Μελετώντας κανείς το φαινόμενο της γερμανικής εκδοχής του φασισμού, του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού, αργά ή γρήγορα θα καταλήξει και στον θλιβερό επίλογό του, την περίφημη δίκη της Νυρεμβέργης. Εκεί τον περιμένει μια έκπληξη. Είναι η έκπληξη εκείνη που κατάλαβε τους Αμερικανούς των αρμόδιων στρατιωτικών δικαστικών αρχών, όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά με τους κύριους υπεύθυνους της περί τον Α. Χίτλερ εγκληματικής συμμορίας: απέναντί τους είχαν μια δράκα ανθρωπάκια, από τα οποία κανένα δεν τολμούσε να αναλάβει την ευθύνη των πράξεων του – όλα τα εγκλήματα αποδίδονταν στον Α. Χίτλερ. Από την στιγμή που συνελήφθησαν οι πρωτεργάτες των εγκλημάτων του χιτλερισμού και αντιλήφθηκαν ότι θα λογοδοτήσουν σε διεθνές δικαστήριο συμπεριφέρονταν όπως ο τελευταίος κακομοίρης απλός Γερμανός που είδε μαζί με το “σπίτι του” να συντρίβεται και το… χιλιόχρονο Ράιχ, το οποίο είχε εξαγγείλει ο Α. Χίτλερ.
Η ελληνική καρικατούρα του χιτλερισμού και τα στελέχη της αποδεικνύουν, για μια ακόμη φορά, τον καιροσκοπισμό των φασιστών και την πολιτική αλητεία τους. Ο φασισμός δεν είναι φαινόμενο όχλου, αλλά αλητείας. Ο όχλος συγκροτείται υπό ορισμένες συνθήκες, εκτονώνεται και διαλύεται όταν απουσιάζουν οι προϋποθέσεις συγκρότησής του. Αντίθετα οι φασιστικές ομάδες, είναι εγκληματικές ομάδες αλητών, οι οποίες πολιτικοποιούν ενσυνειδήτως το έγκλημα και “εγκληματικοποιούν” τμήματα ενός λαού ή και ολόκληρους λαούς (η περίπτωση της χιτλερικής Γερμανίας είναι μια τέτοια ολοφάνερη εκδοχή). Εκείνο το οποίο διαχωρίζει τους φασίστες από τις άλλες μορφές πολιτικών ή στρατιωτικών εγκληματιών είναι ότι ουδέποτε αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους.
Το φαινόμενο επαναλαμβάνεται και στην περίπτωση της “Χρυσής Αυγής”: δεν είναι μόνο ο καιροσκοπισμός, ο οποίος οδηγεί σε τακτικές κινήσεις παραπλάνησης της δικαιοσύνης, που οδηγεί στις κωμικές δικαιολογίες των Ελλήνων φασιστών, όταν αποκαλύπτεται κάποια παρανομία τους. Αυτό συνέβη όταν συνελήφθηκε η ηγετική ομάδα της “Χρυσής Αυγής”, αυτό συνέβηκε και με τον φαιδρό μακρυμάλλη βουλευτή της μετά την κωμικοτραγική ομιλία του στο ελληνικό κοινοβούλιο, όπου ζητούσε ευθέως την κατάλυση από τον στρατό της δημοκρατίας και απειλούσε τις ζωές μελών της κυβέρνησης και τον ανώτατο άρχοντα του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Οι “συναγωνιστές” του από κάτω επιδοκίμασαν τις ανοησίες του χειροκροτώντας και χασκογελώντας αλλάζοντας μεταξύ τους βλέμματα ικανοποίησης και θαυμασμού για τον “τολμητία”. Όταν αργότερα εμφανίστηκε στη Βουλή ο υπουργός Εθνικής Άμυνας και ζήτησε την δίωξη του συγκεκριμένου φασίστα βουλευτή για όσα δήλωσε και για όσα απείλησε, οι “μάχιμοι” του ελληνικού φασισμού έβαλαν για άλλη μια φορά την ουρά στα σκέλια. Πρώτος από όλους ο φυρερίσκος, ο οποίος ενώ παλαιότερα διατυμπάνιζε σε όλους τους τόνους, ότι καλύπτει τους υφιστάμενους “συναγωντιστές” του, διέγραψε, με προφανή σπουδή, τον βουλευτή του. Ο υπόδικος φυρερίσκος της Χρυσής Αυγής προφανώς και πληροφορήθηκε τι ακριβώς σημαίνουν οι κατηγορίες προς τον υφιστάμενό βουλευτή του και ποιες συνέπειες θα είχε η όλη υπόθεση και για αυτόν τον ίδιο και για την υπόλοιπη ηγετική ομάδα του υπόδικου μορφώματος – και έσπευσε να τον διαγράψει. Ο φόβος της φυλακής έκανε να λησμονηθούν οι κορώνες περί καλύψεως των στελεχών από τον “αρχηγό” κάτι που αφορά στην “στρατιωτική” δομή της οργάνωσής του και την απόλυτη πίστη – μεθ΄ όρκου – στον ηγέτη της. Ο Νίκος Μιχαλολιάκος εμπρός στον κίνδυνο της φυλακής και της περισυλλογής όλου του συρφετού εκ νέου από την δικαιοσύνη αρνήθηκε να καλύψει τον υφιστάμενό του.
