Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος σκηνοθέτησε τις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη με έναν από τους πιο αξιόλογους και απολαυστικούς θιάσους στο φετινό Ελληνικό Φεστιβάλ. Έργο από τα πιο «δύσκολα» του αρχαίου κωμωδιογράφου, όσον αφορά το ενδιαφέρον που μπορεί να προκαλέσει στον σύγχρονο θεατή, καθώς πολύ μεγάλο κομμάτι της ουσίας του μας διαφεύγει σήμερα. Το τελετουργικό και το μυθικό υπόστρωμα –η γιορτή των Θεσμοφορίων και η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη με τον συνακόλουθο οδυρμό της Δήμητρας– πάνω στα οποία στηρίζεται η πλοκή, με τα βίας διακρίνονται, ενώ η ιστορική στιγμή που παρουσιάστηκε –τον καιρό της κατάλυσης της δημοκρατίας από τους ολιγαρχικούς πραξικοπηματίες του 411π.Χ.– επίσης μένει ασχολίαστη στο κείμενο. Αντίθετα εκείνο που προβάλλεται ως κεντρικό θέμα είναι μια μάλλον «συμπαθητική» διαπόμπευση του Ευριπίδη και η παρώδηση ορισμένων έργων του στην πλειονότητά τους μάλιστα μη σωζόμενα.
Τις μέρες της γιορτής των Θεσμοφορίων οι γυναίκες της Αθήνας, τηρώντας το έθιμο, καταλαμβάνουν την πόλη και επιδίδονται σε ανδρικές δραστηριότητες, όπως η επιδίκαση υποθέσεων που αφορούν τα κοινά. Στην πρώτη κιόλας Συνέλευση του Δήμου κατηγορούμενος είναι ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης, ο οποίος έχει στοχοποιηθεί από το αδύναμο φύλο γιατί μέσα από τις τραγωδίες του δυσφημίζει τις γυναίκες. Εκείνος φοβούμενος τα χειρότερα (μια καταδίκη του σε θάνατο είναι πολύ πιθανή) έχει φροντίσει να στείλει στη Συνέλευση μεταμφιεσμένο σε γυναίκα έναν εξ αγχιστείας συγγενή του, τον Μνησίλοχο, προκειμένου να εκτελέσει χρέη πράκτορα και να τον κρατήσει ενήμερο για την πορεία της δίκης. Το σχέδιο κατασκοπίας για να υλοποιηθεί χρειάζεται, ωστόσο, εκτός από το υπέρμετρο θάρρος και την αυτοθυσία του Μνησίλοχου, την πλούσια γκαρνταρόμπα του «γυναικωτού» ποιητή Αγάθωνα, ο οποίος διέθεσε τα γυναικεία ενδύματα της μεταμφίεσης. Η κωμωδία στο πρώτο μέρος της αφού παρώδησε τα όσα συνέβαιναν σε μια Συνέλευση του Δήμου, κι αφού αποκαλύφθηκε η απάτη του συγγενή, προχώρησε στο δεύτερο μέρος, στις σκηνές, δηλαδή, διάσωσής του από τα χέρια των δεσμωτών του. Ο Ευριπίδης, ηθικά υπεύθυνος για την ομηρεία του Μνησίλοχου, αναλαμβάνει να τον απελευθερώσει κάθε φορά που εκείνος καλεί σε βοήθεια. Ο τρόπος διάσωσης που χρησιμοποιείται είναι τα διάφορα τρικ και τα εφέ παρμένα από τα ευριπίδεια έργα, τα οποία όμως αποδεικνύονται εντελώς αναποτελεσματικά για να εφαρμοστούν στην πραγματικότητα. Μετά από μερικές αποτυχημένες απόπειρες η λύση, αν και καθόλου θεατρική ή ευφάνταστη, έρχεται εύκολα και χωρίς καθυστερήσεις: δια της απλής διαλλαγής, συμφωνείται ανάμεσα στον Ευριπίδη και τις διώκτριες γυναίκες να μη τις ξανακακολογήσει μέσα από τις τραγωδίες του. Έτσι η κωμωδία τελειώνει με μια σκηνή εξαπάτησης του Σκύθη τοξότη που φυλάει τον Μνησίλοχο. Επιστρατεύεται μια νεαρή χορεύτρια να του αποσπάσει την προσοχή κι ο συγγενής επιτέλους καταφέρνει να το σκάσει για το σπίτι του. Στην πόλη της Αθήνας επικρατεί και πάλι η ηρεμία, η τάξη και η ασφάλεια, όπως συμβαίνει με το πέρας κάθε κωμωδίας.
