Η μαζική προσέλευση στην κατάμεστη Αλκυονίδα για την παρουσίαση της μελέτης του ΕΔΕΚΟΠ για την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη ήταν σίγουρα ένδειξη ότι μεγάλο μέρος του κόσμου της αριστεράς και του κινήματος, αλλά ακόμα και απλοί πολίτες, ενδιαφέρεται για συζητήσεις που προσπαθούν να παρουσιάσουν μια τεκμηριωμένη πρόταση για έναν δρόμο εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα, έξω και πέρα από την παραδοσιακά συνθηματολογική προσέγγιση που πολύ συχνά συναντάμε.
Από τη μεριά της, η μελέτη του Κώστα Λαπαβίτσα, του Θοδωρή Μαριόλη και του Κώστα Γαβριηλίδη είναι όντως μια σημαντική συνεισφορά. Αποτυπώνει μια εκτίμηση για τον ρόλο της αρχιτεκτονικής του ευρώ στην ελληνική κρίση αλλά και συνολικά στην κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, και περιλαμβάνει μια μεθοδολογία για τη διαδικασία εξόδου από το ευρώ και τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη στη ριζοσπαστική αριστερά, με την πολιτική συζήτηση να ξεκινά από αυτή την αφετηρία και μετά. Με αυτό εννοούμε ότι ύστερα από όλη την ελληνική εμπειρία αλλά και την εμπειρία της κρίσης συνολικά στην Ε.Ε. έχει γίνει σαφές ότι παραμονή στην ευρωζώνη σημαίνει απλώς παράταση των μνημονίων και των πολιτικών λιτότητας.
Ένα σχέδιο για τη ρήξη
Η μεθοδολογία που προτείνει η μελέτη αυτή όντως προκύπτει μέσα από τις εμπειρίες των τελευταίων ετών και δεν αποσιωπά τις δυσκολίες. Υπογραμμίζει τις δυνατότητες που θα δώσει η μετατροπή σε δραχμές όλων των καταθέσεων και των υποχρεώσεων που καλύπτονται από το εθνικό δίκαιο όπως και των πληρωμών από το δημόσιο και προς το δημόσιο. Δεν υποτιμά τα προβλήματα ως προς τις συναλλαγές με το εξωτερικό και γι’ αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη να υπάρξει ιεράρχηση ως προς τη χρήση των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Τονίζει ότι η άμεση στάση πληρωμών στο χρέος είναι συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ όπως και η προσπάθεια για τη διαγραφή του. Ορθά επισημαίνει ακόμα ότι ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας και επιστροφή στη δραχμή θα σημάνει υποτίμηση εφόσον η παραμονή στο ευρώ θα ισοδυναμεί με συνέχιση μιας συνθήκης νομισματικής ανατίμησης έναντι χωρών με υπέρτερη παραγωγικότητα, τονίζοντας παράλληλα ότι μια τέτοια υποτίμηση δεν θα μετακυλιστεί στο εσωτερικό της χώρας εν συνόλω, ενώ θα έχει θετικά αποτελέσματα στη μείωση των εισαγωγών και την ενίσχυση των εξαγωγών.
Η ανάγκη κλαδικής και βιομηχανικής πολιτικής
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προσδίδει στη μελέτη το γεγονός ότι περιλαμβάνει συγκεκριμένες θέσεις πάνω στο θέμα της κλαδικής και βιομηχανικής πολιτικής. Η κλαδική αυτή πολιτική στηρίζεται σε δύο βασικούς άξονες. Ο πρώτος άξονας αφορά την κλαδική κατανομή μιας συνολικής αύξησης της ζήτησης, στον βαθμό που παρότι οι καπιταλιστικές κρίσεις δεν είναι κρίσεις υποκατανάλωσης χωρίς ένα σοκ ζήτησης για τόνωση απασχόλησης δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος από τον φαύλο κύκλο της λιτότητας, της ύφεσης και της ανεργίας. Εδώ η μελέτη περιλαμβάνει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία καθώς στηρίζεται στις επεξεργασίες που έχει κάνει ο Θ. Μαριόλης, χρησιμοποιώντας ένα σραφιανό μοντέλο, για το πώς συμπεριφέρονται διαφορετικοί κλάδοι σε αυξήσεις της ζήτησης. Με αυτόν τον τρόπο εντοπίζουν κλάδους στους οποίους πρέπει να ενισχυθεί η κρατική δαπάνη, κλάδοι στους οποίους πρέπει να αυξηθούν οι εξαγωγές και κλάδοι στους οποίους πρέπει να τονωθούν οι επενδύσεις.
