Τα επικοινωνιακά τρικ του Μαξίµου αδυνατούν να αντιστρέψουν το τοπίο.
Ο επικοινωνιακός και πολιτικός µηχανισµός του Αλ. Τσίπρα έχει ριχθεί σε µια νέα σταυροφορία: µε παράδειγµα το πότε θα εφαρµοστεί η περικοπή στις παλαιές-καταβαλλόµενες συντάξεις, να αποδείξει ότι το τυπικό τέλος των µνηµονίων τον ερχόµενο Αύγουστο θα παρέχει ένα «βαθµό ελευθερίας» στην κυβέρνηση για να εφαρµόσει (τάχα) µια πιο φιλολαϊκή-φιλεργατική πολιτική, την οποία (δήθεν) επιθυµεί, αλλά αδυνατεί να την εφαρµόσει, εµποδιζόµενη από το µνηµόνιο 3 (που η ίδια υπέγραψε).
Η ένταση στη σταυροφορία αυτή είναι εύκολα εξηγήσιµη. Όλοι οι δηµοσκόποι συµφωνούν ότι αν η περικοπή στις καταβαλλόµενες συντάξεις «συµβεί» πριν τις επερχόµενες εκλογές, τότε αυτή θα λειτουργήσει ως η χαριστική βολή στη φθίνουσα εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας τέλος στις ελπίδες του επιτελείου του Τσίπρα για µια πολιτική ήττα (που από καιρό θεωρείται αναπόφευκτη) που θα αφήνει όµως περιθώρια παραµονής σε πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κυρ. Μητσοτάκης επείγεται να συγκεκριµενοποιήσει τις απώλειες στις καταβαλλόµενες συντάξεις, να τις χρεώσει στον Αλ. Τσίπρα και να αποφύγει την κληρονοµιά µιας ακόµα καυτής πατάτας.
Όµως οι πιθανότητες επιτυχίας αυτής της νέας επικοινωνιακής σταυροφορίας του Μαξίµου είναι ελάχιστες. Γιατί σπάνια συνωστίζονται τόσα πολλά ψέµατα σε έναν ισχυρισµό.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να χτίσει φιλολαϊκό προφίλ, δηλώνοντας ότι παλεύει για το πότε –και όχι για το εάν!– θα περικοπούν οι καταβαλλόµενες συντάξεις. Στη σηµερινή κατάσταση των συνταξιούχων ακόµα και αυτό είναι µια ανάσα, αλλά ήδη οι «παλαιοί» συνταξιούχοι γνωρίζουν πόση είναι η «προσωπική διαφορά», δηλαδή γνωρίζουν τι θα τους συµβεί αργά ή γρήγορα.
Επίσης, αυτό το τρικ δεν είναι καθόλου, µα καθόλου, αρκετό για να κατευνάσει το θυµό απέναντι στον νόµο Κατρούγκαλου. Γιατί, για παράδειγµα, για τους «νέους» συνταξιούχους οι περικοπές έχουν ήδη συντελεστεί. Γιατί, επίσης, αυτό το νεοφιλελεύθερο αντιασφαλιστικό τερατούργηµα έχει θεσµοθετήσει (για πρώτη φορά στην ιστορία του ασφαλιστικού) ότι σε ένα δηµόσιο και υποχρεωτικό σύστηµα µε καθορισµένες εισφορές για τους ασφαλισµένους, οι παροχές του συστήµατος δεν είναι ούτε καθορισµένες, ούτε εγγυηµένες, ούτε υποχρεωτικές: ο νόµος Κατρούγκαλου λέει ότι στο µέλλον οι συντάξεις θα είναι ευθέως ανάλογες της οικονοµικής δυνατότητας των ταµείων, αποκλείοντας και απαγορεύοντας κάθε άλλη χρηµατοδότηση και ενίσχυση. Και όσοι γνωρίζουν την ιστορία του ασφαλιστικού, γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο διαβρωτικό για τους συνταξιούχους από την ανασφάλεια για το µέλλον.
Όµως θα υπάρχουν «βαθµοί ελευθερίας» στην κυβερνητική πολιτική µετά τις 21 Αυγούστου; Η απάντηση είναι απλά και καθαρή. Αν δεν ανατραπούν οι συµφωνίες, όχι! Η κυβέρνηση έχει υπογράψει ότι οι 450 µνηµονιακές αντιµεταρρυθµίσεις και οι πάνω από 32.000 µνηµονιακές «ρυθµίσεις» καθορίζονται από την αρχή της µη-αναστρεψιµότητας (irreversability), δηλαδή δεν επιτρέπεται ούτε να αγγιχθούν από όποια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αν αυτή κινείται µέσα στα πλαίσια σεβασµού των µνηµονίων. Η κυβέρνηση έχει επίσης δεχθεί την «ενισχυµένη επιτήρηση», µε τους τρίµηνους ελέγχους από την τρόικα και τους αυτοµατισµούς επιβολής πρόσθετων µέτρων, εάν και όταν διαπιστωθεί χαλαρότητα.
Μπαίνοντας στην τελική ευθεία της αναµέτρησης µε τον Μητσοτάκη, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ετοιµάζεται να χτίσει µια κάπως συνολική διαχωριστική γραµµή µε την ηγεσία της ΝΔ, κάνοντας λόγο για αντίθεση στον νεοφιλελευθερισµό. Πρόκειται για φάρσα. Γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσµευτεί σε ένα πρωτοφανές κύµα ιδιωτικοποιήσεων, που περιλαµβάνει τη ΔΕΗ και το νερό της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Γιατί, αν συγκρίνει κανείς το εργασιακό νοµοσχέδιο της Αχτσιόγλου µε τα αντίστοιχα της εποχής Σηµίτη, θα µπορούσε να καταλήξει στο συµπέρασµα ότι ο Πρωτόπαπας ήταν ένας… έξαλλος αντικαπιταλιστής.
