Στον πυρήνα της συζήτησης «αρχαία και ανάπτυξη» και των αντιπαραθέσεων που αυτή γεννά, βρίσκεται η ίδια η έννοια του μνημείου ως δημόσιου αγαθού. Η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί αγαθό υπό τριπλή έννοια:
ως στοιχείο διαμόρφωσης της ιστορικής μνήμης και των συλλογικών ταυτοτήτων, ως συνιστώσα της ποιότητας ζωής του κάθε πολίτη και ως διαχρονικός παράγοντας εμπλουτισμού της ζωής κάθε ανθρώπου στο διηνεκές. Από την άποψη αυτή, στην οποία λίγο-πολύ όλοι συμφωνούν επί της αρχής και η οποία αποτυπώνεται θεσμικά στον ισχύοντα αρχαιολογικό νόμο, τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς συγκροτούν μια ιδιαίτερη κατηγορία δημόσιων αγαθών και υπάγονται στη δημόσια περιουσία, εκπληρώνοντας ειδικούς και σύνθετους δημόσιους σκοπούς.
Η προβολή των αρχαίων ως «εμποδίων» για την ανάπτυξη και η συνακόλουθη απαξίωση και δαιμονοποίηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, συγκαλύπτουν επί της ουσίας μια συνειδητή προσπάθεια διάρρηξης των ορίων ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό αγαθό, διολίσθησης του δημόσιου χώρου σε χώρο άσκησης ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας, μετατροπής ενός αγαθού που θα όφειλε καταστατικά να βρίσκεται πέραν της λογικής της «αξιοποίησης» σε αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης.
Κορυφαίο επεισόδιο στην κατεύθυνση αυτή αποτελεί, αναμφίβολα, η εν κρυπτώ μεταβίβαση, το καλοκαίρι του 2018, με Υπουργική Απόφαση Τσακαλώτου, στην ΕΤΑΔ ΑΕ -τη θυγατρική του Υπερταμείου Ιδιωτικοποιήσεων της Δημόσιας Περιουσίας- 2.330 αρχαιολογικών χώρων, μνημείων, και άλλων ακινήτων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος σε ολόκληρη τη χώρα- ανάμεσά τους εμβληματικοί χώροι και μνημεία, όπως η Κνωσός, ο Λευκός Πύργος, οι αρχαιολογικοί χώροι της Ελευσίνας και των βασιλικών τάφων των Αιγών στη Βεργίνα, ο προϊστορικός οικισμός στο Ακρωτήρι Θήρας. Ο σάλος που προκλήθηκε, όταν αποκαλύφθηκε η μεθόδευση, καθώς και η πολύμηνη σθεναρή μάχη που δόθηκε, πρωτοστατούντος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), υποχρέωσαν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να ανακαλέσει τη μεταβίβαση αυτή.
Ωστόσο, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, καθώς ακόμη και σήμερα δεν έχουν καν ταυτοποιηθεί τα μνημεία και άλλα ακίνητα του Υπουργείου Πολιτισμού που περιλαμβάνονται στον μακρύ κατάλογο των 72.000 ακινήτων που έχουν μεταβιβαστεί στην ΕΤΑΔ πριν το 2016 – ανάμεσά τους το Ιλίου Μέλαθρον (Νομισματικό Μουσείο), το Φρούριο Ιτζεδίν στα Χανιά και το Μπούρτζι- ενώ, δεδομένου ότι δεν έχουν τροποποιηθεί οι διατάξεις για το Υπερταμείο, ο κίνδυνος της ανά πάσα στιγμή επανάληψης μιας τέτοιας κίνησης είναι διαρκής.
Η προσπάθεια κατακερματισμού, συρρίκνωσης και αποδυνάμωσης του ρόλου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας περνά, παράλληλα, και μέσα από θεσμικές ρυθμίσεις που οδηγούν στην απόσπαση από αυτήν δράσεων δημόσιου χαρακτήρα και την εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στη διαχείριση μνημείων και μουσείων. Ο δρόμος αυτός έχει ανοίξει από τη δεκαετία του 1990, κυρίως με την ίδρυση ποικιλώνυμων Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή και Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ), Οργανισμών ή και Ανωνύμων Εταιρειών. Στην ίδια κατεύθυνση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη διατρανώνει σήμερα την πρόθεσή της για απόσπαση των μεγάλων κρατικών Μουσείων (π.χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού κ.λπ.), από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με την μετατροπή τους σε αυτοχρηματοδοτούμενα ΝΠΔΔ, με αυτοτέλεια και διορισμένες διοικήσεις. Πρόκειται για την επαναφορά μιας καταστρεπτικής πρότασης που επιχειρήθηκε (ανεπιτυχώς λόγω των αντιδράσεων) να υλοποιηθεί και το 2005, στη βάση γνωστών ψευδεπίγραφων επιχειρημάτων περί «ευελιξίας», «εκσυγχρονισμού» κλπ, των ίδιων που ανασύρθηκαν για την ίδρυση του Νέου Μουσείου Ακρόπολης ως ΝΠΔΔ το 2008.
