Βλέπει κατάρρευση και επιτίθεται – Η Τουρκία παίζει επικίνδυνα με την ελληνική αδυναμία

1991
αιγαίο

Για την ένταση που καθημερινά κλιμακώνεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το τελευταίο διάστημα «κυκλοφορούν» πολλές επιμέρους εξηγήσεις, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από την αιτία, ωστόσο αδυνατούν ή αποφεύγουν να τη θίξουν: πρόκειται για την απόλυτη κατάρρευση της ελληνικής στρατηγικής των τελευταίων δεκαετιών έναντι της Τουρκίας.

Τα αίτια των καταστροφών, άλλωστε, σαν αυτή που μπορεί να προκύψει από μια πιθανή – όπως εμφανίζεται πια – εκδήλωση ενός ελληνοτουρκικού στρατιωτικού επεισοδίου, διερευνώνται κατά κανόνα εκ των υστέρων, είτε για να αναζητηθούν εξιλαστήρια θύματα και αποδιοπομπαίοι τράγοι είτε για να καταγραφούν στις σελίδες της Ιστορίας.
Παρακολουθώντας τις τρέχουσες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά (κοιτάζοντας δηλαδή την ιστορία που γράφεται μέρα με τη μέρα) το ελληνικό πολιτικό σύστημα, συνεπικουρούμενο (και) από τα ΜΜΕ, περιορίζεται σε καταγραφές περιστατικών και διαπιστώσεις μέσα από διάφορα πολιτικά πρίσματα και αντιλήψεις. Όλα αυτά έχουν τη σημασία και την αξία τους, ωστόσο αποφεύγουν ή αδυνατούν να προσδιορίσουν την αιτία του «κακού» και κατά συνέπεια να παρέμβουν προσπαθώντας να αποτρέψουν μια πιθανή ελληνοτουρκική στρατιωτική θερμή αντιπαράθεση.
«Μισές» αλήθειες
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα (και τα ΜΜΕ) αποδίδει, σε γενικές γραμμές, την κλιμάκωση της έντασης στα ελληνοτουρκικά:
1 Στα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα του Ερντογάν που τον «αναγκάζουν» να αναζητήσει τη συμμαχία των εθνικιστών «γκρίζων λύκων».
2 Στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τουρκία στις πολεμικές επιχειρήσεις που έχει αναλάβει στη Συρία.
3 Στα προβλήματα που έχουν ανακύψει στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
4 Στα σκληρά παιχνίδια αντιπαράθεσης μεταξύ των μεγαλοαστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, οι οποίες θέλουν να πάρουν μέρος στο ενεργειακό πάρτι που στήνεται στην περιοχή.
5 Στην πάγια διάθεση της Τουρκίας να αναθεωρήσει εις βάρος της Ελλάδας τις Συνθήκες (της Λωζάννης κατά κύριο λόγο) που περιγράφουν τα όρια της γειτονίας.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν σε έναν βαθμό και αποτυπώνονται καθημερινά είτε στις δηλώσεις των αξιωματούχων των δύο χωρών είτε, πολύ περισσότερο, στις κινήσεις των στρατιωτικών τους δυνάμεων σε επίμαχες περιοχές στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο (Καστελλόριζο). Κάτι που επίσης ισχύει είναι ότι, ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν μεγιστοποιήσει τις κινήσεις τους με στόχο την επίδειξη δύναμης ικανής να επιβάλει de facto την αναθεώρηση του καθεστώτος στην περιοχή.
Χωρίς στρατηγική
Ωστόσο τίποτε από αυτά (μόνο του ή όλα μαζί) δεν εξηγεί την αιτία εκδήλωσης της έξαρσης των τουρκικών κινήσεων (και σε στρατιωτικό επίπεδο) την τελευταία διετία. Η αιτία, την οποία το ελληνικό πολιτικό σύστημα αποφεύγει να δει – διότι, αν το κάνει, θα πρέπει να αναλάβει και τις τεράστιες ευθύνες του – είναι η κατάρρευση της «εθνικής στρατηγικής» έναντι της Τουρκίας και η απόλυτη αδυναμία του να την αντικαταστήσει.
Η ελληνική εθνική στρατηγική έναντι της Τουρκίας διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του 1970 (μετά την τραυματική εμπειρία της κατάληψης της Βόρειας Κύπρου) και είχε, σε γενικές γραμμές, δύο αντικρουόμενα χαρακτηριστικά που τελικά οδήγησαν στην κατάρρευσή της: την αποτροπή και τον κατευνασμό. Στον αντιφατικό χαρακτήρα αυτών των δύο παραμέτρων της εθνικής στρατηγικής ή της αδυναμίας των ελληνικών κυβερνήσεων να αξιοποιήσουν τα βέλτιστα κάθε φορά χαρακτηριστικά τους που απαιτούσαν οι περιστάσεις οφείλεται τελικά η απονεύρωση και η κατάρρευση στο σύνολό της.