Ο δεύτερος άξονας με σαφήνεια αναφέρεται στην ανάγκη μιας βιομηχανικής πολιτικής με έμφαση στην υποκατάσταση εισαγωγών και την ανάπτυξη τόσο του πρωτογενούς τομέα όσο και κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτό προϋποθέτει κύρια δράση του δημόσιου τομέα, ξεκινώντας από τις δυνατότητες που δίνει το υπαρκτό σημερινό σύμπλεγμα «βαριάς βιομηχανίας» του δημοσίου, που περιλαμβάνει τα ναυπηγεία, την ΕΛΒΟ, τα ΕΑΣ και τη Λάρκο.
Από εκεί και πέρα, ορθά η μελέτη εντοπίζει και την ανάγκη να υπάρξει ως αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας εξόδου από την κρίση η πλήρης επαναφορά και ανάκτηση των βασικών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων που στην περίοδο της κρίσης πρακτικά απαξιώθηκαν.
Συνολικά, έχουμε να κάνουμε με μια σοβαρή πρόταση, που στηρίζεται σε μια σημαντική προεργασία την οποία έχει κάνει η ομάδα του ΕΔΕΚΟΠ (κάτι που μπορεί να δει κανείς και εάν μελετήσει τις επιμέρους επεξεργασίες διαφόρων μελών του) και που δεν διστάζει να μιλήσει για τους πραγματικούς κινδύνους. Δεν είναι απλώς μια τεχνική πρόταση αλλά κομμάτι ενός πολιτικού σχεδίου, ενώ σαφώς εντάσσεται σε μια λογική ταξικού ανταγωνισμού, καθώς, όπως έκανε σαφές και στην παρουσίαση ο Κώστας Λαπαβίτσας, είναι μια πρόταση που αφορά τις δυνάμεις της εργασίας ενάντια στις δυνάμεις του κεφαλαίου και προϋποθέτει τη συγκρότηση ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου σε αυτή τη βάση που να διεκδικήσει και την κυβερνητική εξουσία στο όνομα της εκπροσώπησης ακριβώς αυτών των λαϊκών συμφερόντων.
Οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει μια πορεία ρήξης
Μελέτες σαν κι αυτή πρέπει να τις δούμε ως αφετηρίες και όχι ως ολοκληρωμένα προγράμματα. Όχι γιατί δεν είναι επαρκείς –κάθε άλλο– αλλά γιατί η διαδικασία της ρήξης θα είναι μια σύνθετη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση και όχι απλώς μια αλλαγή νομίσματος.
Η πρώτη πρόκληση είναι ότι η διαδικασία της νομισματικής αλλαγής θα απαιτήσει μια ισχυρή άσκηση δημόσιου και κρατικού ελέγχου σε πολύ σημαντικούς κλάδους. Από τον τραπεζικό κλάδο, που πρακτικά θα πρέπει να εθνικοποιηθεί, μέχρι κρίσιμες υποδομές (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, φαρμακοβιομηχανίες) τα μέτρα που θα ληφθούν αντικειμενικά θα έχουν χαρακτήρα μεγάλης σύγκρουσης με τα ιδιωτικά κεφάλαια τα οποία δραστηριοποιούνται εκεί. Για παράδειγμα, εάν χρειάζεται να ασκηθεί ενεργειακή πολιτική, ο συντονισμός και η αξιοποίηση κάθε μέσου για να μειώνεται η ενεργειακή εξάρτηση δεν θα μπορεί να γίνει με τους σημερινούς όρους του άθλιου και προνομιακού για τους ιδιώτες συστήματος, αλλά με δημόσιο έλεγχο του συνόλου των ενεργειακών μονάδων (από τα διυλιστήρια μέχρι τα αιολικά πάρκα). Μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί προετοιμασία, διαμόρφωση των κατάλληλων θεσμικών βημάτων και ετοιμότητα για αντιμετωπιστούν κάθε λογής προσπάθειες υπονόμευσης.
