Για το Μίλτον Κέινς γνώριζα μόνο από τη βιογραφία του Alan Turing. Εκεί, στο Μπλέτσλεϊ Παρκ για την ακρίβεια, ο Άγγλος μαθηματικός, μαζί με μια ομάδα επιστημόνων της βρετανικής υπηρεσίας αποκρυπτογράφησης, έσπασαν τον μυστικό κώδικα επικοινωνιών των Ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είδα ξανά την περιοχή να διατρέχει το timeline μου σαν μια κουκίδα στον χάρτη του Facebook, όταν ο Σταμάτης Χαραλαμπίδης μετακόμισε στην πόλη. Τον περασμένο Αύγουστο, αποχαιρέτισε οριστικά την πατρίδα του, τους τόπους, τους ανθρώπους και τις σχέσεις που είχε θεμελιώσει στην Ελλάδα επί 56 χρόνια, για να ακολουθήσει απρόθυμα, αλλά αναγκαστικά, την οδό της εργατικής μετανάστευσης. Την ίδια στιγμή, σ’ ένα παράλληλο –επικοινωνιακό και επίπλαστο– σύμπαν, διάφοροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ευαγγελίζονταν το τρένο της ανάπτυξης, ένα τρένο που προφανώς ταξιδεύει άδειο, χωρίς επιβάτες, αφού κανένας μας δεν κάθεται αναπαυτικά στα βαγόνια του.
Η διαδρομή από το Λονδίνο στο Μίλτον Κέινς διήρκεσε κάτι λιγότερο από 40 λεπτά. Έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό βρίσκονταν ξαπλωμένοι τρεις άστεγοι, που προσπαθούσαν να προστατευτούν από το τσουχτερό βρετανικό κρύο. Η τοπική εφημερίδα σημείωνε σε επικριτικό τόνο την αύξηση των αστέγων τον τελευταίο χρόνο στην ευρύτερη περιφέρεια και στηλίτευε την άρνηση της Αστυνομίας να παραχωρήσει ορισμένα από τα άδεια ακίνητα που διαθέτει για κοινωνικούς σκοπούς. Η πόλη κινούνταν στους νωχελικούς ρυθμούς της κυριακάτικης αργίας και της πυκνών σύννεφων που σου καταρράκωναν τη διάθεση, ιδιαίτερα αν οι αναπαραστάσεις της ζωής σου είναι συνυφασμένες με μια χώρα που έχει 360 μέρες τον χρόνο ήλιο. «Το πιστεύεις ότι όταν έγραφες εκείνο το άρθρο, από μέσα μου αναρωτιόμουν με τρόμο: λες, ρε γαμώτο, να χρειαστεί να φύγω και εγώ κάποια στιγμή από τη χώρα μου;». Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε η Κατερίνα, όταν συναντηθήκαμε μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα πικρής επίγνωσης και λυτρωτικής ειρωνείας.
«Απόγνωση. Αυτό. Είμαι 56 χρονών και με ανάγκασαν να φύγω από τη χώρα μου, επειδή ήμουν νεκρός γι’ αυτούς»
Η Κατερίνα Κοκκόνη και ο Σταμάτης Χαραλαμπίδης, ζευγάρι από το 1982, παρότι την τελευταία πενταετία είδαν την καθημερινότητά τους να συνθλίβεται από το βάρος της οικονομικής κρίσης, φιλοξένησαν για έναν χρόνο στο σπίτι τους στη Νίκαια μια οικογένεια προσφύγων. Αυτήν την υπέροχη ιστορία αλληλεγγύης δημοσιεύσαμε στο VICE τον Απρίλιο του 2017. Κάποιους μήνες αργότερα, έγιναν και οι ίδιοι μετανάστες. Κανένας άνθρωπος δεν αποφασίζει αβίαστα να ξεριζωθεί. Κάτι τον διώχνει. Τον Σταμάτη και την Κατερίνα τους έδιωξε η συμβολική βία της ανεργίας και της ανέχειας, που μπορεί να εκμηδενίσει την προσωπικότητα του ανθρώπου και να κάνει αβίωτη την ύπαρξή του. Οπότε και η ερώτηση που τους έκανα -«πως αποφασίσατε να φύγετε από την Ελλάδα;»- ήταν περισσότερο μια άχαρη και τυποποιημένη αφορμή για να ξεκινήσει μια συζήτηση που στις μέρες μας παίρνει τη μορφή σκιάχτρου για πολλές ελληνικές οικογένειες.