Επαναφορά σε προηγούμενες, καταστρεπτικές για τα μνημεία, προτάσεις έχουμε και στην περίπτωση των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου στο Μετρό Θεσσαλονίκης. Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε στη ΔΕΘ ότι το μοναδικό μνημειακό σύνολο στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου θα αποσπαστεί από τη θέση του, επαναφέροντας μια κατασκευαστική πρόταση, η οποία στο παρελθόν είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, και είχε τελικά απορριφθεί με την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και τη συνακόλουθη έκδοση Υπουργικής Απόφασης το 2017, για την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων. Η αναμόχλευση του διχαστικού διλήμματος «μετρό ή αρχαία», ενώ ήδη προχωρούν οι εργασίες για την υλοποίηση μιας λύσης η οποία εξασφαλίζει και την κατασκευή του Σταθμού και την ανάδειξη των παγκόσμιας σημασίας μνημείων των πρώιμων βυζαντινών χρόνων, ως ανοιχτό μουσείο εντός του σταθμού, φανερώνει την κυβερνητική εμμονή σε κατευθύνσεις που δεν διστάζουν να θυσιάσουν ένα δημόσιο αγαθό στον βωμό των εργολαβικών συμφερόντων!
Για την επίτευξη του σκοπού τους, οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις επιστρατεύουν τα φίλια ΜΜΕ σε ένα ενορχηστρωμένο εγχείρημα χειραγώγησης της κοινής γνώμης και καθυπόταξης των όποιων κοινωνικών αντιστάσεων. Το φαινόμενο αυτό έλαβε τερατώδεις διαστάσεις σε πολλές περιπτώσεις, με αποκορύφωμα τη σύγκρουση του καλοκαιριού του 2017 για την κήρυξη χώρου του Ελληνικού ως αρχαιολογικού, του χαρακτηρισμού αξιόλογων κτηρίων του ως νεοτέρων μνημείων και τη διασφάλιση της τήρησης στοιχειωδών κανόνων της ίδιας της αστικής νομιμότητας! Η επίθεση που εξαπολύθηκε, με απειλές, καταστροφολογία και ωμή διαστροφή της πραγματικότητας, ενάντια στους αρχαιολόγους και το σύλλογό τους που, μαζί με συλλογικότητες και αυτοδιοικητικές κινήσεις, αντιτάχθηκαν σε πρωτοφανείς μεθοδεύσεις απροκάλυπτης εκχώρησης των πάντων στον Λάτση, σε ένα ακόμη επεισόδιο του μεγαλύτερου μεταπολεμικά οικονομικού και περιβαλλοντικού εγκλήματος, είναι ενδεικτική των μέσων που μετέρχεται το κεφάλαιο και το πολιτικό προσωπικό που το υπηρετεί για να πετύχουν το στόχο τους.
Κι όμως, παρά το ασφυκτικό κλίμα που φαίνεται να κυριαρχεί στη ζοφερή εποχή της νεοφιλελεύθερης επέλασης και των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων, συνεχίζουν να υπάρχουν ελπιδοφόρες φωνές αντίστασης και να καταγράφονται νίκες, μικρές και μεγάλες, που κρατάνε ζωντανή την υπόθεση της υπεράσπισης των αρχαιοτήτων και των μνημείων ως δημόσιων αγαθών. Το στοίχημα είναι να τις δυναμώσουμε και να τις καταστήσουμε πιο αποτελεσματικές, εμπλέκοντας ενεργά μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού σώματος σε ένα ζήτημα που δεν αφορά μόνο ή κυρίως τους ειδικούς.
*Στάθης Γκότσης , Ιστορικός, Γενικός Γραμματέας Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων
**Πηγή: Πριν