Η δεύτερη πρόκληση είναι ότι η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στο νέο νόμισμα θα είναι μια πολιτική και όχι «οικονομική» μάχη. Η κλίμακα στην οποία θα έχουμε συνθήκη διπλής κυκλοφορίας, το εάν και το πώς θα επιβληθούν περιορισμοί στις αυξήσεις τιμών, το εάν θα γίνει γρήγορα η μαζική απόσυρση των κυκλοφορούντων με τη μορφή χαρτονομίσματος ευρώ, όλα αυτά θα απαιτήσουν όντως λαϊκή κινητοποίηση και μια κοινωνία που θα θεωρεί ότι η χρήση της δραχμής είναι κομμάτι μιας συλλογικής διαδικασίας ανατροπής και μετασχηματισμού στην οποία συμμετέχει.
Η τρίτη πρόκληση αφορά τις σχέσεις με την Ε.Ε. Η έξοδος από το ευρώ με όρους άσκησης κυριαρχίας θα σημαίνει εκ των πραγμάτων μια χωρίς προηγούμενο ρήξη με το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, ξεκινώντας από την άρνηση όλου του πλαισίου επιτήρησης που συνδέεται με τη θεσμική υπόσταση του ευρωσυστήματος. Την ίδια στιγμή, η έξοδος σε συνδυασμό με την παύση πληρωμών στο χρέος προφανώς και θα σημάνει με σχεδόν αυτόματους όρους το τέλος όλων των μεταβιβάσεων προς την Ελλάδα, πράγμα που θα σημαίνει και τέλος στις εκταμιεύσεις για τα προγράμματα του ΕΣΠΑ και τις επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Είναι επίσης πιθανό να υπάρξουν αξιώσεις από τη μεριά της Ε.Ε. ή της ΕΚΤ, όπως έδειξε και η φιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω από το ευρωπαϊκό σύστημα εκκαθάρισης συναλλαγών TARGET2. Όλα αυτά, εκ των πραγμάτων θα επιταχύνουν και μια συνολικότερη διαδικασία εξόδου από την Ε.Ε., η οποία όσο πιο ξεκάθαρη είναι ως πολιτική βούληση εξαρχής τόσο το καλύτερο. Είναι σαφές ότι η έξοδος από το ευρώ είναι ένα άμεσο βήμα, ενώ η αποδέσμευση μια σύνθετη διαδικασία, ακόμα και εκεί όπου δεν τίθεται υπό αίρεση η απόφαση, όπως δείχνει το παράδειγμα της Βρετανίας. Περιλαμβάνει και την αποκρυστάλλωση των όρων της ρήξης και πολιτικές αποφάσεις και ξαναγράψιμο του ελληνικού θεσμικού πλαισίου σε όλο το ιδιαίτερα εκτεταμένο φάσμα πλευρών της ζωής μας που ρυθμίζονται από το ευρωπαϊκό δίκαιο και «κεκτημένο». Για όλα αυτά χρειάζεται έγκαιρη και σοβαρή προεργασία. Αλλά το σίγουρο είναι ότι μιλάμε για μια συνολική διαδικασία ρήξης και αποδέσμευσης από την Ε.Ε. Με αυτή την έννοια, είναι προτιμότερο να τίθεται το σύνολο της κατεύθυνσης, από την άμεση έξοδο από το ευρώ μέχρι την αποδέσμευση, εξαρχής ως πολιτική κατεύθυνση. Έξοδος από το ευρώ με παραμονή στην Ε.Ε. για την Ελλάδα δεν είναι εφικτή με όρους πραγματικά φιλολαϊκούς.