Τζάμπα λεφτά
Στο πλαίσιο της αποτροπής οι ελληνικές κυβερνήσεις μετέτρεψαν τη χώρα σε έναν από τους καλύτερους πελάτες των πολεμικών βιομηχανιών παγκοσμίως. Η χώρα υλοποίησε θηριώδη εξοπλιστικά προγράμματα, ωστόσο το δημόσιο χρήμα δεν έπιασε τόπο γιατί δαπανήθηκε με κριτήριο τις μίζες και την εξασφάλιση συμβατότητας των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω δαπάνες «συμμετέχουν» στο 25% του χρέους της χώρας, όπως έχει παραδεχτεί σε ομιλία του στη Βουλή αρμόδιος επί των οικονομικών υπουργός (Νίκος Χριστοδουλάκης). Οι σημερινές επιχειρησιακές αδυναμίες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, εξ αιτίας ακριβώς των άστοχων τεράστιων δαπανών του πρόσφατου παρελθόντος, επιδεινώνονται καθημερινά από την οικονομική χρεοκοπία της χώρας την τελευταία δεκαετία, δίνοντας στην Τουρκία πλεονεκτήματα «επί του πεδίου», τα οποία ευχαρίστως και επιμελώς εκμεταλλεύεται.
Φρούδες ελπίδες
Ο κατευνασμός, ως δεύτερη παράμετρος της ελληνικής εθνικής στρατηγικής, εκδηλώθηκε κατά κύριο λόγο με τη συμπαράσταση των ελληνικών κυβερνήσεων στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Αρκεί να θυμηθούμε ότι για χάρη του κατευνασμού η Ελλάδα υποχώρησε από τη θέση ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας στην Ε.Ε. αν δεν αποχωρήσει ο τουρκικός στρατός κατοχής.
Η ελληνική υποχώρηση έγινε με αντάλλαγμα την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη και όλοι πια σε Ελλάδα και Κύπρο μπορούν να μετρήσουν κέρδη και ζημιές: ο τουρκικός στρατός παραμένει και απειλεί, η Κύπρος πλήρωσε και αυτή το μερίδιό της (χρεοκοπία – μνημόνιο) στις γερμανικές τράπεζες, η Τουρκία ασκεί πειρατική πολιτική στην κυπριακή ΑΟΖ και η Ε.Ε. παρακολουθεί και… συμπαρίσταται.
Είναι ολοφάνερο, σε όσους τουλάχιστον επιθυμούν να δουν τα πράγματα όπως είναι, ότι και αυτή η παράμετρος (κατευνασμός) της ελληνικής εθνικής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας κατέρρευσε όταν έγινε σαφές ότι ούτε οι εταίροι επιθυμούν την Τουρκία εντός της Ένωσης ούτε η Τουρκία επιθυμεί να συμβιβαστεί με τον έλεγχο των Βρυξελλών.
Γυμνοί στην καταιγίδα
Οι συζητήσεις των τελευταίων ημερών στην Αθήνα περί της ανάγκης δημιουργίας ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, όπως αυτές προέκυψαν από τη συνάντηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον αρχηγό του Ποταμιού Σταύρο Θεοδωράκη, περιγράφουν σε έναν βαθμό το άγχος του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο διαπιστώνει ότι με ευθύνη του η χώρα είναι γυμνή (χωρίς στρατηγική) απέναντι σε κινδύνους οι οποίοι εμφανίζονται καθημερινά από τις επιδείξεις ισχύος των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Χωρίς την ικανότητα σχεδιασμού αντίδρασης και απάντησης απέναντι σε ένα πιθανό – όπως οι πάντες πια ομολογούν – στρατιωτικό επεισόδιο, η σημερινή κυβέρνηση εμφανίζεται στρατηγικά και ιδεολογικά (καθώς η στρατιωτική παράμετρος ισχύος της χώρας ουδέποτε υπήρξε προσφιλής συλλογισμός στις αναλύσεις της) μετέωρη, με αποτέλεσμα να ψάχνει σήμερα προστάτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (που σφυρίζει αδιάφορα), το ΝΑΤΟ (που το παίζει Πόντιος Πιλάτος) και τους Αμερικανούς (οι οποίοι, για να κάνουν τη δουλειά τους, μπορούν να πουλήσουν τη μάνα τους, πόσο μάλλον την «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση και τον Αλέξη Τσίπρα…).
Πηγή: topontiki.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας