Τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών 2017 αποτυπώνουν κυρίως αρνητικά χαρακτηριστικά που αφορούν σε τρεις παράγοντες α) στην αύξηση της αποχής β) στην πτώση των δυνάμεων της αριστεράς και στην σταθεροποίηση / άνοδο των καθεστωτικών παρατάξεων και γ) στην σημαντική πτώση των δυνάμεων των ΕΑΑΚ και των ευρύτερων τάσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Η συμμετοχή στις εκλογές μειώθηκε κατά 5.398 ψήφους, ακολουθώντας την πορεία των περασμένων ετών. Μεγάλη πτώση παρατηρείται στους μεγάλους συλλόγους (Φιλοσοφική, ΠΑΠΕΙ, ΠΑΜΑΚ). Η απομαζικοποίηση των φοιτητικών εκλογών είναι δείκτης ευρύτερων διεργασιών αποσυγκρότησης των συλλογικών διαδικασιών των ΦΣ και του φοιτητικού συνδικαλισμού. Οφείλεται εν πολλοίς: α) στην εμπέδωση της ήττας και της εξατομίκευσης στο φοιτητικό σώμα, ως αντανάκλαση του ευρύτερου κλίματος απογοήτευσης που επικρατεί στην κοινωνία, β) στη μακρά διαδικασία απομαζικοποίησης των μηχανισμών των καθεστωτικών παρατάξεων και στην προώθηση, ιδιαίτερα από τη ΔΑΠ, μίας φυσιογνωμίας απονομιμοποίησης των συνδικαλιστικών πρακτικών στις σχολές, γ) στην αδυναμία της αριστεράς να θέσει φραγμούς στην αποσυγκρότηση των συλλογικών πρακτικών, αλλά και να παρέμβει με τρόπο που να εμπνέει τους φοιτητές, ώστε να ανακοπεί η απομάκρυνσή τους από τις συλλογικές διαδικασίες.
Δευτερεύοντα ρόλο στην πτώση της συμμετοχής, ιδιαίτερα στη ΦΜΣ, στο ΕΜΠ και στο ΑΠΘ, έπαιξαν οι πρακτικές που υλοποιήθηκαν για μία ακόμα χρονιά από χουλιγκάνικες ομάδες που έμμεσα ή άμεσα συνδέονται με λούμπεν ή παρακρατικούς μηχανισμούς και εμφανίζονται ως αναρχικοί. Οι πρακτικές αυτές, οι οποίες είναι εντελώς εχθρικές απέναντι στο φοιτητικό κίνημα και απονομιμοποιούν το άσυλο, χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Είναι καθήκον όλων των δυνάμεων του φοιτητικού κινήματος να περιφρουρήσουν τις πολιτικές πρακτικές των συλλόγων απέναντι σε προβοκατόρικες επιθέσεις από κάθε είδους μηχανισμούς.
Σε ότι αφορά στις καθεστωτικές παρατάξεις, είναι οι κερδισμένες των φετινών εκλογών. Η ΔΑΠ, αν και παρουσιάζει πτώση σε απόλυτο αριθμό ψήφων, σημειώνει άνοδο κατά 0,6%, προσεγγίζοντας το 40% και καταγράφοντας το υψηλότερο ποσοστό της, τουλάχιστον από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά. Στο αποτέλεσμα της ΔΑΠ πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι απείχε από τις επαναληπτικές εκλογές των Πολ/Μηχ ΕΜΠ, κάτι που συρρικνώνει τα αποτελέσματά της, τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και ποσοστιαία. Η ΠΑΣΠ σημειώνει ποσοστιαία άνοδο κατά 0,9%, χωρίς μάλιστα να προσμετρώνται τα αποτελέσματα της ΑΣΟΕΕ (όπου το αποτέλεσμα δεν προσμετράται, λόγω των χαρακτηριστικών που έλαβε η εκλογική διαδικασία και της αποχώρησης / μη συμμετοχής των αριστερών δυνάμεων) και του Πολυτεχνείου Κρήτης (εφόσον εκεί δεν έγιναν πέρυσι εκλογές), όπου διατηρεί δυνάμεις μεγαλύτερες από το μέσο όρο.