«Πέντε χρόνια άνεργη η Κατερίνα, δύο χρόνια εγώ να βολοδέρνω μ’ ένα μεροκάματο μια φορά την εβδομάδα, να μαζεύονται τα χρέη, είχαμε φτάσει σε ασφυξία. Τον Αύγουστο, συνάντησα έναν φίλο που μόλις είχε επιστρέψει από Αγγλία. Μου είπε ότι έψαχναν κόσμο για δουλειά και μου πρότεινε να με φέρει σε επαφή. Ε, δεν ήθελα και πολύ. Μόλις ήρθε η απάντηση, καβάλησα το αεροπλάνο και έφυγα. Απόγνωση. Αυτό. Είμαι 56 χρονών και με ανάγκασαν να φύγω από τη χώρα μου, επειδή ήμουν νεκρός γι’ αυτούς», λέει ο Σταμάτης. «Ήταν απροσδόκητο. Μια απόφαση στιγμής. Τον Ιούνιο είχαμε αναθαρρήσει, επειδή ο Σταμάτης έκανε κάποια ραντεβού για δουλειά. Είχε πάει, όμως, Αύγουστος και κανείς δεν τον είχε πάρει. Δευτέρα, του είπαν για Αγγλία. Δεν μου είπε τίποτα εκείνη τη μέρα. Προφανώς, το δούλευε στο μυαλό του. Την Τρίτη, μου το είπε. Φτιάξαμε ένα βιογραφικό, το ανεβάσαμε, την Πέμπτη ήρθε η απάντηση και ξεκινήσαμε τις προετοιμασίες, για να φύγει», συμπληρώνει η Κατερίνα.
«Ο Σταμάτης έφτασε σε απόλυτη απελπισία και είδε μια αγγελία που ζητούσαν φύλακα σε ενεχυροδανειστήριο. Ήταν μια δουλειά που τη σιχαινόταν, αλλά το σκέφτηκε»
Πρώτος, λοιπόν, έφυγε ο Σταμάτης, αφήνοντας πίσω την Κατερίνα, τους δύο γιους και τα δύο σκυλιά τους. Ο αρχικός προορισμός ήταν το Μπέρμιγχαμ, όπου φιλοξενήθηκε τις πρώτες μέρες στο σπίτι μιας Ελληνίδας. Ο Σταμάτης είχε μακρόχρονη προϋπηρεσία στην κατασκευή παπουτσιών και έψαχνε κάτι αντίστοιχο. Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ρόδινα γι’ αυτόν. «Όταν πήγα στο Μπέρμιγχαμ, μου ζήτησαν να δουλέψω σ’ ένα αντικείμενο που δεν το γνώριζα καθόλου. Ήταν νοσοκομειακά παπούτσια για ανθρώπους που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας. Για να φτιάξεις μόνο το εκμαγείο, είναι δουλειά ενός μήνα. Το κάνεις χειροποίητα και ένα λάθος αρκεί για να το καταστρέψεις. Δεν μου πήγαινε η συνείδησή μου να αναλάβω αυτήν την ευθύνη. Αν έκανα εγώ κάτι στραβά, θα αργούσε και ο άνθρωπος που το είχε ανάγκη να το πάρει στα χέρια του. Το εξήγησα στον εργοδότη και ήμουν έτοιμος να γυρίσω πίσω. Μου είπε ότι θα με βάλει σε άλλο πόστο, αλλά ως εκπαιδευόμενο, με 100 λίρες την εβδομάδα. Έκανα υπομονή. Έστειλα και αλλού βιογραφικά. Πήγα στο Ρέντινγκ, ως οδηγός σε μια μεγάλη εταιρεία κούριερ, μέχρι που ήρθε μια απάντηση από εδώ, το Μίλτον Κέινς», διηγείται ο Σταμάτης.
