Η αυτοκτονία εργαζομένου στην γαλακτοβιομηχανία Δέλτα στο εργοστάσιο στο Πλατύ της Ημαθίας δεν είναι η πρώτη αυτοκτονία στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα ψυχολογικής εργοδοτικής βίας. Η εργοδοσία προκειμένου να υλοποιήσει τα σχέδιά της για το κλείσιμο του εργοστάσιου και την μεταφορά της παράγωγής του στο εξωτερικό ανακοίνωσε πρόγραμμα «εθελούσιων» απολύσεων, με ασφυκτικά μάλιστα χρονοδιαγράμματα, για να εντείνει τον εκβιασμό, αξιοποιώντας όλο το αντεργατικό οπλοστάσιο της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Αφηγούνται οι συνάδελφοι του για τον εργάτη: «Την Τρίτη το μεσημέρι ο Β. όπως και όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, είχαν έρθει σε τρομερή πίεση καθώς σκεφτόμασταν όλοι τι θα κάνουμε και αν θα δεχτούμε την εθελουσία ή να συνεχίσουμε τον αγώνα μας. Ο Β. τελικά δέχτηκε να υπογράψει την εθελουσία. Την επόμενη μέρα το μετάνιωσε και πήγε στην εταιρία, ζητώντας τους αναιρέσει την υπογραφή του, κάτι που δεν κατάφερε αφού το συμβόλαιο της εθελουσίας ήταν δεσμευτικό». Η συνέχεια ήταν ο εργαζόμενος να βρεθεί από τους γονείς του μετά από λίγο κρεμασμένος.
Η αυτοκτονία του εργαζόμενου στην ΔΕΛΤΑ δεν είναι η πρώτη που καταγράφεται. Το 2014 Είχε προηγηθεί η αυτοκτονία του εργαζομένου στα Praktiker Στέφανου Βαλαβάνη. Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα ενός πογκρόμ που είχε εξαπολύσει η εταιρία ενάντια στους εργαζόμενους με στόχο να τους αναγκάσει σε υπογραφή ατομικών συμβάσεων με μειώσεις μισθών, αλλά και οικειοθελείς παραιτήσεις. Αυτό το επιδίωκε με τρόπους που είχαν να κάνουν με την εντατικοποίηση της εργασίας, τις απολύσεις, τις γραπτές επιπλήξεις για ασήμαντους λόγους και πολλά άλλα. Στην περίπτωση του Στέφανου Βαλαβάνη η εργοδοσία αξιοποίησε ένα ακόμα μέσο. Αξιοποίησε κάποιες θολές «καταγγελίες» για κλοπή απειλώντας τον εργαζόμενο ότι αν δεν παραιτηθεί θα διωχθεί δικαστικά. Η συνέχεια για τον εργαζόμενο είναι γνωστή και τραγική, παραιτήθηκε υπό καθεστώς πίεσης και μην αντέχοντας την ανεργία και τον εξευτελισμό έδωσε τέλος στη ζωή του.
Τα δυο αυτά περιστατικά έστω και με αυτή την χρονική απόσταση σηματοδοτούν άραγε ότι το φαινόμενο της France Telecom ή της Foxconn στην Κίνα με τις μαζικές αυτοκτονίες εργαζομένων μπορεί να επαναληφθεί και στην Ελλάδα; Υπάρχουν οι όροι, οικονομικοί, κοινωνικοί και νομικοί για να δίνεται η δυνατότητα στην εργοδοσία να ασκεί εκείνη την ψυχολογική βία που θα καθιστά τον εργαζόμενο ανήμπορο να αντιδράσει και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες να τον οδηγήσει τελικά στην αυτοκτονία;
Με απόλυτο τρόπο απαντάμε πως ναι υπάρχουν. Ας δούμε όμως εκείνους του μηχανισμούς που η εργοδοσία της ιδιωτικοποιημένης France Telecom χρησιμοποίησε και να συγκρίνουμε ομοιότητες με τις περιπτώσεις των δυο εργαζομένων που έδωσαν τέλος στην ζωή τους.