Έχοντας λοιπόν στο μυαλό μας αυτή την «ανώδυνη» από κάθε άποψη πλοκή των Θεσμοφοριαζουσών, εύλογα γεννιέται το ερώτημα γιατί ένας σύγχρονος σκηνοθέτης να θελήσει να ανεβάσει μια τέτοια επίφοβη ως προς το ενδιαφέρον της παράσταση; Ο Θεοδωρόπουλος μοιάζει να πήρε το ρίσκο και να απάντησε στο ερώτημα ως εξής: μα για την άδολη και ανόθευτη απόλαυση του κωμικού. Αυτή μάλιστα η θέση του ενισχύθηκε από την επιλογή να μείνει μακριά από οποιαδήποτε λαϊκότροπη διατύπωση ενός επιθεωρησιακού λόγου, τόσο συνηθισμένου στα ανεβάσματα του Αριστοφάνη σήμερα, με ή χωρίς πολιτικό πρόσημο. Προτίμησε να αξιοποιήσει –τις περισσότερες φορές με ιδιαίτερη επιτυχία– διάφορα κωμικά τεχνάσματα παρμένα από τη μακρά παράδοση της κωμωδίας, σα μια βαλβίδα εκτόνωσης των θεατών, οι οποίοι με τη σειρά τους έδειξαν μεγάλη ετοιμότητα και διάθεση να ανταποκριθούν στο γλαφυρό κάλεσμα της σκηνής.
Με την ίδια διάθεση δούλεψε και ολόκληρη η ομάδα των συντελεστών προσφέροντας στο εύρυθμο και κωμικό αποτέλεσμα. Πολύ καλοί όλοι οι ηθοποιοί Μάκης Παπαδημητρίου, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Γιώργος Παπαγεωργίου,ΓιώργοςΧρυσοστόμου, Νάντια Κοντογιώργη, Άνδρη Θεοδότου, Μαρία Κατσανδρή και Ελένη Ουζουνίδουεπιβεβαίωσαν για άλλη μια φορά τη φήμη τους. Πέρα όμως από κάθε προσδοκία καλές ήταν οι κοπέλες του χορού, που ενώ κλήθηκαν να δουλέψουν πάνω σε μουσική (Νίκος Κυπουργός) και χορογραφίες (Σεσίλ Μικρούτσικου) όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακές, πρόσφεραν αποτέλεσμα συνόλου και κράτησαν σε υψηλό επίπεδο την ενέργεια της σκηνής. Αξίζει να αναφερθούν τα ονόματά τους: Βαλέρια Δημητριάδου, Ειρήνη Μακρή, Κατερίνα Μαούτσου, Ίριδα Μάρα, Φραγκίσκη Μουστάκη, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Σαρρή, Νατάσα Σφενδυλάκη, Αντιγόνη Φρυδά.
Ένα ευχάριστο ξάφνιασμα ήταν και η επιλογή των κοστουμιών που παρέπεμπαν κατά κάποιον τρόπο στον Απόλλωνα και την Αθηνά, τις κούκλες μασκώτ των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 (Άγγελος Μέντης). Αντίθετα τα σκηνικά (Μαγδαληνή Αυγερινού) ήταν μάλλον πολύ μικρά και αδύναμα για να υπάρξουν στις ορχήστρες των ανοικτών θεάτρων. Τα σπιτάκια της Αθήνας φτιαγμένα σαν παιδικές τέντες, έμοιαζαν προχειροκατασκευές και σκηνικά από άλλης ποιότητας παράσταση. Μια εντύπωση που δεν μετριάστηκε ούτε από τους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη. Κι αν απ’ όσα συζητήθηκαν παραπάνω δεν φάνηκε κάτι που να ξεπέρασε αισθητά το σύνολο, αυτό συνέβη επειδή άφησα για το τέλος την αναφορά μου στο μεγάλο ατού αυτής της παράστασης που ήταν η μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα.
Ναταλί Μηνιώτη
Διδάκτωρ Θεατρολογίας
minatali3@gmail.com