«Νομίζω ότι σ’ αυτόν τον εργοδότη ο Σταμάτης βρήκε μια μικρή ανταπόδοση για όσες φρικαλεότητες είχε αντιμετωπίσει τόσα χρόνια, από διάφορα αφεντικά. Τον ενθάρρυνε να μείνει, τον πήγε να του βρει δωμάτιο με το αυτοκίνητό του, πλήρωσε τις εγγυήσεις για το σπίτι και του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει να φέρει και την οικογένειά του. Μου τα έλεγε στο τηλέφωνο και δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τον ρωτούσα μήπως δεν κατάλαβε κάτι σωστά. Φοβόμουν ότι θα έπρεπε στο τέλος να πουλήσει το νεφρό του, για να τον ξεπληρώσει. Όλο το πακέτο το έφαγε ο Σταμάτης. Εγώ ήρθα Σάββατο και τη Δευτέρα πήγα στο οκτάωρό μου». Η Κατερίνα ακολούθησε τον Σταμάτη στις αρχές του χρόνου και πλέον δουλεύουν μαζί στο ίδιο εργοστάσιο.
Προχωρήσαμε με κουμπωμένα μπουφάν. Το Μίλτον Κέινς έμοιαζε αδιάφορο, κατατονικό και επίπεδο. Σίγουρα πολύ διαφορετικό από τα πολύβουα στενά της Νίκαιας, με τις ασβεστωμένες αυλές, τις απλωμένες μπουγάδες και τις αμέτρητες λακκούβες. Στο κέντρο του δέσποζε ένα θηριώδες εμπορικό κέντρο, εντελώς παράταιρο για μια πόλη 229.000 κατοίκων και τριγύρω συνεδριακά ξενοδοχεία γεμάτα περαστικούς και πάντοτε καλωδιωμένους επισκέπτες. Μια αναπτυσσόμενη πόλη, χωρίς ψυχή και ταυτότητα. Η μητέρα της Κατερίνας την πήρε τηλέφωνο να τη ρωτήσει αν έχει κρύο και αν έχει ντυθεί ζεστά, επιτελώντας ευλαβικά μια από τις πιο τρυφερά κωμικές τελετουργίες της ελληνικής οικογένειας. «Το βράδυ προτού φύγω, έκλαιγε. Μου έλεγε “όταν μπορείς να με παίρνεις”. Της εξήγησα ότι με το WhatsApp μπορούμε να μιλάμε κανονικά. Τώρα έχει καλμάρει και με παίρνει κάθε μέρα», λέει η Κατερίνα. Επιμέναμε να καπνίζουμε μανιωδώς όρθιοι στους -2 βαθμούς Κελσίου, συζητώντας ζωηρά για την αφόρητα προβλέψιμη πολιτική ίντριγκα της Ελλάδας, για το παρηγορητικό asset της αθηναϊκής λιακάδας, για κοινούς γνωστούς που σκορπίστηκαν, είτε σε διαφορετικές γεωγραφικές ζώνες του πλανήτη είτε ο καθένας στη δική του απροσπέλαστη μελαγχολία.
VICE Video: To VICE Συναντά τον Γιάνη
Πίσω από τις ενέσεις τεχνητής αισιοδοξίας, η ανεργία παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελλάδας. Εισβάλλει με κρότο στα σπίτια των ανθρώπων, αποξενώνει τη σκέψη τους, ακρωτηριάζει την όρεξή τους για ζωή και δημιουργία, μετατρέπει τον χρόνο σ’ ένα ασήκωτο βάρος αναμονής και παραίτησης, ενώ στο τέλος πετάει και το κλειδί της εξόδου από το παράθυρο. Είτε με τη μορφή της νεανικής ανεργίας, που ανακόπτει την ορμητικότητα για ανεξαρτησία, είτε με τη μορφή της προσυνταξιοδοτικής ανεργίας που είναι και η πιο αποσιωπημένη. Περίπου ένας στους πέντε ανθρώπους ηλικίας 55-64 ετών είναι άνεργος σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Το να χάσεις τη δουλειά σου σ’ αυτήν την ηλικία ισοδυναμεί με καθήλωση στο απόλυτο κενό, επειδή ούτε δουλειά μπορείς να βρεις εύκολα ξανά, ούτε στη σύνταξη μπορείς να βγεις μετά την αυστηροποίηση των συνταξιοδοτικών νόμων, ούτε οι υποχρεώσεις της ζωής σου είναι καθόλου ελαστικές: Τρέχουν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς απ’ ό,τι έρχονται οι -συνήθως αρνητικές- απαντήσεις στις αιτήσεις που κάνεις για δουλειά.
