Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως θεσμός διαχείρισης τοπικών ζητημάτων από αντιπροσωπευτικά τοπικά όργανα, έχει μακρά ιστορία σ’ αυτόν τον τόπο, που οι ρίζες της χάνονται στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Οι κοινότητες εκείνης της εποχής αποτέλεσαν μορφή Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με τις κοινοτικές αρχές (τις δημογεροντίες) να λειτουργούν ως τοπική εξουσία και ως διαμεσολαβητές μεταξύ κοινότητας και οθωμανικού κράτους. Η αμφισβήτηση του δημοκρατικού τους χαρακτήρα (καθώς η εξουσία ασκούνταν από τα «τζάκια», την ιδιότυπη σύμμειξη μεγαλογαιοκτημόνων και εμποροβιοτεχνών ή εμποροναυτικών) δεν ακυρώνει τον χαρακτήρα τους ως μορφών Τοπικής Αυτοδιοίκησης που περιόριζαν τις καταπιεστικές συνέπειες της οθωμανικής εξουσίας.
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821 η Τοπική Αυτοδιοίκηση αναγνωρίστηκε ως θεσμός από τη Συνέλευση των Καλτεζών, που όρισε ως αυτοδιοικητικά όργανα (συμβούλια) τις «Εφορίες» για τις κοινότητες και τις «Γενικές Εφορίες» για τις επαρχίες. Καθώς, όμως, η εξουσία των τοπικών οργάνων, απαλλαγμένων μάλιστα από την οθωμανική επικυριαρχία, είχε ενισχυθεί, ο προσανατολισμός τόσο του Ιωάννη Καποδίστρια όσο και της βαυαρικής αντιβασιλείας και της μοναρχίας του Όθωνα, στη συγκρότηση κράτους συγκεντρωτικού με ενισχυμένη την κεντρική εξουσία, δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων των τοπικών αυτοδιοικητικών οργάνων και την επιβολή κρατικού ελέγχου στη σύνθεσή τους και στις δραστηριότητές τους.
Ενώ η σχετική απόπειρα του πρώτου κυβερνήτη είχε ως συνέπεια τη δολοφονία του από τους Μανιάτες Μαυρομιχαλαίους, η αντιβασιλεία μπόρεσε το 1833 να επιβάλει την κατάργηση των κοινοτικών αυτοδιοικητικών αρχών και να τις αντικαταστήσει με 750 δήμους, που προέκυψαν από συγχωνεύσεις κοινοτήτων. Αν και δεν καταργήθηκε πλήρως το δικαίωμα εκλογής των τοπικών αρχών, τέθηκαν σοβαροί περιορισμοί στο εκλογικό δικαίωμα, όπως η συμπλήρωση του 25ου έτους ηλικίας και η οικονομική κατάσταση του εκλογέα, που απέκλειε όσους δεν είχαν αξιόλογη περιουσία. Χαρακτηριστική συνέπεια αυτής της ρύθμισης ήταν η συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές της Αθήνας, το 1835, μόλις 800 από τους 13.000 κατοίκους της. Εκτός από τους εκλεγμένους δημοτικούς συμβούλους, δικαίωμα συμμετοχής στην εκλογή δημάρχου είχαν και ισάριθμοι οικονομικά εύρωστοι, αν και την τελική απόφαση για το ποιος θα ανακηρυσσόταν δήμαρχος την έπαιρνε ο βασιλιάς!
Οι ρυθμίσεις αυτές του 1833 αμφισβητήθηκαν με σειρά ένοπλων εξεγέρσεων, με πιο σημαντική αυτή της Ακαρνανίας του 1836, για να καταργηθούν με την ψήφιση του νέου Συντάγματος του 1864, μετά την έξωση του Όθωνα και την ανακήρυξη της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας. Έτσι, το κατακτημένο από την Επανάσταση του 1821 δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας του αντρικού πληθυσμού επεκτείνεται και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ενώ σταματούν οι όποιες βασιλικές ή και κυβερνητικές παρεμβάσεις στη σύνθεση των εκλεγμένων τοπικών αρχών. Διατηρείται, εντούτοις, και μάλιστα μέχρι το 1994, το δικαίωμα των κυβερνήσεων να διορίζουν τους επικεφαλής των οργανισμών δευτεροθάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δηλαδή τους έπαρχους και τους νομάρχες.
Σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού και περαιτέρω εκδημοκρατισμού της λειτουργίας των δήμων, αναγνωρίζονται το 1884 οι κοινότητες ως υποδιαιρέσεις τους. Η προσπάθεια αυτή ολοκληρώνεται το 1912 από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, που με τον Νόμο ΔΝΖ ανασυγκροτεί τις κοινότητες ως αυτόνομες μονάδες Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ως κοινότητα αναγνωρίζεται κάθε χωριό ή ομάδα γειτονικών χωριών με πληθυσμό 300 τουλάχιστον κατοίκων, ενώ δήμοι παραμένουν οι πρωτεύουσες των νομών και οι πόλεις με πληθυσμό τουλάχιστον 10.000 κατοίκων. Συγκροτήθηκαν συνολικά 6.000 οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σε μια χώρα που περιοριζόταν τότε στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, την Άρτα, τα νησιά του Ιονίου και τις Κυκλάδες.
Εντούτοις, μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1914, οι πολεμικές και πολιτικές περιπέτειες που ακολούθησαν δεν έδωσαν τη δυνατότητα άμεσης εκλογής νέων δημοτικών και κοινοτικών αρχών έως το 1925.
Μέχρι και τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα ήταν αδύνατη η παρέμβαση του εργατικού κινήματος στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εξαιτίας του μικρού μεγέθους των σοσιαλιστικών κινήσεων και της περιορισμένης απήχησής τους. Παρ’ όλα αυτά, τα σχετικά ζητήματα απασχόλησαν πολλούς από τους αριστερούς ριζοσπάστες, σοσιαλιστές και αναρχικούς της εποχής, πόσο μάλλον που επηρεασμένοι από τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού έρεπαν στην αναφορά σε πρότυπες κοινωνικές συγκροτήσεις στη βάση αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων. Χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή ήταν το σχέδιο που εκπόνησε ο πρωτοπόρος σοσιαλιστής Σταύρος Καλλέργης για την κοινωνική, οικονομική και πολιτική αναδιοργάνωση της αυτόνομης τότε Κρητικής Πολιτείας.
Η περίοδος του Μεσοπολέμου. Οι «κόκκινοι δήμαρχοι»
Τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση, το 1918, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ, του μετέπειτα ΚΚΕ) η παρέμβαση στα ζητήματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είχε προσανατολισμό κυρίως καταγγελτικό και αποκαλυπτικό του ταξικού και αντεργατικού-αντιλαϊκού χαρακτήρα των αυτοδιοικητικών Αρχών και της πολιτικής τους. Για πρώτη φορά επιχειρήθηκε παρέμβαση στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 1925, που διοργανώθηκαν από τη δικτατορία του Πάγκαλου, με την υποστήριξη από το παράνομο ΚΚΕ του υποψηφίου της αντιπολίτευσης Μηνά Πατρίκιου στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Αν και η δικτατορία επιδίωκε με τις αυτοδιοικητικές εκλογές να δώσει μια επίφαση δημοκρατικότητας, η εκλογική νίκη του Πατρίκιου την θορύβησε, με συνέπεια την ακύρωση της εκλογής του. Ακολούθησαν νέες εκλογές τον Δεκέμβριο, τις οποίες ο Πατρίκιος κέρδισε με ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία.
Η επιδίωξη εκλογικής καταγραφής του ΚΚΕ στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1929 απέδωσε πενιχρά αποτελέσματα. Κύρια αιτία υπήρξαν οι αλλεπάλληλες εσωκομματικές κρίσεις, αλλά και αντικειμενικές καταστάσεις. Παρά την εκτεταμένη φτώχεια του εργαζόμενου κόσμου, που στην περίπτωση του προσφυγικού προλεταριάτου άγγιζε τα όρια της εξαθλίωσης, η σχετική οικονομική σταθεροποίηση και η πολιτική ομαλότητα μετά την ανατροπή της δικτατορίας Πάγκαλου το 1926, δημιουργούσαν προσδοκίες βελτίωσης των όρων ζωής σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα.