Η τέταρτη πρόκληση και ίσως από τις πιο κρίσιμες αφορά το παραγωγικό μοντέλο αλλά και την ταξική διαπάλη γύρω από αυτό. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την εγχώρια «επιχειρηματικότητα» να βάζει πλάτη σε αυτή την πολιτική. Το ακριβώς αντίθετο, έχει συνδέσει την αναπαραγωγή της με την πρόσδεση στο ευρώ και τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επομένως, θα είναι εχθρική και θα προσπαθήσει να υπονομεύσει αυτή τη διαδικασία, αξιοποιώντας και τις προσβάσεις της στον κρατικό μηχανισμό (π.χ. στο δικαστικό σώμα). Όμως πέραν αυτού, η ίδια η κλαδική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνει όλα τα αποτελέσματα της πρόσδεσης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Αυτό δεν πρέπει να το δούμε μόνο με όρους αποβιομηχάνισης ή πραγματικών ελλειμμάτων ανταγωνιστικότητας ή παραγωγικότητας ούτε μόνο ως επένδυση σε κλάδους που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές. Το ελληνικό κεφάλαιο κατεξοχήν εναρμονίστηκε με ένα μοντέλο προσαρμοσμένο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που μπορεί για το ίδιο να σήμαινε σχετική αναβάθμιση, όμως σήμαινε και όρους ένταξης εξαιρετικά άνισους σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε., καθώς και ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων και υποχώρηση άλλων. Στην πραγματικότητα, μαζί με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις είχαμε και ένα στοιχείο αποδιάρθρωσης της συλλογικής παραγωγικής ικανότητας, όχι μόνο με την έννοια των κλαδικών κατευθύνσεων αλλά και των δεξιοτήτων που σχετίζονται με κρίσιμες παραγωγικές δραστηριότητες. Μια οικονομία που στρέφεται πρωτίστως στις υπηρεσίες, που προσανατολίζει την οικονομική της δραστηριότητα με βάση τις διαθέσιμες δράσεις του ΕΣΠΑ, που στην καλύτερη περίπτωση παράγει εμπορεύσιμες ψηφιακές εφαρμογές τύπου Taxibeat δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση του άλλου δρόμου. Ακόμα χειρότερα, σε μια τέτοια οικονομία σύντομα τα αποτελέσματα οικονομικής μεγέθυνσης που θα φέρει ο συνδυασμός ανάμεσα στο εθνικό νόμισμα, την αύξηση της δημόσιας δαπάνης και την υποτίμηση θα εξαντληθούν, είτε μέσα από την πίεση για καταφυγή στις εισαγωγές είτε μέσα από τη διάχυτη αίσθηση ότι δεν μπορούν να καλυφθούν με προσιτούς όρους οι βασικές κοινωνικές ανάγκες.
Στο σημείο αυτό ας σταθούμε λίγο περισσότερο. Μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στη διαμόρφωση μιας καλύτερης μακροοικονομικής συνθήκης ή στην άμεση τόνωση της ζήτησης, όσο σημαντική κι αν είναι αυτή, ιδίως στην αρχική προσπάθεια γενναίας αύξησης της απασχόλησης. Χρειάζεται, και μάλιστα εξαρχής, τις παρεμβάσεις που αφορούν την ίδια την παραγωγική διαδικασία. Αυτό δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς σε στοχευμένες κλαδικές ενισχύσεις, ακριβώς επειδή δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τις δυνάμεις του κεφαλαίου ότι θα αναλάβουν το έργο της παραγωγικής ανασυγκρότησης, αλλά και γιατί κατά βάση και δεν μπορούν και δεν θέλουν να το κάνουν. Πολύ περισσότερο, από τη στιγμή που αυτό απαιτεί και ένα στοιχείο γνώσης, μελέτης, ανάλυσης των παραγωγικών δυνατοτήτων, εξέταση με ένα συνολικό τρόπο όχι μόνο της χρηματοδότησης αλλά και του παραγωγικού μοντέλου, της αναγκαίας τεχνολογίας, των δεξιοτήτων, της διάρθρωσης των ειδικοτήτων, των παραγωγικών σχέσεων.