«Πήγα τον Σεπτέμβρη σε μια αγγελία. Ήταν 70 ώρες την εβδομάδα με 490 ευρώ τον μήνα […] Είναι 12 ώρες το πενθήμερο και δέκα ώρες το Σάββατο. Ακόμη και 25 χρονών να είσαι, δεν το αντέχεις»
Ο ηλικιακός ρατσισμός ενδεχομένως να υπήρχε και παλιότερα στην αγορά εργασίας. Στην κρίση, όμως, αποκαλύφθηκε η σοκαριστική του έκταση και η ασχήμια του. Η Κατερίνα θυμήθηκε κάποια πολύ χαρακτηριστικά περιστατικά της ταλαιπωρίας που είχε υποστεί στην αναζήτηση εργασίας: «Αυτήν τη στιγμή, ξέρουμε άλλα δύο ζευγάρια κοντά στην ηλικία μας που ετοιμάζονται να φύγουν για εξωτερικό. Δεν βρίσκεις δουλειά στην Ελλάδα αν είσαι πάνω από 50. Με το που έμαθα ότι υπάρχει ευρωπαϊκή οδηγία που σου επιτρέπει να μη βάζεις την ηλικία σου στο βιογραφικό σου, άλλαξα όλα τα βιογραφικά μου, αφαιρώντας το έτος γέννησης. Μέσα σε μια εβδομάδα, ήρθε η πρώτη απάντηση. Ντύθηκα, στολίστηκα και πήγα. Μου έκαναν μια πολύ τυπική συνέντευξη, αλλά εγώ εισέπραττα ότι δεν περίμεναν να είμαι τόσο μεγάλη. Μου είπαν πλαγίως ότι πρόκειται για μια βεβαρημένη θέση, με πολλές απαιτήσεις (και σωματικής αντοχής). Δεν υπάρχεις σ’ αυτήν την ηλικία. Και τι δεν έψαξα; Για καθαρίστρια, τα πάντα. Ο Σταμάτης έφτασε σε απόλυτη απελπισία και είδε μια αγγελία που ζητούσαν φύλακα σε ενεχυροδανειστήριο. Ήταν μια δουλειά που τη σιχαινόταν, αλλά το σκέφτηκε. Όταν καταλάβαμε ότι θα ήταν ένοπλος, του είπα να το βγάλει από το μυαλό του. Πήγα τον Σεπτέμβρη σε μια αγγελία. Ήταν 70 ώρες την εβδομάδα με 490 ευρώ τον μήνα, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν υπερωρίες, δώρα κτλ. Ξέρεις τι σημαίνει 70 ώρες την εβδομάδα; Είναι 12 ώρες το πενθήμερο και δέκα ώρες το Σάββατο. Ακόμη και 25 χρονών να είσαι, δεν το αντέχεις».
«Εδώ, στη μητρόπολη του καπιταλισμού, τουλάχιστον δεν υπάρχει αυτός ο ηλικιακός ρατσισμός. Δεν πρόκειται, βέβαια, για κάποιο κοινωνικό πρόσωπο. Απλώς τον εργοδότη δεν τον νοιάζει η ηλικία σου, αλλά να μπορείς να βγάλεις τη δουλειά. Στο εργοστάσιο που είμαστε, έχουμε έναν άνθρωπο που είναι 75 ετών», επισημαίνει ο Σταμάτης. «Δεν λέμε ότι πρέπει να δουλεύεις σε τόσο μεγάλη ηλικία, επειδή κι αυτό είναι απάνθρωπο. Αλλά έχει σημασία να εξαλείφονται οι διακρίσεις και να μη σου στερούν το δικαίωμα στην εργασία. Ακόμη και σε μια παμπ στην Αγγλία να κοιτάξω για δουλειά, αν μπορώ να βγάλω σωστά το οκτάωρό μου, θα με προσλάβουν. Αυτό μετράει. Δεν θα σου πει κανένας γιατί είσαι χοντρή, γιατί έχεις μοβ μαλλιά, γιατί είσαι punk», συμπληρώνει η Κατερίνα.