Όταν διεξάγονται οι επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, τον Φεβρουάριο 1934, η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Το ΚΚΕ έχει ξεπεράσει την κρίση του, μετά την παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς στα τέλη του 1931 και την ανάδειξη νέας ηγεσίας με επικεφαλής τον Νίκο Ζαχαριάδη, και στις βουλευτικές εκλογές του 1932 και ’33 εξασφάλισε ποσοστό 4,97% και 4,64% αντίστοιχα, έναντι του 1,41% που είχε πάρει το 1928. Η ανασυγκρότηση του κόμματος συνέπεσε με την εκδήλωση της βαθιάς οικονομικής κρίσης που οδήγησε το 1932 στην πτώχευση του ελληνικού κράτους.
Η επιρροή του ΚΚΕ μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30 ήταν περιορισμένη κυρίως σε τμήματα αγωνιζόμενων εργατικών κλάδων και ιδιαίτερα μεταξύ των καπνεργατών, καθώς και σε τμήματα της φτωχής αγροτιάς της Θεσσαλίας. Γι’ αυτό και η εκλογική του δύναμη ήταν ενισχυμένη στη βόρεια Ελλάδα, όπου ζούσε η μεγάλη πλειονότητα των καπνεργατών, στη Θεσσαλία και στις καπνεργατουπόλεις του Πειραιά, του Αγρινίου και της Καλαμάτας. Το πιο σοβαρό πρόβλημα για το ΚΚΕ ήταν η αδυναμία του να προσεγγίζει το προσφυγικό προλεταριάτο, που μέχρι τότε ήταν προσδεμένο στον βενιζελισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις βουλευτικές εκλογές του 1928 οι προσφυγικοί συνοικισμοί της Αθήνας και του Πειραιά ψήφισαν με ποσοστά που άγγιζαν ή και υπερέβαιναν το 90% τους βενιζελικούς, ενώ το ΚΚΕ δεν πήρε παρά 0,3-0,4%.
Η οικονομική κρίση, αλλά και η παραγραφή των αποζημιώσεων για τις χαμένες περιουσίες με το Σύμφωνο Βενιζέλου-Ινονού το 1930, διέψευσαν τις αυταπάτες μικροαστικής αποκατάστασης των εργατών προσφύγων, που άρχισαν να στρέφονται προς την Αριστερά. Στους ίδιους αυτούς συνοικισμούς της Αθήνας και του Πειραιά τα ποσοστά του ΚΚΕ εκτοξεύτηκαν στις εκλογές του 1932 και ιδιαίτερα το 1933, φτάνοντας το 10-12,5%.
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές του 1934 διεξάγονται με κυβέρνηση αντιβενιζελική, που για να αποτρέψει τον κίνδυνο της επικράτησης των αντιπάλων της στους μεγάλους δήμους της χώρας –και κυρίως στην Αθήνα– αποκόπτει τους προσφυγικούς συνοικισμούς, δημιουργώντας χωριστούς δήμους και κοινότητες. Στις εκλογές αυτές συμμετέχουν για πρώτη φορά και οι γυναίκες, αλλά όχι όλες. Δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο όσες συμπλήρωσαν τα 30 χρόνια ηλικίας (οι άντρες ψηφίζουν από τα 21) και έχουν τουλάχιστον απολυτήριο δημοτικού. Η απαξίωση του δικαιώματος ψήφου από τις ίδιες τις γυναίκες εκφράστηκε και με την περιορισμένη άσκησή του. Στην Αθήνα, από τις 2.665 που είχαν αυτό το δικαίωμα ψήφισαν μόνο οι 439.
Το ΚΚΕ κατέρχεται στις εκλογές ως Ενιαίο Μέτωπο Εργατών Αγροτών και Προσφύγων. Ήδη έχει αποκτήσει σημαντικές προσβάσεις και στους προσφυγικούς συνοικισμούς, ενώ παραμένει ισχυρό στις πόλεις με μεγάλη παρουσία καπνεργατών. Καθώς οι οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν αυξημένες αρμοδιότητες, μεγάλο μέρος των κινητοποιήσεων των ανέργων της εποχής απευθύνονται στις δημοτικές αρχές, απαιτώντας συσσίτια, επιδόματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ.
Τα εκλογικά αποτελέσματα αποτελούν οδυνηρή έκπληξη για τον αστικό πολιτικό κόσμο και προκαλούν ενθουσιασμό στον κόσμο της Αριστεράς. Το ΚΚΕ κερδίζει την πλειοψηφία σε μια σειρά δήμους και κοινότητες (εξήντα περίπου), ενώ εκλέγονται και οι πρώτοι «κόκκινοι δήμαρχοι». Πρόκειται για τον καπνεργάτη Μήτσο Παρτσαλίδη, ηγετικό στέλεχος του κόμματος που εκλέγεται δήμαρχος Καβάλας, και τον Διονύση Μενύχτα, που εκλέγεται δήμαρχος Σερρών.
Η εκλογή των «κόκκινων δημάρχων» αντιμετωπίζεται με την… καθαίρεσή τους, που συνοδεύεται από την εκτόπιση στα ξερονήσια του Αιγαίου και των ίδιων και των κομμουνιστών δημοτικών συμβούλων. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και τέσσερις δημοτικοί σύμβουλοι της Καβάλας (Γιάννης Ευθυμιάδης, Δημοσθένης Μακέδος, Γιώργος Μπαρμπαλέξης και Νίκος Νεγρεπόντης) που έμειναν εξόριστοι και φυλακισμένοι και κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά και κατά την Κατοχή, και εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς.
Η δικτατορία του 1936 καθαιρεί τις περισσότερες από τις εκλεγμένες αυτοδιοικητικές αρχές σε ολόκληρη τη χώρα και το σύνολο των συμβούλων που ανήκουν στην αντιπολίτευση. Ανάμεσά τους, βέβαια, και τους κομμουνιστές, που εξορίζονται και φυλακίζονται ή υποχρεώνονται να υπογράψουν δηλώσεις αποκήρυξης του ΚΚΕ.
Εαμική Αντίσταση και Λαϊκή Αυτοδιοίκηση
Η πρακτική του διορισμού των αυτοδιοικητικών αρχών συνεχίζεται και από τις κυβερνήσεις των δωσιλόγων την περίοδο της Κατοχής. Πρόκειται για δεκάδες χιλιάδες δημάρχους, κοινοτάρχες και μέλη δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων, που συνιστούν σημαντικό τμήμα της στελέχωσης και της κοινωνικής βάσης του δωσιλογισμού και της άκρας Δεξιάς της εποχής.
Καθώς οι δήμοι εξακολουθούν να έχουν αυξημένες αρμοδιότητες, μεγάλο μέρος των λαϊκών κινητοποιήσεων που οργανώνει το ΕΑΜ και η Εθνική Αλληλεγγύη, στο πλαίσιο της «Μάχης της Επιβίωσης», απευθύνεται προς τις δημοτικές αρχές, όπως συνέβαινε και κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Ταυτόχρονα και στον βαθμό που η επιρροή του ΕΑΜ αυξάνεται στους εργατικούς συνοικισμούς, διαμορφώνονται θεσμοί παράλληλης λαϊκής εξουσίας, που από την άνοιξη του 1944 εδραιώνονται και αποτελούν την πραγματική εξουσία, υπό την προστασία του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προσλαμβάνει η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση στις περιοχές της υπαίθρου –κυρίως τις ορεινές- που συγκροτούν την «Ελεύθερη Ελλάδα», μετά την απελευθέρωσή τους από τον ΕΛΑΣ. Η ανάδειξη τοπικών Αρχών με άμεση εκλογή από τους κατοίκους των απελευθερωμένων χωριών, κωμοπόλεων και πόλεων, στην οποία για πρώτη φορά συμμετέχουν και οι γυναίκες χωρίς περιορισμούς, αποτελεί συνδυασμό αυθόρμητης λαϊκής πρωτοβουλίας και παρέμβασης του ΕΑΜ.
