Οι αποφάσεις του Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017, έκλεισαν ένα επώδυνο κύκλο οικονομικών επιλογών για τον ελληνικό λαό και άνοιξαν έναν νέο με ορίζοντα το …2060.! Παρά τους «λεονταρισμούς» του Α.Τσίπρα και τα επικοινωνιακά τρικ περί «σκληρής διαπραγμάτευσης» η κυβέρνηση υποτάχτηκε πλήρως στις απαιτήσεις του ιερατείου (ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ-ΕΜΣ). Οι επόμενοι δώδεκα μήνες, ως το καλοκαίρι του 2018, θα είναι ιδιαίτερα επώδυνοι για τον ελληνικό λαό, διότι εν όψει της γ’ αξιολόγησης πρέπει να εφαρμοστούν 113 προαπαιτούμενα για ολοκλήρωση του «προγράμματος» (Γ’ Μνημόνιο), στο τέλος του οποίου θα εξεταστεί …αν χρειαστεί (!), να ληφθούν μέτρα για τη βιωσιμότητα τους χρέους.!
Τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα θα οξυνθούν
Με δεδομένο ότι τα όποια κονδύλια από το γ’ δάνειο δοθούν στο μέλλον, θα έχουν στόχο τη διασφάλιση αποπληρωμής τοκοχρεολυσίων του δημοσίου χρέους, σημαίνει ότι, δεν θα υπάρχουν πόροι για κάλυψη άλλων χρηματοδοτικών αναγκών (πχ. τόνωση της ανάπτυξης). Το σενάριο ένταξης της χώρας στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» (Quantitative Easing–QE), παρ’ ότι θα έδινε δυνατότητα περιορισμένης έκτασης πρόσθετου δανεισμού από τις τράπεζες (γύρω στα 3 δις), θα έδινε ωστόσο σήμα στις «αγορές» (δανειστές-τοκογλύφους), να δανείσουν την Ελλάδα σε «λογικά» επιτόκια. Ενδεικτικά το κόστος δανεισμού στο τέλος Ιουνίου 2017 ήταν, για το εξάμηνο ομόλογο 2,97%, το διετές 4,15% και το δεκαετές 5,6%.!
Μετά την κατάρρευση των σεναρίων ένταξης στην «ποσοτική χαλάρωση» (η ΕΚΤ ζητά εγγυήσεις «βιωσιμότητας» του χρέους), αρχίζει τώρα ένα νέο σίριαλ περί «εξόδου στις αγορές», το οποίο προβλέπεται στο τέλος 2017 ή αρχές 2018, με χρήση μέρους των κονδυλίων του γ’ δανείου (περί τα 27 δις σε σύνολο 86 δις), ως «προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης» (κάτι σαν «μαξιλαράκι» ασφαλείας για τους δανειστές). Στο φόντο των διαφόρων «σεναρίων» για το χρόνο της εξόδου, έχουμε και πάλι επανάληψη των «λεονταρισμών» του Α.Τσίπρα, ότι η «Ελλάδα θα βγει με το σπαθί της στις αγορές, χωρίς πιστωτική γραμμή στήριξης».!
Πρόκειται για επικοινωνιακό τρικ για δύο λόγους. Πρώτον, η έξοδος στις αγορές με «πιστωτική γραμμή» σημαίνει νέο Πρόγραμμα (δηλ. νέο Μνημόνιο και αυστηρή εποπτεία) και δεύτερον, αποτελεί επανάληψη της πρακτικής της ΝΔ επί Σαμαρά (2014), που έκανε μια συμφωνημένη με τους πιστωτές δοκιμαστική έξοδο στις αγορές με «προληπτική πιστωτική γραμμή», χωρίς βέβαια να πετύχει κάτι ουσιαστικό (ύψος δανεισμού 1-2 δις και επιτόκιο γύρω στο 4%). Η δοκιμαστική έξοδος είχε άμεση σύνδεση με το e–mail Χαρδούβελη (στην ουσία νέο Μνημόνιο), πράγμα που ήθελε να αποφύγει ο Σαμαράς και με αφορμή την αδυναμία εκλογής προέδρου Δημοκρατίας, προκήρυξε εκλογές. Ο Α.Τσίπρας, με νέους «λεονταρισμούς», επιχειρεί να δώσει την αίσθηση, όπως και ο Σαμαράς, ότι είμαστε στην πορεία εξόδου από τα Μνημόνια και της «δίκαιης ανάπτυξης», ενώ ο αντιπρόεδρος Γ.Δραγασάκης φιλοδοξεί να βάλει …αριστερή υπογραφή στην εφαρμογή του Μνημονίου.!!!