Η Κατερίνα και ο Σταμάτης δεν έζησαν ποτέ εις βάρος των άλλων, δεν πλούτισαν, δεν δελεάστηκαν στιγμή από τη φαντασίωση του ξέφρενου καταναλωτισμού και του lifestyle. Υπήρξαν δύο σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι που ζούσαν με αξιοπρέπεια από τον κόπο τους. Δεν ήταν ποτέ στραμμένοι στην ατομική τους ευημερία. Αντίθετα, ήταν ταγμένοι από μικροί στο όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, το πλήρωσαν, επειδή η συνδικαλιστική τους δράση και η αντίδρασή τους σε φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας, προσμετρήθηκε και τους ανέβασε λίγο ψηλότερα στη «μαύρη λίστα» του κλάδου. Την περίοδο της κρίσης, διένυσαν καρτερικά και βασανιστικά την έρημο της ανεργίας και της φτώχειας, σε μια διαρκή εναλλαγή θύμου και ενοχής. Ξέρουν τι σημαίνει να πας μια μέρα να πατήσεις τον διακόπτη και η λάμπα να μην ανάβει, να μην τολμάς να ανοίξεις του φακέλους με τους λογαριασμούς που σε περιμένουν απειλητικά στα σκαλοπάτια, να αδειάζει το ψυγείο και να μην ξέρεις τι να κάνεις, επειδή τα ’χεις κάνει όλα, να ξεκόβεις από το κοινωνικό σου περιβάλλον, επειδή το μοναδικό που σου επιτρέπει η οικονομική σου κατάσταση να κάνεις είναι απλώς να ανασαίνεις, αν και κάθε μέρα ανασαίνεις λίγο πιο βαριά. Ωστόσο, επέμειναν να μην απεμπολήσουν τις ιδέες τους. Ακόμη και στα μεγάλα τους ζόρια, επέλεξαν να μαζέψουν ένα κακοποιημένο σκυλάκι από τον δρόμο και να φιλοξενήσουν για έναν ολόκληρο χρόνο μια οικογένεια προσφύγων, δηλαδή να μοιραστούν τα ανεξάντλητα αποθέματα αλληλεγγύης που διέθεταν.
«Είχα τόσο θυμό και οργή, που τίποτα δεν με δυσκόλεψε φεύγοντας. Ακόμη και τα παιδιά, δεν μπορώ να πω ότι τα άφησα με βαριά καρδιά. Είναι μεγάλα παιδιά»
Σήμερα, δουλεύουν και οι δύο, οκτώ με πέντε καθημερινά, σε μια επίπονη δουλειά που μόνο μετανάστες την κάνουν στην Αγγλία, αλλά οι ίδιοι, όταν αναλογίζονται την καταναγκαστική απραξία και τη μιζέρια που βίωναν, νιώθουν ικανοποιημένοι. Ζουν σ’ ένα σχετικά άβολο διαμέρισμα μιας κρεβατοκάμαρας, με κοινόχρηστη κουζίνα, σ’ ένα μπλοκ διαμερισμάτων όπου στεγάζεται το πολυεθνικό εργατικό δυναμικό του Μίλτον Κέινς. Ο ένας μισθός καλύπτει τα δικά τους έξοδα στην Αγγλία και ο δεύτερος πάει στην Ελλάδα, όπου ζουν οι δύο γιοι τους και οι γονείς τους. Ο στόχος τους είναι ο Κυριάκος, ο 28χρονος επίσης άνεργος γιος τους, να έρθει στην Αγγλία μέχρι το καλοκαίρι, για να δουλέψει ως νοσηλευτής και ο μικρός να αποφασίσει τι θα κάνει, μόλις τελειώσει τη σχολή του. Η Κατερίνα έχει ένα μεγάλο άγχος για το σκύλο της. Πάσχει από καρκίνο και θέλει να τον φέρει άμεσα στην Αγγλία, για να περάσει κοντά της τα τελευταία στάδια της ζωής του.