Η ΠΚΣ παρουσιάζει πτώση σε απόλυτο αριθμό ψήφων, αλλά συγκρατεί το ποσοστό της. Λόγω του κατακερματισμού των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, αποκτά ένα σαφές εκλογικό προβάδισμα σε σχέση με αυτές. Η ΠΚΣ αξιοποίησε το κενό που διαμορφώνεται από το έλλειμμα πολιτικών και κινηματικών πρωτοβουλιών των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς στο εσωτερικό των συλλόγων, αλλά και έδρεψε τα αποτελέσματα της τακτικής της πλαγιοκόπησης / οριοθέτησης των δυνάμεων που βρίσκονται εξ αριστερών της. Είναι φανερή και η αδυναμία, πρωτίστως των ΕΑΑΚ, να απαντήσουν σε αυτή την τακτική της ΠΚΣ, με την μαζική πολιτική καταγγελία των αναβαθμισμένων ποιοτικά επιθέσεων στο ΕΜΠ και στη ΦΜΣ που έγιναν τους προηγούμενες μήνες.
Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ (BLOCO), είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες, κάτι πρωτοφανές για κυβερνητική παράταξη. Είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ανασυγκροτήσει κανένα στοιχείο παρέμβασης ή μηχανισμού στη φοιτητική νεολαία, παρότι βρίσκεται στο κυβερνητικό κέντρο.
Σε ότι αφορά στις δυνάμεις της φοιτητικής ριζοσπαστικής αριστεράς, τα αποτελέσματα είναι εν γένει αρνητικά. Αθροιστικά, οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ, της ΑΡΕΝ και του ΑΡΔΙΝ (ανεξάρτητα από το εάν συμμετείχαν σε κοινά ή διακριτά ψηφοδέλτια ανά περίπτωση και ανεξάρτητα από το πού καταγράφηκε το κάθε ψηφοδέλτιο κεντρικά) έλαβαν περίπου 7.100 ψήφους και ποσοστό 15%. Σε σχέση με τις εκλογές του 2016 (στον ίδιο αριθμό σχολών που διεξήχθησαν φέτος οι εκλογές, δηλαδή χωρίς να συνυπολογίζονται τα αποτελέσματα του Πολυτεχνείου Κρήτης) σημειώνουν πτώση περίπου 1.200 ψήφων, χάνουν, δηλαδή, μέσα σε ένα χρόνο, το 15% περίπου της εκλογικής επιρροής τους. Επίσης, παρουσιάζουν πτώση σε μια σειρά συλλόγων που, είτε για λόγους μαζικότητας, είτε λόγω ιστορικότητας, έχουν αναβαθμισμένη πολιτική σημασία για την ριζοσπαστική αριστερά.
Ακόμα πιο σαφής είναι η αποδυνάμωση του ευρύτερου χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς στις σχολές, εάν ληφθεί υπόψη η εξέλιξη των εκλογικών αποτελεσμάτων του χώρου των ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ – ΑΡΔΙΝ από το 2015 μέχρι σήμερα (συνυπολογίζοντας και τα αποτελέσματα του Πολυτεχνείου Κρήτης). Μέσα σε δύο χρόνια, ο ευρύτερος χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς, όπως εκφραζόταν από αυτά τα τρία δίκτυα, έχει απωλέσει περίπου 5.700 ψήφους και το 44% της εκλογικής επιρροής του. Ούτε η παρουσία του BLOCO, ούτε η αύξηση της αποχής μπορεί να ερμηνεύσει το γεγονός αυτό. Οι απώλειες του χώρου των ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ – ΑΡΔΙΝ είναι σχεδόν διπλάσιες από την αύξηση της αποχής, η οποία αυξάνεται την διετία 2016- 2017 κατά 25 % σε σχέση με το 2015.