Το θέμα μου, ωστόσο, δεν είναι η δειλία και η ασυνέπεια της ηγετικής ομάδας της “Χρυσής Αυγής”, αυτό ήταν, είναι και, μάλλον, θα είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό κάθε φασιστικής πρακτικής: οι άνθρωποι, ακόμη και οι φανατικοί κάποιων ιδεολογιών, μπορεί να πεθάνουν για τις ιδέες τους, πολλές φορές χωρίς κανέναν λόγο και χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ένα παράδειγμα είναι οι Έλληνες κομμουνιστές. Οι φασίστες, παρότι ερωτοτροπούν διαρκώς με τον θάνατο, δεν είναι ποτέ διαθέσιμοι να πεθάνουν για τις ιδέες τους. Ο μόνος ήρωας, το μόνο “θύμα” που είχαν ανακαλύψει στο κίνημά τους οι εθνικοσοσιαλιστές του Α. Χίτλερ, την “ηρωική” περίοδο πριν την κατάκτηση της εξουσίας ήταν ένας… μαστρωπός! Και τον ανακήρυξαν σε ήρωα του κινήματος. Οι ομοιότητες πολλές φορές είναι καταπληκτικές.
Το άρθρο μου, ωστόσο, δεν αφορά την θρασυδειλία των φασιστών. Αφορά τις διαδρομές μέσα από τις οποίες φθάσαμε στην σημερινή κατάσταση να “τολμάει” δηλαδή ένας φασίστας να εκστομίζει παρόμοιες απειλές μέσα στο ίδιο το κοινοβούλιο κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας. Είναι ολοφάνερο ότι ο “χρυσαυγίτης” προκάλεσε την ίδια του την τύχη, λόγω κεκτημένης ταχύτητας και βλακείας. Εάν εγνώριζε τις συνέπειες δεν θα απειλούσε με αυτόν τον τρόπο. Τώρα, φυσικώς, κλαψουρίζει και απολογείται με διάφορα ψεύδη για να περισώσει το σαρκίο του από τη βάσανο της πολυετούς φυλάκισης. Αλλά αυτά είναι υπόθεση της ελληνικής δικαιοσύνης και ας μην εμπλακούμε στα αργόσυρτα και σβαρνιάρικα πόδια της.
Η κεκτημένη ταχύτητα, λοιπόν, “έφαγε” τον μαχητή της Χρυσής Αυγής. Αλλά απ΄ που προέρχεται αυτή η κεκτημένη ταχύτητα;
Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει πλειάδα αιτιών για αυτήν την αποθράσυνση: την νωχέλεια και τα χαμηλά αντανακλαστικά της ελληνικής δικαιοσύνης απέναντι στις παραβατικές συμπεριφορές των φασιστών, την αδυναμία των δημοσιογράφων και του ελληνικού συστήματος πληροφόρησης να κάνουν διακριτές και να στηλιτεύσουν τις φασιστικές παραβατικές συμπεριφορές, οι οποίες καλύπτονται μέσα στον τοξικό χυλό της ελληνικής δημοσιότητας, στις αδυναμίες των πολιτικών κομμάτων και στον καιροσκοπισμό μερικών εξ αυτών, τα οποία κατά καιρούς, θεωρούν την παρουσία της “Χρυσής Αυγής” ως συμφέρουσα στις κομματικές τους επιδιώξεις και στοχεύσεις, στην περίφημη θεωρία των δύο άκρων κ.α..