Μέσα στη διετία 2008-2009, πάνω από 30 εργαζόμενοι της France Telecom αποπειράθηκαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους, με περισσότερους από τους μισούς τελικά να τα καταφέρνουν. Σχεδόν όλοι άφησαν πίσω τους σημειώματα στα οποία δικαιολογούσαν την απόφασή τους. Η επιδίωξη της εργοδοσίας ήταν σαφής, η πρώην κρατική και νυν ιδιωτικοποιημένη εταιρία έπρεπε «ξεφορτωθεί» χιλιάδες εργαζόμενους οδηγώντας τους στην παραίτηση με κάθε τρόπο. Για τον σκοπό αυτό οι προϊστάμενοι ξεκίνησαν να πιέζουν και να υποβαθμίζουν τους υπαλλήλους τους. Διαρκείς ανακατατάξεις, αυξημένος φόρτος εργασίας, υποβάθμιση των αρμοδιοτήτων τους, αλλαγή του αντικειμένου εργασίας τους ήταν μερικές από τις πρακτικές που εφάρμοζαν.
Στην δίκη που ξεκίνησε τον περασμένο Μάιο. Κάθισαν στο εδώλιο για «ηθική παρενόχληση» ο πρώην διευθύνων σύμβουλος, Ντιντιέ Λομπάρ και 6 στελέχη της «France Telecom» ως υπαίτιοι για 19 από τις αυτοκτονίες αυτές. Οι μαρτυρίες εργαζομένων ήταν συγκλονιστικές «Με καλούσαν στο γραφείο και μου φώναζαν επί 45 λεπτά χωρίς να καταλαβαίνω τον λόγο. Με έκαναν να νιώθω σαν σκουπίδι. Αυτό γινόταν σε καθημερινή βάση». Ειπώθηκε ακόμα πως η διοίκηση είχε προσλάβει ειδικούς ψυχολόγους για να κάνουν ιδιωτικές συζητήσεις με τους υπαλλήλους. Βασική τους αρμοδιότητά, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ήταν ο εντοπισμός των πιο αδύναμων χαρακτήρων. Αυτοί ήταν άλλωστε οι εν δυνάμει ευκολότεροι στόχοι. Τόσο οι ίδιοι οι ψυχολόγοι όσο και οι προϊστάμενοι, που εν τω μεταξύ λάμβαναν ενημέρωση, τους ασκούσαν ακόμη πιο μεθοδευμένα πίεση έως ότου να «λυγίσουν» και να πάρουν την απόφαση να φύγουν.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στα απόρρητα έγγραφα με τις οδηγίες που είχαν σταλεί στα διευθυντικά στελέχη υπήρχε ένα γράφημα με την προβλεπόμενη ψυχοσύνθεση των εργαζόμενων-στόχων. Σημείο αφετηρίας ήταν το αίσθημα σταθερότητας. Τα στάδια που ακολουθούσαν ήταν το «μούδιασμα», η άρνηση, ο θυμός, τα παρακάλια, η κατάθλιψη. Το τελευταίο θεωρητικά στάδιο ήταν η αποδοχή της κατάστασης και η παραίτηση η βάση δηλαδή που σε ευάλωτα άτομα περνά η ιδέα της αυτοκτονίας.
Το σύνδρομο των χαμογελαστών εργαζομένων και τα ανύπαρκτα μέσα προστασίας των εργαζομένων από την εργοδοτική ψυχολογική βία
Εκείνη η απερίγραπτη διευθύντρια προσωπικού στα Μy market που απολύθηκε για τον δεκάλογο του «χαμογελαστού εργαζόμενου» δεν περιέγραψε τίποτα περισσότερο από την καθημερινότητα των εργαζομένων και τον τρόπο που πρέπει να αντιλαμβάνονται την σχέση τους με την εταιρία. Μια σχέση πλήρους υποταγής αφού για τα 300 ευρώ περιμένουν έξω ουρές.