Ωστόσο η δυνατότητα εξόδου στις «αγορές» και του δανεισμού με «λογικά» επιτόκια, εξαρτάται από σειρά παράγοντες που δεν έχουν σχέση με τις επιθυμίες του κ.Τσίπρα. Ειδικότερα εξαρτάται από τι λένε ΔΝΤ, ΕΚΤ και ΕΣΜ για το χρέος, από τη βαθμίδα πιστωτικού κινδύνου που δίνουν οι Οίκοι αξιολόγησης στα ελληνικά ομόλογα (σήμερα είναι κατηγορία C… και πρέπει να είναι τουλάχιστον Β….), από την πορεία εφαρμογής των Μνημονιακών μέτρων και συνολικά την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Από την άλλη η έξοδος στις αγορές με «πιστωτική γραμμή στήριξης» έχει κι αυτή διαβαθμίσεις (σκληρή και …σκληρώτερη). Πιστωτική γραμμή «προληπτικών προϋποθέσεων» (PCCL) και πιστωτική γραμμή «ενισχυμένων προϋποθέσεων» (ECCL). Σε κάθε περίπτωση απαιτείται Μνημόνιο και αυστηρή εποπτεία από την ΕΕ, ενώ η δε διάρκεια τους δεν υπερβαίνει το ένα έτος.
Όμως το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι ο παραπέρα δανεισμός από τις «αγορές», έστω και με λογικά επιτόκια, αλλά η δραστική μείωση του χρέους, προκειμένου να χαλαρώσει η θηλιά των τοκοχρεολυσίων στο λαιμό του ελληνικού λαού. Τα σενάρια «εξόδου στις αγορές», παρακάμπτουν το ουσιαστικό ζήτημα της δραστικής μείωσης του (κούρεμα) και το υποκαθιστούν με δανεισμό, υπονομεύοντας τελικά τη διεκδίκηση μείωσης. Αν η Ελλάδα βγει στις αγορές, ακόμα και με μέτρια επιτόκια γύρω στο 4%, κάτι που διακαώς επιθυμούν οι δανειστές και η ευρωζωνική ελίτ (από Μοσκοβισί, μέχρι Σόϊμπλε, Ντράγκι κά), τότε η απάντηση στη διεκδίκηση μείωσης του, θα είναι ότι δεν υπάρχει λόγος ειδικής ρύθμισης, αφού μπορείτε να προσφύγετε στις αγορές, να έχετε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος χρόνου, να ξεπουλήσετε τη δημόσια περιουσία, κά, ….ανεξάρτητα αν αυτά οδηγούν σε παραγωγική παρακμή, υψηλή ανεργία και εξαθλίωση του ελληνικού λαού.!!!