Θα προσθέσω έναν ακόμη λόγο για αυτήν την αποθράσυνση και “χαλάρωση”, που οδήγησε το συγκεκριμένο στέλεχος της “Χρυσής Αυγής”, να παρεκτραπεί εις βάρος του εαυτού του εντός του κοινοβουλίου αγνοώντας τις συνέπειες των δηλώσεων του: ο χώρος του κοινοβουλίου έχει υποστεί στο παρελθόν μια συστηματική διάβρωση συμβολικού χαρακτήρα, από όπου ξεκίνησε η απαξίωση της και η υποβάθμιση της σημασίας της για την λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας. Συνδέω την έναρξη αυτής της διαδικασίας ηθικής και πολιτικής απαξίωσης με ένα λησμονημένο, σήμερα, συμβάν, με μεγάλο, ωστόσο, συμβολισμό: την “ανύψωση” της ελληνικής σημαίας στο βήμα της Βουλής από τον βουλευτή Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Ψωμιάδη. Ο αρνητικός αυτός συμβολισμός, της εμφάνισης ενός γραφικού, αλλά επικίνδυνου πολιτικού προσώπου, στο βήμα της Βουλής με την ελληνική σημαία, δεν προκάλεσε, τότε, τις αντιδράσεις που έπρεπε: ο βουλευτής δεν τιμωρήθηκε για την ασέβειά του (τι περισσότερο μπορεί να σημαίνει όταν κάποιος “σηκώνει” την ελληνική σημαία στο κοινοβούλιο και κομπάζει στη συνέχεια διαρκώς για αυτό, πέρα από το γεγονός ότι ο θεσμός του κοινοβουλίου έπαψε να εκφράζει αυτά που υποτίθεται εκφράζει η σημαία, ότι δηλαδή τα τότε μέλη του εθνικού κοινοβουλίου ή, τουλάχιστον, η πλειονότητά τους είχαν μειωμένη αίσθηση του πατριωτικού καθήκοντος;)
Οι συμβολισμοί στην πολιτική διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο και αυτό είναι γνωστό όχι μόνο σε ευφυείς πολιτικούς, αλλά και στους βλάκες. Οι τελευταίοι, ενίοτε, αποδεικνύονται καλύτεροι μάστορες στην πολιτική μέσω συμβολισμών, απλώς δεν μπορούν πάντοτε να διακρίνουν τις αλλαγές των συγκυριών και τις ευρύτερες συνάφειες των πραγμάτων, οπότε εκτίθενται. Ο βουλευτής της “Χρυσής Αυγής” ακολούθησε το νήμα που ξεδίπλωσε πρώτος ο Παναγιώτης Ψωμιάδης, χωρίς, ωστόσο, να αντιληφθεί ότι, εν τω μεταξύ, κάποια πράγματα έχουν αλλάξει και πως δεν είναι το ίδιο να σηκώνεις την ελληνική σημαία στο κοινοβούλιο με την ανοικτή προτροπή για κατάλυση της δημοκρατίας και την απειλή για “παλούκωμα των κεφαλών” θεσμικών παραγόντων του πολιτεύματος στις ακριτικές Πρέσπες.
Και ενώ η “ανύψωση” της ελληνικής σημαίας στο κοινοβούλιο, άνοιγε τον δρόμο για μια εκ των έσω αμφισβήτηση του πατριωτικού φρονήματος των μελών της εθνικής αντιπροσωπείας και οδηγούσε, δια αυτού, στην διαρκή συμβολική και ουσιαστική υπονόμευση του θεσμού του κοινοβουλίου, το “πεζοδρόμιο” παρελάμβανε το μήνυμα και το έφερνε στα μέτρα του: “να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή”.
Έτσι γίνεται πάντοτε, πρώτα καίγονται κτίρια και μετά άνθρωποι..
*Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”