Η εξέλιξη αυτή, αποτυπώνει την απώλεια μίας ευκαιρίας για την ανασυγκρότηση / ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς στα πανεπιστήμια, η οποία, χάθηκε κυρίως την περσινή χρονιά, ενώ τα φετινά πολιτικά λάθη παρόξυναν την κατάσταση. Είναι σαφής ο περιορισμός της εκλογικής επιρροής της ριζοσπαστικής αριστεράς αλλά και των ΕΑΑΚ ειδικότερα. Σε σχέση με τα αποτελέσματα των εκλογών του 2015 το σύνολο των ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ – ΑΡΔΙΝ λαμβάνει 1.369 ψήφους λιγότερες από ότι τα ΕΑΑΚ το 2015, δηλαδή η εκλογική επιρροή του ευρύτερου χώρου είναι κατά 13,5% μικρότερη από αυτή των ΕΑΑΚ το 2015. Τα ΕΑΑΚ μέσα σε μια περίοδο μεγάλης ρευστότητας και ευρύτερης ρήξης στο εσωτερικό των δυνάμεων του ρεφορμισμού στους φοιτητικούς χώρους, όχι μόνο δεν κατάφεραν να διευρύνουν την επιρροή τους, αλλά αντίθετα, αυτή μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Το γεγονός αυτό δεν σχετίζεται μόνο ή τόσο με την αρνητική συγκυρία μέσα στους συλλόγους, αλλά κυρίως με τις λανθασμένες πολιτικές επιλογές και πρακτικές της τελευταίας διετίας.
Κύριος παράγοντας για αυτή την εξέλιξη είναι η πολιτική στρατηγική του σεχταρισμού και του κατακερματισμού. Την περσινή χρονιά, μετά τη συνολική ρήξη των δυνάμεων της ΑΡΕΝ με το ΣΥΡΙΖΑ, ήταν απαραίτητη μία πολιτική συμμαχιών από την πλευρά των ΕΑΑΚ, η οποία θα αντιμετώπιζε τις δυνάμεις της ΑΡΕΝ ως ένα σύμμαχο και ισότιμο πολιτικό ρεύμα. Μια τέτοια κατεύθυνση θα διαμόρφωνε όρους για ένα τρίτο κύμα ανασυγκρότησης / διεύρυνσης της ριζοσπαστικής αριστεράς στο φοιτητικό χώρο, μετά τη δημιουργία των Αριστερών Συσπειρώσεων Φοιτητών, ως αποτέλεσμα της ανασύνθεσης των οργανώσεων της άκρας αριστεράς στις αρχές της δεκαετίας του 80, και την δημιουργία των ΕΑΑΚ στις αρχές της δεκαετίας του 90, ως αποτέλεσμα της ανασύνθεσης της συντριπτικής πλειοψηφίας της ΠΚΣ και των Αριστερών Συσπειρώσεων Φοιτητών.
Αντίθετα, η πολιτική στρατηγική που ακολουθήθηκε από ορισμένες αντιλήψεις και οργανώσεις επένδυε σε μεγάλο βαθμό στη διαλυτοποίηση της αυτοτελούς έκφρασης του δυναμικού αυτού και επεδίωκε την ενσωμάτωση στα ΕΑΑΚ με όρους «ατομικής προσχώρησης». Αποδείχθηκε όμως, ότι όποιος αντιλαμβάνεται τις πολιτικές συμμαχίες με αυτούς τους όρους, όχι μόνο επάγει φθορά στους δυνητικούς συμμάχους, αλλά φθείρει και τη δική του πολιτική επιρροή. Φέτος, αντί να εξαχθούν συμπεράσματα από τα περσινά αποτελέσματα και να αναστραφεί αυτή η πολιτική κατεύθυνση, είδαμε την επαναφορά της με ακόμα πιο σκληρούς όρους. Η «συνεργασία υπό όρους» τροποποιήθηκε στην κατεύθυνση διάλυσης των υπαρκτών συνεργασιών.