«Είχα τόσο θυμό και οργή, που τίποτα δεν με δυσκόλεψε φεύγοντας. Ακόμη και τα παιδιά, δεν μπορώ να πω ότι τα άφησα με βαριά καρδιά. Είναι μεγάλα παιδιά. Ο Κυριάκος έπρεπε να μένει μόνος του εδώ και χρόνια. Σε εγκλωβίζει το να είσαι 28 χρονών και να μένεις με τους γονείς σου. Τα γερόντια μας ίσως λίγο, που έχουν προβλήματα υγείας. Μόνο αυτό. Λέω, αν γίνει κάτι, πώς θα μπορώ να βοηθήσω, τώρα που είμαι μακριά; Κατά τα άλλα, ούτε μαύρη πέτρα, ούτε τίποτα. Με τον καιρό, κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και βλέπω ότι μου έφυγε το μίσος από τα μάτια. Αλήθεια σου λέω, στην Αθήνα περπατούσα και φλογιζόμουν ώρες-ώρες. Ειδικά, αν έβλεπα παλιούς ΣΥΡΙΖΑίους που τους ήξερα από τον δρόμο και τα κινήματα, οι οποίοι μετά απλώς βολεύτηκαν και τα ξέγραψαν όλα. Ξαλάφρωσα λίγο. Το μόνο που έκανα κάτω, ήταν να ψάχνω απελπισμένα να εξασφαλίσω τα τσιγάρα της ημέρας -να φάω δεν μ’ ένοιαζε, μόνο τα τσιγάρα μου- και να στέκομαι αποχαυνωμένη μπροστά στον υπολογιστή, μπας και έρθει κανένα καλό νέο για δουλειά. Με έπιαναν οι ενοχές, άλλες φορές. Σκεφτόμουν ότι κάτι κάνω εγώ λάθος και έπαιρνα σβάρνα τα μαγαζιά, ρωτώντας αν ψάχνουν εργαζόμενους. Δεν θα κάτσω, λοιπόν, να σβήνω μέρες στο ημερολόγιο σαν τους φαντάρους. Θα προσπαθήσω να περάσω όσο καλύτερα γίνεται αυτό που με ανάγκασαν να ζήσω. Καλύτερα να μην είχαν γίνει έτσι τα πράγματα και να μη χρειαζόταν να φύγουμε. Δεν έχει νόημα να μοιρολογούμε. Θα κάτσουμε όσο αντέξουμε».
Η Κατερίνα μετανάστευσε τον Γενάρη. Είναι ακόμη πολύ φορτισμένη. Το τραύμα της ανεργίας είναι πολύ φρέσκο πάνω της. Για τον Σταμάτη, που έχει περάσει περισσότερος χρόνος προσαρμογής, η μετανάστευση παίρνει σιγά-σιγά το σχήμα της απώλειας. «Εμένα με δυσκόλεψε», λέει. «Ξέρω ότι πρέπει να πουλήσω την υπεραξία μου, για να επιβιώσω. Αλλά προτιμώ να το κάνω στη χώρα που ζω, χωρίς αυτό που λέω να είναι πατριωτικό. Μακριά από μένα αυτά. Μου λείπει η Ελλάδα, μου λείπει ο ήλιος, μου λείπουν οι φίλοι μου, τα παιδιά μου – και να σου πω και κάτι άλλο; Μου λείπει ο συνδικαλισμός. Δεν υπάρχει σωματείο τσαγκάρηδων. Φρόντισε και το διέλυσε η Thatcher. Ο,τι γίνεται σε επίπεδο διεκδικήσεων γίνεται από σωματεία βάσης, που δρουν ως συλλογικότητες σαν τον Ρουβίκωνα. Υπήρχε μια τέτοια ομάδα στο Μπέρμιγχαμ και μια μέρα παρακολούθησα έναν ακτιβισμό που έκαναν σ’ ένα πρακτορείο ευρέσεως εργασίας. Δεν το έβαψαν μόνο, το ανακαίνισαν πλήρως».
Γελάσαμε τρανταχτά, κάνοντας εικόνα μερικούς Έλληνες βουλευτές να σκανδαλίζονται και να ωρύονται που η Ελλάδα κάνει εξαγωγή «ακτιβισμού» και ο Guardian δεν τυπώνει φλογερά τρομολαγνικά πρωτοσέλιδα γι’ αυτό. Αναλύσαμε πολύ την αμφιθυμία και την αντιφατικότητα που εμπεριέχει η έννοια της «πατρίδας». Καταλήξαμε ότι πατρίδα μας είναι «τα παιδικά μας χρόνια» που έγραφαν τα ρομαντικά στένσιλ της Πανεπιστημίου. Μάλλον είναι και το μέρος «που μισήσαμε και μας μίσησαν περισσότερο από οπουδήποτε αλλού», όπως τραγουδούσε με βιτριολική οξυδέρκεια ο Αγγελάκας. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι οι περικεφαλαίες, τα γαλανόλευκα και η αντιπάθεια για τους γειτονικούς λαούς. Αποχαιρετιστήκαμε με μια ευχή ανασυρμένη από τον προηγούμενο αιώνα, που αντηχεί ξανά στα αεροδρόμια της χώρας: καλή αντάμωση.