Αν πάμε και ένα βήμα παραπέρα, εάν δούμε τη διαδικασία ρήξης με την Ε.Ε. ως μια αλλαγή δρόμου, είναι σαφές ότι αυτό θα απαιτήσει και πραγματικές τομές και ανατροπές στις καταναλωτικές πρακτικές, επαναπροσδιορισμό του τι αποτελεί όντως «κοινωνική ανάγκη» (η αλλαγή κινητού τηλεφώνου κάθε χρόνο ή το σύστημα υγείας;), θα οδηγήσει σε μια συζήτηση για το τι σημαίνει «βιωσιμότητα» και αναμφίβολα θα επαναφέρει διαρκώς την οικολογική διάσταση. Αντίστοιχα, θα σημάνει και διαφορετικούς τρόπους να βλέπουμε τομείς. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι σημαντική η επάρκεια σε φάρμακα ή σε εξοπλισμό, αλλά μεσοπρόθεσμα πολύ μεγαλύτερο όφελος θα φέρει η έμφαση στην πρόληψη, η επέκταση της πρωτοβάθμιας υγείας, η αλλαγή διατροφικού προτύπου και τρόπου ζωής, πράγματα δηλαδή που δεν έχουν να κάνουν με τις υποδομές αλλά πολύ περισσότερο με τον τρόπο που βλέπουμε την ίδια την υγεία.
Για να δώσουμε μερικά παραδείγματα: μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί παρά να έχει βασικούς πυλώνες τον δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις υπό εργατικό έλεγχο. Ειδικά οι τελευταίες θα είναι αναντικατάστατες και οι θεσμικές τομές που θα επιτρέπουν επιχειρήσεις υπερχρεωμένες ή που έχουν κλείσει να περνάνε στα χέρια των εργαζομένων θα πρέπει εξαρχής να τεθούν, εάν θέλουμε να υπάρξει επανεκκίνηση σημαντικών κλάδων που να μπορούν να συμβάλουν και στην υποκατάσταση εισαγωγών. Ούτε μπορεί να μπει μπροστά μια τέτοια διαδικασία χωρίς κατοχύρωση θεσμών δημοκρατικού συμμετοχικού σχεδιασμού. Η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, και ο στόχος της διατροφικής επάρκειας, δεν μπορεί να περιοριστεί στις εθνικά εγγυημένες τιμές και επιδοτήσεις, αλλά χρειάζεται και τη διαμόρφωση ενός νέου συνεταιριστικού προτύπου, που να επιτρέπει καλύτερη αξιοποίηση πόρων και γνώσεων, καθώς και νέες πρακτικές άμεσης πρόσβασης στους καταναλωτές.
Μια δημόσια ανώτατη εκπαίδευση που δεν θα εξαρτάται από τις ευρωπαϊκές ερευνητικές χρηματοδοτήσεις αλλά από τη δημόσια χρηματοδότηση θα μπορούσε να αποκτήσει πολύ πιο οργανικούς δεσμούς με το δημόσιο και τον αυτοδιαχειριζόμενο τομέα της οικονομίας, να προσανατολίσει προς τα εκεί την παραγωγή γνώσεων, να συμβάλει στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων του συλλογικού εργαζομένου μέσα από διαδικασίες δημοκρατικές και συμμετοχικές ως προς τη συζήτηση και την ιεράρχηση. Όπως χρειαζόμαστε και πρωτότυπες μορφές έρευνας και κοινής δουλειάς αγωνιστών και ερευνητών για να αξιοποιηθεί η γνώση και ο πειραματισμός που συχνά αναδεικνύεται μέσα από τα ίδια τα κινήματα. Μια δημόσια διοίκηση που θα πρέπει να εγγυάται την οριοθέτηση των δημόσιων αγαθών και των «κοινών» αλλά και να λειτουργεί ως χώρος συλλογικής σκέψης και γνώσης για τον άλλο δρόμο.
Και προφανώς θα χρειαστούν, εξαρχής, εκτεταμένες εθνικοποιήσεις στο μεγαλύτερο μέρος των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, άρα και πολιτική και θεσμική προεργασία για το πώς μπορεί να γίνει αυτό. Ακόμα και τομείς που ήδη έχουν υποδομές και λειτουργούν θα χρειαστούν αναπροσαρμογή, όπως ο τουρισμός, εάν θέλουμε να αποφύγουμε την τουριστική μονοκαλλιέργεια και να έχουμε σταδιακό πέρασμα σε πολύ πιο ήπιες μορφές.
