες και τυλιγμένες με κατάμαυρα μαντήλια,με τα θλιμμένα και βασανισμένα πρόσωπα,έδιναν την αίσθηση πως γεννήθηκαν φορώντας μαύρα και πως δεν είχαν δει άσπρη μέρα στη ζωή τους,αφού ύψωσαν όλες μαζί χέρια και κεφάλια ‘’προς το θεό’’,ξέσπασαν σε θρηνωδίες και κραυγές απελπισίας που ράγιζαν με το πάθος τους ακόμη και τις πέτρες.Ο θρήνος κυλούσε απο λαγκάδι σε λαγκάδι και οπως τον έφερνε ο αγέρας,νόμιζες πως ολάκερο χωριό είχε παραδοθεί σε σπαρακτικά μοιρολόγια που θύμιζαν χορό αρχαίας τραγωδίας’’.
Οι βοσκοί των Τζουμέρκων,αγαπούν τα ζώα τους,συμμερίζονται τις ανησυχίες τους,μπαίνουν στον ψυχικό τους κόσμο,χαίρονται όταν αυτά είναι υγιή και ευδιάθετα,είναι δύσθυμοι και σκυθρωποί,όταν αυτά υποφέρουν.
Τα ζώα αναγνωρίζουν την προσφορά των βοσκών τους,υπακούουν στα κελεύσματά τους και συχνά εκφράζουν τη συμπάθειά τους προς αυτούς με τα βελάσματα,το βλέμμα και τις κινήσεις του σώματος.
Τελικά ποιμένες,αιγοπρόβατα,τζομπανόσκυλα στα πλαίσια μιας χωρικής συνύπαρξης μοιράζονται κάτι περισσότερο απο το γεωμετρικό χώρο ενός βοσκοτόπου και το μοίρασμα μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες και με οποιουδήποτε τρόπους είναι επικοινωνία,η οποία συντελείται με και χωρίς λόγο,συνειδητά και ασυνείδητα.
Νικόλαος Β. Καρατζένης