Από την άλλη μια τέτοια επιλογή, σημαίνει αποδοχή της εσαεί «ομηρίας» της χώρας στη φυλακή της ευρωζώνης. Αντίθετα η Ελλάδα ανακτώντας την νομισματική κυριαρχία, πέρα από τα άλλα πλεονεκτήματα, έχει αντικειμενικά πολλά περιθώρια ευνοϊκής αντιμετώπισης του χρέους και δυνατότητα στήριξης της παραγωγικής ανόρθωσης, μείωσης της ανεργίας, αύξησης του εισοδήματος, κά. Το παράδειγμα άλλων χωρών με πολύ υψηλό δημόσιο χρέος και δικό τους νόμισμα (πχ Ιαπωνία έχει χρέος 220% του ΑΕΠ), αλλά είναι κυρίως εσωτερικό και όχι εξωτερικό (δηλ. σε ευρώ, δολάριο κλπ), μπορούν να το διαχειρίζονται αποτελεσματικότερα. Για αυτούς τους λόγους η διακοπή πληρωμής του χρέους και η αποδέσμευση από την ευρωζώνη, αποτελούν «κλειδί» στην επίλυση του όπως και άλλων κρίσιμων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Το χρέος αυξάνει μαζί και οι δαπάνες εξυπηρέτησης του
Τα προφανή αδιέξοδα που σηματοδοτεί η απόφαση του τελευταίου Eurogroup (15.6.17), δημιουργεί ανησυχίες σε συστημικούς παράγοντες, όπως στο Δ/τη της ΤτΕ, Γ.Στουρνάρα, ο οποίος μιλάει για αυστηρή εφαρμογή των προαπαιτούμενων, ώστε να εξασφαλιστεί η ρύθμιση του χρέους, διαφορετικά θεωρεί ένα Δ’ Μνημόνιο ως αναπόφευκτο. Η αναγνώριση της βιωσιμότητας του χρέους με τη «βούλα» των θεσμών (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ, ΕΜΣ), αποτελεί κρίσιμο στοιχείο στην αξιολόγηση κινδύνων από τις «αγορές» (δανειστές-τοκογλύφους) προκειμένου να δανείσουν την Ελλάδα με «λογικά» επιτόκια.
Ωστόσο, ούτε το ΔΝΤ, ούτε η ΕΚΤ θεωρούν βιώσιμο το χρέος, ενώ οι «αγορές» γνωρίζοντας την πορεία των τοκοχρεολυσίων σε βάθος χρόνου, δεν παίρνουν στα σοβαρά τους «λεονταρισμούς» του Α.Τσίπρα. Κατά συνέπεια το σκηνικό της εξόδου στις αγορές είναι έωλο και κυρίως δεν μπορεί να διασφαλίσει την κάλυψη των δανειακών αναγκών με χαμηλά επιτόκια. Οι αγορές είναι πάντα …ανοικτές, αρκεί ο δανειζόμενος να πληρώσει το τίμημα του «πιστωτικού κινδύνου», δηλ. υψηλά επιτόκια.
Το ύψος των ετήσιων μεικτών χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας, σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού 2017, αγγίζει το 18% του ΑΕΠ. Παρ’ ότι ο προϋπολογισμός προβλέπει «πρωτογενή πλεονάσματα», η συνολική δημοσιονομική διαχείριση είναι ελλειμματική, διότι οι συνολικές δανειακές ανάγκες του δημοσίου, για την κάλυψη των τόκων του δημοσίου χρέους (5,6 δις το 2017) μαζί και των τοκοχρεολυσίων του «βραχυπρόθεσμού δανεισμού» (27 δις), ανέρχονται συνολικά σε 32,6 δις ή 17,8% του ΑΕΠ, το οποίο εκτιμάται ότι το 2017 θα ανέλθει σε 181 δις.
Να σημειώσουμε ότι ο «βραχυπρόθεσμος δανεισμός», αποτελείται από «έντοκα γραμμάτια ελληνικού δημοσίου» (15 δις ) και repos (12 δις). Επίσης οι πληρωμές των τοκοχρεολυσίων του «βραχυπρόθεσμου χρέους», αν υπολογιστούν αθροιστικά, ανέρχονται σε 541 δις. Όμως με βάση τη διάρκεια τους (3μηνα, 6μηνα, 12μηνα), ο μέσος όρος το χρόνο, είναι περίπου 27 δις. Το άθροισμα των δύο (επιτόκια χρέους και βραχυπρόθεσμες πληρωμές), μας δίνουν τις μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες το 2017 εκτιμάται ότι θα φθάνουν 32,6 δις ή 17,8% του ΑΕΠ.
Για να θεωρηθεί βιώσιμο το χρέος, με βάση δείκτες που χρησιμοποιούν ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ, δεν πρέπει οι συγκεκριμένες ανάγκες να ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ. Αυτό και μόνο δείχνει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην απόφαση του περσινού Eurogroup, της 22ας Μαΐου 2016, υπήρξε δέσμευση των ηγετών της ευρωζώνης, να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, ώστε οι ετήσιες ανάγκες της Ελλάδας για την εξυπηρέτηση του χρέους, να μην υπερβαίνουν μεσοπρόθεσμα το 15% του ΑΕΠ και μακροπρόθεσμα το 20% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) που διέρρευσε από το πρακτορείο Bloomberg («Ν», 21.6.17), οι ετήσιες ανάγκες εξυπηρέτησης μετά το 2033, θα υπερβούν το 20% του ΑΕΠ (από 17,5% για το 2017) και θα φθάσουν στο 56% το 2060, ενώ το χρέος σε ποσοστό του ΑΕΠ θα ανέβει από 177% σήμερα, στο 241,4% του ΑΕΠ το 2060.!! Δηλαδή ακόμα και με πολύ υψηλά πλεονάσματα (3,5% ως το 2022 και 2% ως 2060), το αποτέλεσμα θα είναι να βρεθούμε, ως λαός και χώρα, σε πολύ χειρότερη μοίρα απ’ ότι σήμερα. Μιλάμε πάντα για το «βασικό σενάριο», που στηρίζεται στην υπόθεση ετήσιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ 3-4% ως το 2060 (!!). Το ΔΝΤ, παρ’ ότι στηρίζει πολιτικά το πρόγραμμα («υποσχετική» οριακής συμμετοχής με 1,8 δις), εκτιμά ότι είναι αδύνατον να επιτευχθούν πλεονάσματα πάνω από 1,5% του ΑΕΠ και μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πάνω από 1% μακροπρόθεσμα.
Ακόμα και οι συντάκτες της έκθεσης της Κομισιόν (ΕΕ), διαβλέπουν ότι δεν μπορούν να επιτευχθούν τέτοια πρωτογενή πλεονάσματα, δεδομένου ότι υπάρχουν και πρόσθετα εμπόδια (αδυναμία αξιόπιστων προβλέψεων σε βάθος χρόνου, προϊούσα γήρανση πληθυσμού λόγω υπογεννητικότητας και φυγής νέων, πτώση παραγωγικότητας, κά). Κατά συνέπεια το όλο οικοδόμημα «επιτυχίας» της απόφασης του Eurogroup, βρίσκεται στον αέρα, τόσο για την ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές, όσο για την προοπτική επιβίωσης του ελληνικού λαού, δείχνοντας καθαρά τις τραγικές συνέπειες της επιλογής ….της «πάση θυσία» παραμονής στην ευρωζώνη και την ΕΕ.
Με αυτά τα δεδομένα, τα κρισιακά αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας θα ενταθούν στο εγγύς μέλλον, ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, ενώ οι δανειστές, σε τη σύμπνοια των εγχώριων ολιγαρχών και μνημονιακών media, καθώς τη μνημονιακή αντιπολίτευση θα επαναλαμβάνουν συνεχώς ….μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, μεταρυθμίσεις…. εννοώντας την αρπαγή δημόσιας περιουσίας, φορολεηλασία λαϊκών εισοδημάτων, πλήρη συντριβή εργασιακών δικαιωμάτων και ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομενων και της νεολαίας, για την ενίσχυση της κερδοφορίας, ιδιαίτερα των μεγάλων κεφαλαιούχων.
Για τη «Λαϊκή Ενότητα» η διακοπή πληρωμής του χρέους με στόχο τη διαγραφή του, η αποδέσμευση από τη φυλακή της ευρωζώνης και η εφαρμογή προγράμματος παραγωγής ανόρθωσης, κατάργησης της λιτότητας και μείωσης της ανεργίας, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις φιλολαϊκής εξόδου της χώρας από την κρίση.