«Αν στα εργατικά ατυχήματα του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα είναι εύκολο να δούμε ως αίτιο τις συνθήκες εργασίας, τη μη τήρηση των κανόνων Υγείας και Ασφάλειας κ.λπ., στον τριτογενή τομέα, τα καταστροφικά αποτελέσματα των ψυχοφθόρων συνθηκών δεν είναι το ίδιο εύκολο να καταγραφούν», σημειώνει η κ. Καρακιουλάφη επίκουρος καθηγήτρια στο γνωστικό αντικείμενο «Κοινωνιολογία των Εργασιακών Σχέσεων» στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (ΔΕΣΕΔΩ ).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα διάφορα τηλεφωνικά κέντρα όπου, σύμφωνα με την ακαδημαϊκό, «συμπίπτουν όλα τα στοιχεία της ψυχολογικής κακομεταχείρισης των εργαζόμενων: επισφάλεια, πελατοκεντρική λογική, επιθετικοί πελάτες, συνεχής πίεση για επίτευξη στόχων, προσβλητικές συμπεριφορές».
«Γιατί άργησες στην τουαλέτα, γιατί έφαγες χωρίς να πάρεις άδεια;», είναι τα καθημερινά ερωτήματα των υπεύθυνων στο τηλεφωνικό κέντρο μεγάλων τραπεζών όπου οι συνθήκες είναι αφόρητες σύμφωνα με την Ν.Μ., «ενοικιαζόμενη» εργαζόμενη, όπως οι περισσότερες, σε τηλεφωνικό κέντρο.
«Υπάρχει μεγάλη πίεση, ακόμα και οι βασικές μας ανάγκες, όπως το να πιεις νερό ή να πας στην τουαλέτα, γίνονται με άγχος. Μόνο μετά τη δημιουργία του σωματείου για τους “ενοικιαζόμενους” στις τράπεζες, του ΣΥΔΑΠΤΤ, έχουν υποχωρήσει κάπως οι πρακτικές μπούλινγκ και έχουν καθιερωθεί τα διαλείμματα που προβλέπει ο νόμος», προσθέτει η εργαζόμενη.
Αντίθετα, σε χώρους όπου δεν υπάρχει συνδικαλιστική δράση, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα: «6 ώρες συνεχόμενες πάνω από την οθόνη, χωρίς διάλειμμα, χωρίς κλιματισμό, χωρίς το δικαίωμα να βγεις έξω για ένα τσιγάρο», καταγγέλλει η Λ.Μ. για τη «γαλέρα», όπως την αποκαλεί, τηλεοπτικού καναλιού που χρησιμοποιεί telemarketing.
«Αν δεν σας αρέσει να φύγετε, μας έλεγε η προϊστάμενη, ενώ οι βρισιές ήταν στην ημερήσια διάταξη, καθώς είχε το ελεύθερο από τη διοίκηση. Όταν ερχόταν η επιθεώρηση εργασίας, οι πόρτες έκλειναν και γινόμασταν αόρατοι. Επίσης σχεδόν ποτέ δεν πληρωνόμασταν στην ώρα μας. “Αν πάνε χάλια οι πωλήσεις θα πάρετε τ’ αρχίδια μας”, μας έλεγαν», περιγράφει.
Αργότερα η Λ.Μ. βρέθηκε σε τηλεφωνικό κέντρο συνδρομητικής τηλεόρασης για 370 ευρώ καθαρά το μήνα. Εκεί οι απειλές αφορούσαν και τις άδειες, καθώς αυτές θα κόβονταν, αν δεν επιτυγχάνονταν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. «Οι leaders, όπως τους λένε, χρησιμοποιούσαν φωνές, ακόμα και κουδούνια για να μας ξυπνάνε, σαν να ήμασταν ζώα, δεν μας άφηναν να μιλάμε με τον διπλανό μας. Βλέπουν μόνο νούμερα, τους στόχους που πρέπει να πετύχουμε, για να πάρουν και το ανάλογο μπόνους», λέει.