Η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση κατοχυρώνεται με τον «Κώδικα Ποσειδών» που επεξεργάζεται στα τέλη του 1943 ομάδα στελεχών του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον Γεωργούλα Μπέικο. Θεσμοποιούνται οι μέχρι τότε λαϊκές πρακτικές και η αυτοδιοίκηση ορίζεται ως συνδυασμός άμεσης εκλογής των αυτοδιοικητικών αρχών και διαρκούς λαϊκής παρέμβασης μέσω συνελεύσεων των κατοίκων των δήμων και των κοινοτήτων με αποφασιστικό χαρακτήρα. Ο «Κώδικας Ποσειδών» αναγνωρίστηκε την άνοιξη του 1944 από την κυβέρνηση των βουνών, την ΠΕΕΑ, και το εκλεγμένο Εθνικό Συμβούλιο που συνήλθε στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας, ως βάση για τη λαοκρατική αναδιοργάνωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Με την αποχώρηση των κατακτητών, το φθινόπωρο του ’44, η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση επεκτάθηκε σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα, όπου επικράτησε το ΕΑΜ. Η Απελευθέρωση συνοδεύτηκε κάποιες φορές και με την εκδήλωση της λαϊκής οργής, με αυθόρμητες δημόσιες εκτελέσεις δημάρχων που υπηρέτησαν το κατοχικό καθεστώς.
Οι εκλεγμένες από λαϊκές συνελεύσεις, πριν και μετά την Απελευθέρωση, αυτοδιοικητικές αρχές υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο 1945. Ακολούθησε ο διορισμός νέων αρχών από την κυβέρνηση, από τη σύνθεση των οποίων αποκλείστηκε η Αριστερά. Χιλιάδες μέλη των εαμικών αυτοδιοικητικών οργάνων της περιόδου 1943-45 αντιμετώπισαν στη συνέχεια ποικίλες διώξεις, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή εκτελέστηκαν, ενώ πολλοί έπεσαν θύματα των παρακρατικών συμμοριών.
Τοπική αυτοδιοίκηση και Αριστερά στα χρόνια της δημοκρατικής Αντίστασης
Οι πρώτες αυτοδιοικητικές εκλογές μετά από εκείνες του 1934 έγιναν τον Απρίλιο του 1951. Παρά το κλίμα κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας που εξακολουθούσε να κυριαρχεί δύο χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, οι εκλογές αποτέλεσαν έκπληξη, καθώς επιβεβαίωσαν τους ισχυρούς δεσμούς που είχε αναπτύξει η Αριστερά με μεγάλα τμήματα του εργαζόμενου λαού.
Καθώς το ΚΚΕ είχε τεθεί ήδη από το 1947 εκτός νόμου, στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 1950 οι κομμουνιστές αποτέλεσαν τον κύριο όγκο των ψηφοφόρων της Δημοκρατικής Παράταξης, ενός σχηματισμού που συγκροτήθηκε από μικρά κόμματα της μη κομμουνιστικής Αριστεράς. Με πρωτοβουλία του παράνομου ΚΚΕ συγκροτήθηκε κατόπιν ο Δημοκρατικός Συναγερμός, ο οποίος στήριξε αριστερούς συνδυασμούς στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1951.
Οι υποψήφιοι δήμαρχοι Αθηναίων και Πειραιά, Γιώργος Σπηλιόπουλος και Δημήτρης Μαργιόλης, που υποστηρίχτηκαν από τον Δημοκρατικό Συναγερμό, θα πάρουν την τρίτη θέση με σημαντικά ποσοστά, εκλέγονται αριστεροί δήμαρχοι στη Νίκαια (ο Νίκος Τουντουλίδης), στο Κερατσίνι (ο Δημήτρης Μισαηλίδης), στην Καισαριανή (ο Λεωνίδας Μανωλίδης) κ.α., ενώ σε δεκάδες άλλους δήμους όλης της χώρας, κυρίως εργατικούς και προσφυγικούς, η Αριστερά αναδεικνύεται σε σημαντική δύναμη. Αριστερές αυτοδιοικητικές Αρχές εκλέχτηκαν επίσης σε εκατοντάδες κοινότητες, κυρίως στη Θεσσαλία, τη Λέσβο, την Ικαρία, τα νησιά του Ιονίου κ.λπ.
Η εκλογική επιτυχία των υποψηφίων του Δημοκρατικού Συναγερμού αποτέλεσε και την αφετηρία για την επιτάχυνση των διαδικασιών που κατέληξαν λίγο μετά, τον Αύγουστο 1951, στην ίδρυση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ).
Αντιμέτωπες με ποικιλόμορφες διώξεις, ακόμη και με καθαιρέσεις και εκτοπισμούς των μελών τους στα ξερονήσια του Αιγαίου, οι αριστερές αυτοδιοικητικές Αρχές κινούνταν όλα τα μετεμφυλιακά χρόνια στο δίπολο διεκδίκηση από το κράτος – κινητοποίηση του λαού για την αντιμετώπιση των προβλημάτων με δική του αυτενέργεια. Οι αγώνες των αριστερών αγωνιστών για την προώθηση των τοπικών ζητημάτων και την επίλυση των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι εργατικές και λαϊκές συνοικίες, συνδέονταν άμεσα με τους αγώνες ενάντια στην αστυνομοκρατία και τις συνεχείς παραβιάσεις των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Από την άποψη αυτή, το αριστερό αυτοδιοικητικό κίνημα της μετεμφυλιακής και προδικτατορικής περιόδου κατέχει μια περίοπτη θέση στο μεγάλο κίνημα της δημοκρατικής Αντίστασης.
Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Νοεμβρίου 1954 η ΕΔΑ επιδιώκει την ευρύτερη συνεργασία των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, ενάντια στη δεξιά κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου. Στην πρότασή της ανταποκρίνεται το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού, των Αλέξανδρου Σβώλου και Γεωργίου Καρτάλη, αλλά και μεγάλο μέρος στελεχών της ΕΠΕΚ, του Κόμματος των Φιλελευθέρων κ.ά. Κυρίως, όμως, ανταποκρίνεται ο δημοκρατικός λαϊκός κόσμος που δίνει με την ψήφο του περιφανή νίκη στους ενωτικούς συνδυασμούς.
Η αντικυβερνητική συνεργασία κερδίζει τους μεγαλύτερους δήμους της χώρας (Αθηναίων με τον Παυσανία Κατσώτα, Πειραιά με τον Δημήτρη Σαπουνάκη και Θεσσαλονίκης με τον Μηνά Πατρίκιο), καθώς και δεκάδες άλλους, ιδιαίτερα τους εργατικούς-λαϊκούς. Από τους 27 δήμους του Λεκανοπεδίου Αττικής στους 18 εκλέχτηκαν δήμαρχοι της αντικυβερνητικής συνεργασίας. Οι περισσότεροι είτε ανήκαν στην ΕΔΑ είτε συνεργάζονταν στενά μαζί της. Ανάμεσά τους ήταν οι Τουντουλίδης της Νίκαιας, Μισαηλίδης του Κερατσινίου, Μανωλίδης της Καισαριανής, Σταύρος Μαυροθαλασσίτης του Αιγάλεω, Χρήστος Μιχαλόπουλος της Δάφνης, Δημήτρης Κωνσταντιλιέρης του Βύρωνα, Μαρίνος Κοσκινάς της Δραπετσώνας κ.ά.
Οι επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές έγιναν τον Απρίλιο του 1959, σε κλίμα έντονης τρομοκρατίας, καθώς ένα χρόνο πριν η ΕΔΑ είχε αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση με το 24,42% των ψήφων. Όπως και το 1954, επιδιώχθηκε η ευρύτερη δυνατή συνεργασία των δυνάμεων που αντιπολιτεύονταν τη δεξιά κυβέρνηση (του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το 1955), παρ’ όλο που πολλοί από τους συνεργαζόμενους με την ΕΔΑ το 1954 (Κατσώτας στην Αθήνα, Χατζηγιάννης στη Λάρισα κ.ά.) είχαν αθετήσει τις συμφωνίες και πολιτεύτηκαν σε αντίθεση με την Αριστερά.