Επιπλέον, καθοριστικός παράγοντας για τα πολιτικά αποτελέσματα της ριζοσπαστκής αριστεράς είναι η αδυναμία των ΕΑΑΚ, αλλά και των υπόλοιπων δικτύων να αναγνώσουν την πολιτική και ιδεολογική συγκυρία στο εσωτερικό των συλλόγων, να διαμορφώσουν μία γραμμή μαζών για τους φοιτητικούς χώρους και να αναλάβουν συγκεκριμένες πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες. Στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ διαμορφώνεται μία τοποθέτηση με αντιφατικά στοιχεία, που ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται αφενός από την ηττοπάθεια και αφ’ ετέρου από την υπερεκτίμηση των ριζοσπαστικών διαθέσεων τμημάτων των φοιτητικών μαζών και οδηγείται είτε στη στροφή προς την ιδεολογική παρέμβαση και τον οραματικό λόγο, είτε στην «πολιτιστική διαφοροποίηση». Σε ότι δε αφορά στις κινηματικές πρωτοβουλίες είναι ενδεικτική η έλλειψη ακόμα και της στοιχειώδους πολιτικής συνεννόησης, πόσω μάλλον του συντονισμού, όχι μόνο με τα άλλα δύο δίκτυα, αλλά ακόμα και στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, με αποτέλεσμα μία διαρκή παραλυτική κατάσταση αυτόκεντρων και μειοψηφικών πολιτικών πρακτικών και πρωτοβουλιών.
Στα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών έπαιξε ρόλο και η εσωτερική κρίση που διέρχονται τα ΕΑΑΚ. Η κρίση αυτή, που αφορά διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς και όχι «φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά» των εμπλεκομένων, σοβούσε πλέον του ενός έτους και τους τελευταίους μήνες πήρε χαρακτηριστικά ανοιχτής αντιπαράθεσης. Από την μία πλευρά, που εμείς υποστηρίζουμε, υπάρχει ένα πολιτικό σχέδιο που επιδιώκει την συνεργασία όλων των δυνάμεων της αριστεράς που μπορούν να συγκλίνουν σε ένα συνεκτικό μεταβατικό αριστερό ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μία αντίληψη οργανωτικής και πολιτικής περιχαράκωσης και άρνησης κάθε μετώπου και πολιτικής συμμαχίας. Μέσα στους φοιτητικούς χώρους, από την ίδια αυτή αντίληψη επιδιώκεται η διάλυση και η υπονόμευση κάθε πολιτικής συμμαχίας και συνεργασίας, αλλά και η σταδιακή «κάθαρση» των ΕΑΑΚ από όσους δεν υπηρετούν το σχέδιο για την «παραταξιοποίηση» των ΕΑΑΚ. Ειδικά την περίοδο πριν τις εκλογές, τα διακριτά κατεβάσματα, οι διασπάσεις σχημάτων, οι ανοιχτές καταγγελίες και οι αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις αξιοποιήθηκαν από τους πολιτικούς αντιπάλους των ΕΑΑΚ (αλλά και των ΑΡΕΝ και ΑΡΔΙΝ, έστω και λιγότερο), ή έφθειραν την εικόνα τους στους φοιτητές. Αυτή η διαρκής κλιμάκωση αποκαλύπτει έναν ενεργό σχεδιασμό για τον πλήρη μετασχηματισμό της φυσιογνωμίας και των χαρακτηριστικών των ΕΑΑΚ. Αυτή την κατεύθυνση εξυπηρετεί και η εισαγωγή μίας συζήτησης σχετικά με τον «καταστατικό χάρτη» των ΕΑΑΚ, τους «κανονισμούς λειτουργίας» την «ανώτερη πολιτική και οργανωτική τους ενοποίηση», την «αντικαπιταλιστική επανίδρυση» κ.ο.κ.
Η κατεύθυνση που πρέπει να υλοποιηθεί είναι η αντίστροφη. Τα εκλογικά αποτελέσματα δείχνουν ότι, παρά την ευρύτερη αποδυνάμωση και των τριών δικτύων, τα ενωτικά κατεβάσματα και οι πολιτικές και εκλογικές συνεργασίες επιδεικνύουν σημαντικά μεγαλύτερη δυναμική. Αντίστοιχα, αναδεικνύουν ότι η πολιτική και εκλογική επιρροή ορισμένων αντιλήψεων είναι εντελώς αναντίστοιχη με τον σκληρό ηγεμονισμό και την οργανωτική κυριαρχία που επιχειρείται να επιβληθεί τα τελευταία χρόνια, η οποία αποτελεί τη βασική αιτία – σημαντικότερη από τις διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις – που παράγει τις συγκρούσεις. Τα ενωτικά κατεβάσματα, ανεξάρτητα από το αν καταγράφηκαν στην Αριστερή Ανατρεπτική Συνεργασία, ή εάν δεν καταγράφηκαν πουθενά, συγκεντρώνουν πάνω από 3.700 ψήφους και πάνω από το 50% του ευρύτερου αθροίσματος των ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ –ΑΡΔΙΝ. Αλλά και μέσα στο στενότερο πυρήνα των σχημάτων που καταγράφονται στα ΕΑΑΚ, συνυπάρχουν πολλές οργανώσεις, τάσεις και αντιλήψεις. Καμία δεν διαθέτει τέτοια πολιτική και οργανωτική επιρροή που να δικαιολογεί την ιδιοκτησιακή λογική και την αυταρέσκεια. Όπου η ιδιοκτησιακή αντίληψη επιδιώχθηκε να αποκρυσταλλωθεί και οργανωτικά στις εκλογές, με τις διασπάσεις σχημάτων, τις εξωθήσεις και τις «διαγραφές», έπληξε συνολικότερα τα σχήματα και τις συνεργασίες και, πρώτα από όλα, τους ίδιους τους εμπνευστές της.