Τέλος, η οικολογική διάσταση σε όλα αυτά αποκτά κεντρική σημασία. Ο περιορισμός της ενεργειακής εξάρτησης δεν μπορεί να γίνει με την υπερεξάρτηση από τον λιγνίτη, με όλες τις επιπτώσεις που έχει αυτό. Ένα δημόσιο ενεργειακό σύστημα προφανώς και θα πρέπει κατεξοχήν να στραφεί στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας· αυτό χρειάζεται να γίνει σχεδιασμένα και χωρίς να υποβαθμίζονται περιοχές, αλλά προφανώς και τη συμμετοχή των ανανεώσιμων πρέπει να αυξήσουμε και τη συνολική ενεργειακή κατανάλωση να μειώσουμε. Το ίδιο ισχύει για την ανακύκλωση ή για ένα οικολογικά βιώσιμο σύστημα αγροτικής παραγωγής. Ούτε βεβαίως μπορούμε να φανταζόμαστε ένα εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης με το ΙΧ να κυριαρχεί στις μετακινήσεις.
Όλα αυτά δεν πρέπει να τα δούμε μόνο ως «οικονομική πολιτική». Προϋποθέτουν και θεσμικές ανατροπές, αλλά απαιτούν και ένα ισχυρό και ρωμαλέο κίνημα, καθώς πολλά από αυτά τα μέτρα θα συναντήσουν λυσσαλέα αντίδραση από τη μεριά των περισσότερων μερίδων του κεφαλαίου, ενώ και η ίδια η εφαρμογή τους θα απαιτήσει έντονη συμμετοχή, στράτευση, πολιτική ενεργοποίηση, την ίδια στιγμή που θα προϋποθέτει και τη γνώση, τη συσσωρευμένη εμπειρία και τη συλλογική επινοητικότητα των ίδιων των αγωνιστών. Κοινώς, πρέπει να βλέπουμε μπροστά μας μια διαδικασία όξυνσης των ταξικών συγκρούσεων και όχι μια ανέφελη πορεία προς την ανάπτυξη.
Και αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους και με το πολιτικό ζήτημα. Από διάφορες πλευρές, τέτοιες κατευθύνσεις αντιμετωπίζονται ως ένα πλέγμα αιτημάτων που με κάποιον τρόπο θα επιβάλουμε σε μια αστική κατεύθυνση να τα εφαρμόσει. Πέραν του ότι είναι ένα ερώτημα ποια αστική κυβέρνηση θα θελήσει να τα εφαρμόσει αυτά, είναι προφανές ότι μια τέτοια αλλαγή πορείας και το φάσμα των ταξικών συγκρούσεων που συνεπάγεται απαιτούν να έχουν τα ηνία της χώρας οι δυνάμεις της εργασίας. Εάν ένα τέτοιο μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων, μέσα από ένα πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, δεν μπορεί να ασκήσει πολιτική εξουσία, αυτό το πρόγραμμα δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Και για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: μέσα σε ένα τοπίο μεγάλων αλλαγών ως προς τις διεθνείς εξελίξεις και βαθιάς κρίσης της ευρωζώνης, όπου ενδεχόμενα που φαίνονταν απίθανα μπορεί να γίνουν εφικτά, όντως το ενδεχόμενο αστικές δυνάμεις να υποχρεώνονταν, από το βάθος της κρίσης, με μάλλον δυσμενείς όρους, να προχωρήσουν στην έξοδο από την ευρωζώνη, είτε προσωρινά είτε για βάθος χρόνου, είναι υπαρκτό και θα διαμόρφωνε νέα πεδία πρωτότυπων αντιφάσεων στα οποία θα μπορούσε να έχει σημαντική παρέμβαση η ριζοσπαστική αριστερά. Όμως, εάν μιλάμε για άλλο δρόμο και πραγματική εναλλακτική, αυτό απαιτεί να ασκούν την εξουσία οι κοινωνικές δυνάμεις που αυτός εκπροσωπεί.