«Εδώ καίριο ρόλο πρέπει να παίξουν τα συνδικάτα», υπογραμμίζει η κ. Καρακιουλάφη. «Οι εργαζόμενοι να έχουν στο μυαλό τους ότι τα φαινόμενα εκφοβισμού και άσκησης πίεσης στον χώρο εργασίας δεν αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως ίσως υποστηρίζουν ορισμένες ατομοκεντρικές προσεγγίσεις, αλλά κοινωνικό φαινόμενο με απειλητικές διαστάσεις», καταλήγει. Με καταστροφικές συνέπειες στη σωματική και ψυχική υγεία, στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον των εργαζομένων και στην ποιότητα της εργασιακής ζωής, προσθέτουμε.
Το αντεργατικό οπλοστάσιο που προσέφεραν στην εργοδοσία οι παλιότερες κυβερνήσεις και διατήρησε σε μεγάλο βαθμό η σημερινή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την βάση όπου η εργοδοσία μπορεί να ασκήσει εκείνη την ψυχολογική βία που θα μετατρέψει τους εργαζόμενους σε άβουλες προσωπικότητες που θα δεχτούν από περικοπή μισθού μέχρι εθελουσία παραίτηση ή και παραίτηση από το κάθε δικαίωμα που έχει ως εργαζόμενος. Είναι αυτό που λέει καθαρά και ξάστερα ο Κ. Μητσοτάκης όταν επικαλείται την συνεννόηση εργαζομένων και εργοδοσίας για το 12ωρο, για το ύψος του μισθού κλπ χωρίς την παρέμβαση του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος. Στην ουσία ο Κ. Μητσοτάκης δεν περιγράφει απλά την σχέση υποταγής των εργαζομένων στην εργοδοσία αλλά την θεώρει ως προϋπόθεση για την «ανάπτυξη». Κλείνοντας έτσι το μάτι σε εκείνο τον επιχειρηματία της Κω που διαμαρτυρόταν για τους ελέγχους της επιθεώρησης εργασίας στην πραγματικότητα ο αρχηγός της ΝΔ υποσχόταν ότι ακόμα και αυτά τα ελάχιστα μέσα προστασίας που έχουν απομείνει για τους εργαζομένους με τον καιρό θα τα καταργήσει. Το κυρίαρχο αφήγημα της επελαύνουσας ΝΔ είναι πως όλα αυτά, νομοί, ΣΣΕ, εργατικά δικαιώματα αποτελούν τα εμπόδια για δουλειές και την αιτία που δεν έρχονται επενδύσεις.
Αυτά τα αποδέχονται άραγε τμήματα εργαζομένων;
Ναι, υπάρχουν μεγάλα τμήματα που κάτω από τα αδιέξοδα του συνδικαλιστικού κινήματος και την διάψευση των προσδοκιών από τον ΣΥΡΙΖΑ αποδέχονται αυτό το αφήγημα. Στο ερώτημα δημοσκόπησης, για παράδειγμα, αν θα ήθελαν να υπάρχει η δυνατότητα να επιλέγεις την ασφάλεια σου, ένα ποσοστό πάνω από 50% θέλει να μην είναι υποχρεωτική η κοινωνική ασφάλιση. Έχει πρωτεύουσα σημασία για το συνδικαλιστικό κίνημα να ασχοληθεί με τους όρους διαμόρφωσης της σύγχρονης εργατικής συνείδησης. Αυτό το πλαίσιο είναι και η νέα πρόκληση για το συνδικαλιστικό κίνημα που πρέπει να απαντηθεί οργανώνοντας την άμυνα αλλά και την ιδεολογική του αντεπίθεση.