Τώρα πρέπει να σημάνει μία γενικότερη αλλαγή πορείας. Είναι επιτακτική ανάγκη οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στα πανεπιστήμια, και πρώτα από όλα αυτές που τοποθετούνται θετικά σε μία μετωπική πολιτική κατεύθυνση, να κινηθούν άμεσα σε τρία επίπεδα: α) επεξεργασία μίας πολιτικής κατεύθυνσης για τους φοιτητικούς συλλόγους που θα μπορεί να αποτελέσει γραμμή των μαζών και θα βάζει άξονες πάλης που θα ανταποκρίνονται στην υπεράσπιση των συμφερόντων των φοιτητών. Άξονες πάλης που θα αφορούν στην αντίσταση: στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, στην αποσύνδεση των επαγγελματικών δικαιωμάτων από τα πτυχία, στην αυταρχικοποίηση των διοικήσεων και στην εντατικοποίηση των ρυθμών σπουδών. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να εισάγουν στους φοιτητικούς συλλόγους και τη συζήτηση πάνω στη γραμμή της εναλλακτικής διεξόδου από την κρίση, αμφισβητώντας το κλίμα απογοήτευσης και ηττοπάθειας, β) ενιαίες πολιτικές πρωτοβουλίες, πολιτικές συζητήσεις, παρεμβάσεις των τριών δικτύων, αλλά και πρωτοβουλίες ευρύτερου πολιτικού συντονισμού μεταξύ τους, που θα ξεπερνούν τα όρια των επιμέρους φοιτητικών συλλόγων. Με ισότιμο τρόπο, πολιτική ισορροπία και προσπάθειες σύνθεσης και ώσμωσης μεταξύ των διαφορετικών αντιλήψεων και με δημοκρατική πολιτική λειτουργία. Μία τέτοια διαδικασία δεν θα αίρει την αυτοτέλεια των τριών δικτύων, αλλά θα θέτει σε υπαρκτές βάσεις τη συνεργασία μεταξύ τους εντός των συλλόγων και θα δημιουργεί προϋποθέσεις για την ανασύνθεση / ενοποίηση των σχημάτων και τη λειτουργία ενός ριζοσπαστικού σχήματος ανά κοινωνικό χώρο, γ) λήψη ριζοσπαστικών πολιτικών πρωτοβουλιών μέσα στις σχολές, που θα δίνουν πνοή ανασυγκρότησης στα μπλοκ αγώνα και θα επιχειρούν να αναχαιτίσουν την αποσυγκρότηση των φοιτητικών συλλόγων και των διαδικασιών τους δ) ιδιαίτερα σε ότι αφορά στα ΕΑΑΚ, απαιτείται επιπλέον ένας φυσιογνωμικός αναπροσανατολισμός, τόσο στις διαδικασίες των σχημάτων, όσο και σε αυτές των συντονιστικών, που θα απομακρύνεται από τις μικροϊδιοκτησιακές λογικές, τον ηγεμονισμό και την οργανωτική επιβολή και θα επανεισάγει το στοιχείο της δημοκρατικής συζήτησης και οργάνωσης στο εσωτερικό τους, ώστε να καταστεί δυνατή η υπέρβαση της κρίσης τους.
ΤΟΜΕΑΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