Σημαίνει αυτό απλώς διεκδίκηση, για άλλη μια φορά, «αριστερής κυβέρνησης»; Όχι, γιατί είδαμε τα όρια μιας τέτοιας κατεύθυνσης. Στην πραγματικότητα, χρειάζεται να ξαναπιάσουμε το νήμα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Όχι με την έννοια του να πούμε ότι η λύση θα είναι μια κλασική εξεγερσιακή ακολουθία που στοιχειώνει τη σκέψη της αριστεράς από τον Οκτώβρη του 1917. Αλλά με την έννοια ότι εξαρχής μια τέτοια κατεύθυνση, ακόμα και αν έχει εκκίνηση την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας μέσα από εκλογές, απαιτεί στην πραγματικότητα μια σύγχρονη εκδοχή δυαδικής εξουσίας που να περιλαμβάνει τις θεσμικές πρωτοβουλίες «από τα πάνω», συμπεριλαμβανομένης εξαρχής μιας «Συντακτικής Διαδικασίας» η οποία να επιτρέψει την άσκηση πολιτικής με όρους αμφισβήτησης πλευρών των καπιταλιστικών σχέσεων και να διαμορφώσει νέα εκτεταμένα και επεκτεινόμενα πεδία πολιτικής συμμετοχής και πολιτικοποίησης των εργατικών τάξεων, με την αυτόνομη ανάπτυξη κινημάτων, διεκδικήσεων, συγκρούσεων και πειραματισμών. Για να φέρουμε ένα παράδειγμα, το σύνταγμα που θα κατοχυρώνει νέες μορφές συμμετοχικής δημοκρατικής διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής και που θα διευρύνει την έννοια του δημόσιου συμφέροντας ως προς την απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων θα χρειάζεται και το ισχυρό κίνημα που θα πολλαπλασιάζει τα πειράματα τύπου ΒΙΟΜΕ για να μπορεί να έρθει ως επιστέγασμα των αγώνων και ως νόμος που θα διευκολύνει τον εργατικό έλεγχο στις επιχειρήσεις.
Μια τελευταία πρόκληση αφορά τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Η αποδέσμευση της χώρας από τον ευρωατλαντικό άξονα (συμπεριλαμβανομένου και του ΝΑΤΟ) θα δώσει άλλες δυνατότητες και στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων, ενώ θα ακυρώσει δεσμεύσεις που μας καθιστούσαν μέρος του προβλήματος σε αρκετές περιπτώσεις. Ακόμα και αν εκτιμήσει κανείς όξυνση «εντάσεων» ως αντίδραση των ιμπεριαλιστικών κέντρων σε μια άλλη, ανεξάρτητη πορεία της χώρας, ωστόσο σε έναν κόσμο περισσότερο πολυπολικό θα υπάρχουν δυνατότητες να αποφευχθεί η απομόνωση, την ίδια στιγμή που η ύπαρξη μιας κοινωνίας αγωνιζόμενης για τον μετασχηματισμό θα συνιστά και την καλύτερη απάντηση στις όποιες προκλήσεις.
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά επαναφέρουν το ζήτημα μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής προοπτικής. Γιατί σε πείσμα μιας θεωρίας σταδίων που από διάφορες πλευρές επανέρχεται, ο σοσιαλισμός, ως διαδικασία μετάβασης, συγκρούσεων, πειραματισμών, δεν είναι κάτι από το μέλλον μετά την έλευση της ανάπτυξης, αλλά το συνεκτικό νήμα των ρήξεων, των μετασχηματισμών και του μεταβατικού προγράμματος εξαρχής.
Όλα αυτά απαιτούν να ξαναδούμε και το συλλογικό υποκείμενο του μετασχηματισμού. Η ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας απαιτεί και τον επαναπροσδιορισμό του λαού. Απέναντι στην ανύπαρκτη ευρωπαϊκή «κοινωνία των πολιτών» και τους κινδύνους από την παλινδρόμηση σε μια σύλληψη του έθνους με όρους κοινής καταγωγής ή κουλτούρας ή ακόμα χειρότερα θρησκείας, στην οποία επενδύει η ακροδεξιά, η έννοια του λαού που χρειαζόμαστε δεν μπορεί παρά να είναι μεταεθνική και μεταποικιακή, να λαμβάνει υπόψη ότι τα λαϊκά στρώματα περιλαμβάνουν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι που δεν ανήκει στο «ελληνικό έθνος», να οικοδομεί τις νέες μορφές αγωνιζόμενης λαϊκής ενότητας με όρους κοινού αγώνα και κοινών συμφερόντων, να προσαρμόζει τις δημοκρατικές πολιτικές μορφές σε αυτή την πραγματικότητα, να αντιπαλεύει τα διαλυτικά αποτελέσματα του ρατσισμού, αλλά και να οικοδομεί σε αυτή τη βάση τους όρους ενός ανώτερου διεθνισμού με αφετηρία τη ρήξη με την «παγκοσμιοποίηση».