Η κατάπτωση δεν περιορίζεται στο εσωτερικό της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ µέσα στη συζήτηση της διεθνούς Αριστεράς έχει γίνει συνώνυµο της προδοσίας. Σύµφωνα µε τον «Economist», τα µέλη και τα στελέχη του Εργατικού Κόµµατος στη Βρετανία συζητούν για τον κίνδυνο της «συριζοποίησης», εκφράζοντας τις αµφιβολίες τους για το αν ο Τζέρεµι Κόρµπιν θα παραµείνει πιστός στις βασικές προεκλογικές δεσµεύσεις του. Ενόψει των ευρωεκλογών του 2019, η Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν, οι Ποδέµος στην Ισπανία, το Μπλόκο στην Πορτογαλία, η Κοκκινοπράσινη Συµµαχία στη Δανία κ.ά. ετοιµάζουν κοινή λίστα σε ρήξη µε το Ευρωπαϊκό Κόµµα της Αριστεράς, δηλώνοντας ότι δεν αντέχουν να εκτεθούν στην ίδια λίστα µε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όµως η πολιτική φθορά δεν περιορίζεται στο κόµµα του Τσίπρα. Σε ελάχιστο χρόνο στο ΚΙΝ.ΑΛ. είχαµε τη ρήξη των πασοκογενών µε το Ποτάµι, και τη Φώφη Γεννηµατά να αναθέτει την εκπροσώπηση του κόµµατός της στον Τύπο, στον… Σταµάτη Μαλέλη, στον γερόλυκο της ιδιωτικής TV και της δηµοσιογραφίας των «παραθύρων».
Στο κόµµα του Καµµένου, η διατήρηση της εθνο-λαϊκιστικής δηµαγωγίας µαζί µε τη στήριξη της κυβέρνησης αποδεικνύεται αδύνατη. Οι αποχωρήσεις γίνονται καθηµερινό φαινόµενο, ενώ ο Δ. Καµµένος ανακοινώνει νέο πατριωτικό-δεξιό κόµµα µαζί µε τον… Μπαλτάκο. Και οι δηµοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι ΑΝΕΛ αποχαιρετούν την κοινοβουλευτική παρουσία.
Ακόµα και στη ΝΔ, που µοιάζει σαν ο σίγουρος νικητής των επόµενων εκλογών, τα πράγµατα δεν είναι ρόδινα. Ο ελιγµός του Μητσοτάκη προς τον ακροδεξιό εθνικισµό, αγκαλιάζοντας τα συλλαλητήρια των «µακεδονοµάχων», ελάχιστα εκλογικά οφέλη έφερε στη ΝΔ: Σύµφωνα µε τις δηµοσκοπήσεις αυτή «τσίµπησε» ένα ελάχιστο ποσοστό, της τάξης του 0,4%. Όµως έφερε σηµαντικά πολιτικά προβλήµατα, ακόµα και προβλήµατα στρατηγικής και φυσιογνωµίας. Σε βαθµό που έκαναν τον γνωστό «φιλελεύθερο» αναλυτή Ν. Μαρατζίδη να δηλώνει ότι στην Ελλάδα σήµερα ο αποσαθρωτικός κίνδυνος µιας Νέας Δεξιάς (εθνικιστικής-χριστιανικής-ρατσιστικής, µε πρότυπο τον Ούρµπαν και τον Σαλβίνι) προκύπτει κυρίως από το εσωτερικό της ΝΔ, φωτογραφίζοντας τις απόψεις των Γεωργιάδη-Βορίδη και πίσω τους τον Αντώνη Σαµαρά.
Αυτή η εικόνα αστάθειας και αβεβαιότητας θα ενισχυθεί από τους τρανταγµούς που έρχονται: τη ρατσιστική συµφωνία της ΕΕ για τους πρόσφυγες, τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ µε τους στρατηγικούς επαναπροσανατολισµούς της «συµµαχίας», το ξεδίπλωµα του εµπορικού πολέµου µεταξύ ΗΠΑ και όλων κ.ο.κ.
Άλλωστε η αστάθεια είναι ιδιαίτερα διευρυµένη. Πριν στεγνώσει το µελάνι των ειδήσεων για την κρίση στην Ισπανία και στην Ιταλία, έχουµε κυβερνητική κρίση στη Βρετανία και στην Αργεντινή ξαναζούν το έργο των αντι-ΔΝΤ διαδηλώσεων και απεργιών (πού να ’ναι εκείνα τα παιδιά που προέβλεπαν τη «µεσοπρόθεσµη» σταθεροποίηση του συστήµατος και συνακόλουθα το τέλος των πολιτικών κρίσεων;).
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο πιο ουσιαστικός παράγοντας θα είναι η ανεξάρτητη παρέµβαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στο κίνηµα και στον πολιτικό αγώνα. Με καθαρές απόψεις, στρατηγική και προγραµµατικές επιλογές. Αλλά ταυτόχρονα και δύναµη, επιρροή, µαζικότητα, που στις µέρες µας δεν χτίζονται παρά µε σαφή ενωτική-µετωπική διάθεση και πολιτική.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά, φ. 412.