Τα αποτελέσματα των εκλογών επιβεβαίωσαν και πάλι την ισχυρή επιρροή της Αριστεράς στους εργατικούς-λαϊκούς δήμους όλης της χώρας. Σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις τα εκλογικά ποσοστά ξεπέρασαν αυτά των εκλογών του 1958. Έτσι, ενώ η ΕΔΑ είχε πάρει 50-65% στις εργατικές-λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, οι υποψήφιοί της στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1959 συγκέντρωσαν ψήφους που υπερέβαιναν κατά 10% ή και περισσότερο τα ποσοστά αυτά. Δήμαρχοι εκλέχτηκαν και οι συνεργαζόμενοι με την ΕΔΑ, Άγγελος Τσουκαλάς στην Αθήνα, Παύλος Ντεντιδάκης στον Πειραιά, Ιωάννης Παπαηλιάκης στη Θεσσαλονίκη κ.ά. Εντούτοις, σε κάποιες περιπτώσεις (όπως στην Πάτρα, τον Βόλο, την Καβάλα κ.ά.) εκλέχτηκαν φιλοκυβερνητικοί δήμαρχοι με τη στήριξη στον δεύτερο γύρο από τα κόμματα του Κέντρου. Υπήρξαν και περιπτώσεις υποχώρησης των ποσοστών της ΕΔΑ του 1958, όπως, π.χ., στη Λάρισα, όπου ενώ είχε πάρει το 51,3%, στις δημοτικές πήρε 58,2% ο κεντρώος Χατζηγιάννης.
Τα χρόνια που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν από την ένταση της κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας, και των απροσχημάτιστων παραβιάσεων της δημοκρατικής νομιμότητας, με αποκορυφώσεις τις εκλογές βίας και νοθείας του 1961 και τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963. Ταυτόχρονα, όμως, αναπτύχθηκαν μεγάλοι εργατικοί, αγροτικοί και νεολαιίστικοι αγώνες, ενώ έφτασε στο αποκορύφωμά του και το κίνημα της δημοκρατικής Αντίστασης, που έμεινε στην ιστορία ως κίνημα του 1-1-4. Από το σύνθημα που κυριάρχησε, αναφερόμενο στο ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο η τήρησή του (άρα η υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών) «επαφίεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».
Την πτώση της κυβέρνησης της Δεξιάς το 1963 ακολούθησαν οι εκλογικές νίκες της Ένωσης Κέντρου, με το 42% τον Νοέμβριο 1963 και το 53% τον Φεβρουάριο 1964. Αμέσως μετά, τον Ιούλιο 1964, έγιναν οι αυτοδιοικητικές εκλογές, που αποτέλεσαν μια ακόμη μεγάλη νίκη της Αριστεράς. Καθώς στις βουλευτικές εκλογές που προηγήθηκαν το ποσοστό της ΕΔΑ είχε συρρικνωθεί στο 11,8% (κατά τι μικρότερο αυτού θα έπαιρνε αν κατάρτιζε συνδυασμούς και σε όλες τις μονοεδρικές και δυεδρικές περιφέρειες, όπου στήριξε την Ένωση Κέντρου), η μεγάλη επιτυχία στις αυτοδιοικητικές εκλογές έδειξε ότι η μετακίνηση αριστερών ψηφοφόρων προς το Κέντρο ήταν συγκυριακή και απέβλεπε στο να κατοχυρωθεί η απομάκρυνση της Δεξιάς από την κυβερνητική εξουσία.
Και στις εκλογές αυτές η ΕΔΑ προωθεί ευρύτερες δημοκρατικές συνεργασίες. Αυτή τη φορά για να επιβεβαιωθεί η απόφαση του λαού να μην επανέλθει στην εξουσία η Δεξιά και να επιταχυνθούν οι διαδικασίες εκδημοκρατισμού που εξήγγειλε η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Εντούτοις, η ανταπόκριση των κεντρώων είναι περιορισμένη, καθώς η Ένωση Κέντρου ελπίζει πως θα επαναληφθεί και στις αυτοδιοικητικές εκλογές η πρόσφατη επιτυχία των βουλευτικών.
Τα αποτελέσματα των εκλογών διαψεύδουν αυτές τις αυταπάτες. Οι υποστηριζόμενοι από την ΕΔΑ αριστεροί ή κεντρώοι υποψήφιοι έρχονται πρώτοι στην Αθήνα (ο Νίκος Κιτσίκης, που δεν έγινε δήμαρχος λόγω της συμπαράταξης δεξιών και κεντρώων δημοτικών συμβούλων που ψήφισαν τον δεξιό Γεώργιο Πλυτά, καθώς οι δήμαρχοι δεν εκλέγονταν άμεσα από τους δημότες αλλά από το Δημοτικό Συμβούλιο), στον Πειραιά (ο Γιώργος Κυριακάκος), στη Θεσσαλονίκη (ο Κωνσταντίνος Τσίρος), στη Λάρισα (ο Αλέκος Χονδρονάσιος), στον Βόλο και τη Νέα Ιωνία Βόλου (οι Θεόδωρος Κλαψόπουλος και Γιώργος Μπαλής), στην Πάτρα (ο Θεόδωρος Άννινος), στο Αγρίνιο (ο Τάσος Παναγόπουλος), στη Λαμία (ο Απόστολος Κουνούπης), στη Λιβαδειά (ο Ιωάννης Ανδρεαδάκης), στα Γιάννενα (ο Γιώργος Μελανίδης), στην Καβάλα (ο Κώστας Τσολάκης), στις Σέρρες (ο Ανδρέας Ανδρέου) στη Μυτιλήνη (ο Απόστολος Αποστόλου), στο Ηράκλειο Κρήτης (ο Ανδρέας Καλοκαιρινός), στο Ρέθυμνο (ο Ευάγγελος Δασκαλάκης) κ.α. Κυρίως αριστεροί δήμαρχοι καθώς και κάποιοι συνεργαζόμενοι με την Αριστερά, εκλέγονται και σε όλους σχεδόν τους εργατικούς-λαϊκούς δήμους των πολεοδομικών συγκροτημάτων του Λεκανοπεδίου Αττικής και της Θεσσαλονίκης.
Όπως προκύπτει από τη συνοπτική αυτή αναφορά στη μετεμφυλιακή παρέμβαση της Αριστεράς στον αυτοδιοικητικό χώρο, καίριο ζήτημα ήταν η έξοδός της από την πολιτική απομόνωση στην οποία περιήλθε με την ήττα της στον Εμφύλιο, κάτι που επιτεύχθηκε και μάλιστα με ηγεμονικούς όρους. Εντούτοις, δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις εκμετάλλευσης των αριστερών ψήφων από συνεργαζόμενους, όπως έγινε στην περίπτωση του Κατσώτα στην Αθήνα ή του Χατζηγιάννη στη Λάρισα κ.λπ.
Χαρακτηριστικό και αυτής της περιόδου ήταν η μεγάλη επιρροή της Αριστεράς σε δήμους με εργατική-λαϊκή κοινωνική σύνθεση. Η ίδια η Αριστερά έδινε ιδιαίτερο βάρος στην παρέμβασή της σ’ αυτούς τους δήμους, σε μια εποχή που στον παλιότερο πληθυσμό τους προστίθονταν και νέοι κάτοικοι προερχόμενοι από την επαρχία.
Ο συνδυασμός διεκδίκησης από το κράτος και λαϊκής αυτενέργειας (όταν, π.χ., ένα έργο για το οποίο δεν διατίθονταν κρατικοί πόροι το αναλάμβαναν οι ίδιοι οι δήμοι με την εθελοντική συνεισφορά και εργασία των δημοτών) υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματικός και κυριολεκτικά μεταμόρφωσε συνοικίες που είτε βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση από τα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων είτε δημιουργήθηκαν «αυθαίρετα» από νεοεγκατεστημένους κατοίκους προερχόμενους από την ύπαιθρο.
Αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας τον Απρίλιο 1967 καθαιρούνται όλες οι αυτοδιοικητικές Αρχές στις οποίες πλειοψηφούν αριστεροί και κεντρώοι, και στη θέση τους διορίζονται άλλες φιλικές προς το στρατιωτικό καθεστώς. Για μια ακόμη φορά εκατοντάδες στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εξορίζονται και υφίστανται ποικίλες διώξεις. Οι διορισμένες αυτοδιοικητικές Αρχές θα είναι αυτές που απαλλαγμένες από κάθε λαϊκό δημοκρατικό έλεγχο θα ολοκληρώσουν το έργο που ξεκίνησε στα χρόνια της καραμανλικής οχταετίας (1955-63) για την ανεξέλεγκτη τσιμεντοποίηση των πόλεων, ενώ θα επιδοθούν και στην κατασπατάληση των οικονομικών πόρων, οργανώνοντας φιέστες προβολής του καθεστώτος.