Όλα αυτά όμως απαιτούν και μια άλλη κατάσταση στην κοινωνία και αυτό που τείνουμε να ονομάζουμε ριζοσπαστική αριστερά. Δεν αναφέρομαι μόνο στα χνάρια μιας ήττας που διαλύει την ελπίδα και αποδιαρθρώνει τη σκέψη των ανθρώπων (ιδίως όταν πρέπει να αντιπαλεύουν και την αποδιάρθρωση της σφραγισμένης από την επισφάλεια ζωής τους). Αναφέρομαι και σε όλες τις πολιτικές και θεωρητικές ευκολίες, όλη τη συλλογική απρονοησία για την επεξεργασία της εναλλακτικής, όλη τη σπατάλη χρόνου και δυνάμεων στη «διαμόρφωση μικροσυσχετισμών». Το ίδιο ισχύει και σε οποιαδήποτε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η ρήξη με το ευρώ ως «σημαία ευκαιρίας», χωρίς βάθος και χωρίς περιεχόμενο, όπως και σε κάθε προσπάθεια το αναγκαίο μέτωπο να οριστεί πρωτίστως με όρους εκλογικής επιβίωσης και όχι πολιτικού σχεδίου για τον άλλο δρόμο. Το μέτωπο ή θα είναι το εργαστήρι που θα αναλάβει –αποτελώντας το ίδιο ένα πείραμα δημοκρατικής συμμετοχής και συζήτησης και μάθησης από την καθημερινή αγωνιστική εμπειρία– να παραγάγει συλλογικά το σχέδιο του άλλου δρόμου ή θα παραμείνει εντός ενός τρόπου άσκησης πολιτικής που όχι μόνο φαλκιδεύει τη δυνατότητα να αναμετρηθεί η ριζοσπαστική αριστερά με το ερώτημα της εξουσίας αλλά και εγγυάται σε μεγάλο βαθμό και τον μετέπειτα συμβιβασμό και την καθυπόταξή της.
Ότι υπάρχουν πλήθος άνθρωποι, αγωνίστριες και αγωνιστές που έχουν και αγωνιστικότητα και κινηματική εμπειρία και πραγματική ιδεολογική αναζήτηση, άνθρωποι που η ζωή τους άλλαξε μέσα από την εμπλοκή τους στις τεράστιες μάχες μιας προηγούμενης περιόδου, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Όπως δυστυχώς αναμφισβήτητο είναι ότι αυτό το δυναμικό δυσπιστεί απέναντι στις προτάσεις κλασικής πολιτικής συγκρότησης, θεωρεί ότι όλες οι παραλλαγές ριζοσπαστικής αριστεράς αποτελούν μέρος του προβλήματος και παραμένει βαθιά απαισιόδοξο, προτιμώντας να γεμίσει την Αλκυονίδα αλλά όχι τη μία ή την άλλη «κομματική» εκδήλωση. Χωρίς μια τομή στο πώς αντιλαμβανόμαστε και το πώς συζητάμε, το πώς κάνουμε πολιτική, το πώς συγκροτούμαστε, η ρήξη θα παραμένει θεωρητική δυνατότητα αλλά όχι ενεργή ιστορική δυναμική.
Ευτυχώς, μελέτες σαν κι αυτές του ΕΔΕΚΟΠ, με όλα τα ελλείμματα που ενδέχεται να έχουν ή και με όλα τα ανοιχτά θεωρητικά ζητήματα που ανοίγουν, κινούνται στην αντίπαλη κατεύθυνση. Εμβαθύνουν, επεξεργάζονται, προτείνουν συγκεκριμένα βήματα, ανοίγουν τη συλλογική συζήτηση. Ως τέτοιες είναι παραπάνω από καλοδεχούμενες ακριβώς γιατί δείχνουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε.