Στου τουρισμού την αν(τ)οχή
Η 20ή Ιουλίου είναι ένας κόμπος, από τα παιδικά μας. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο ήταν ένα σοκ που ταρακούνησε τη συνήθη καλοκαιρινή μας ραστώνη. Και την ταρακουνά. Ο Ερντογάν, λέει, πήγε φέτος στην Αμμόχωστο να πανηγυρίσει την επέτειο της εισβολής. «Δεν έχουμε άλλα 50 χρόνια να χάσουμε στην Κύπρο», είπε και μαζί με τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Ερσίν Τατάρ ανακοίνωσαν το «άνοιγμα» του 3,5% της Αμμοχώστου, που είναι από την εισβολή στρατιωτική νεκρή ζώνη. Πενήντα χρόνια οι ίδιοι κενοί λεονταρισμοί – οι Τούρκοι καλά γνωρίζουν, ότι αν δεν έλεγε τότε ο Κίσιγκερ, ούτε καν θα τολμούσαν να αποπλεύσουν από την Αλεξανδρέτα. Κι άλλα τόσα χρόνια κενές περιεχομένου επετειακές δηλώσεις Λευκωσίας και Αθήνας. Ο διεθνής παράγοντας –λέγε με Αγγλία, λέγε με ΗΠΑ–, κι ας κάνει ο Ερντογάν ότι τον αγνοεί, είναι που προκάλεσε την εισβολή και οι ισορροπίες των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο είναι που όλα αυτά τα χρόνια σιγοντάρουν «λύσεις» που θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Γιατί τί άλλο από εισβολή και κατοχή σε μια ξένη τρίτη χώρα είναι το κυπριακό πρόβλημα; Τουτέστιν η λύση του δεν είναι άλλη από την έξοδο των κατοχικών δυνάμεων από το νησί. Θα υπάρξει μετά θέμα ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων – οι οποίοι ουδέποτε έπαψαν να είναι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας και να απολαμβάνουν από το κράτος τους και από την Ε.Ε. όσα και οι Ελληνοκύπριοι; Κανείς δεν το πιστεύει αυτό. Σίγουρα ούτε ο Ερντογάν. Θα πληγούν τα συμφέροντα της Τουρκίας; Σαφέστατα. Καλά και συμφέροντα, όμως, που καταχρηστικά –ελέω «διεθνούς» παράγοντα– απολαμβάνει. Νά ο γόρδιος δεσμός να και η λύση του – αν, βέβαια, ενδιαφερόμαστε για λύση.
Ακούσαμε, εν τω μεταξύ, προ ημερών, την κα. Άννα Διαμαντοπούλου, να λέει πως αν είχαμε δεχτεί το 2004 –τότε, που η Ελλάδα «μεγαλουργούσε»– το σχέδιο Ανάν, τώρα η Αμμόχωστος θα ήταν δική μας κ.τ.λ. Ενδιαφέρουσα ιστορική υπόθεση, αν και το «αν» δεν γράφει Ιστορία. Αν, λοιπόν, είχαμε δεχτεί το Σχέδιο Ανάν, σύμφωνα με το οποίο θα υπήρχε στην Κύπρο ένα τάχα μου σύγχρονο κράτος με δύο κοινότητες, χωρισμένες σε καθεστώς Απαρτχάιντ, το οποίο θα είχε δύο Βουλές, δύο κυβερνήσεις, δύο δημόσια ταμεία κ.τ.ό., αλλά τις τελικές αποφάσεις θα τις έπαιρνε ένα τριμελές «Συμβούλιο», ένας Τουρκοκύπριος, ένας Ελληνοκύπριος (με αλληλοακυρούμενα βέτο) και έναν «διεθνή» εκπρόσωπο-Αρμοστή, ο οποίος, μετά ταύτα, μόνος του θα κυβερνούσε ένα κράτος που θα είχε περισσότερους δημόσιους λειτουργούς από πολίτες. Αυτή ήταν η «ευκαιρία» και το Σχέδιο που απορρίφθηκε, που, ακόμα και διπλωματικοί παράγοντες του ΟΗΕ τότε, έλεγαν ότι ήταν αδύνατο στην πράξη να λειτουργήσει. Δυστυχώς, κι αυτό δεν είναι ιστορική υπόθεση, σε ένα τέτοιο «σχέδιο» πιστεύει σήμερα το σύνολο σχεδόν της ηγεσίας σε Λευκωσία και Αθήνα. Γιατί άραγε;
Γιατί ο παρασιτισμός είναι έναν μόνιμος καρκίνος στην ελληνική ηγεσία –μήπως όχι και στην ελληνική κοινωνία;– από το 1830 και μετά. Σημασία δεν έχει τί κράτος ή τί καθεστώς έχουμε, αν είμαστε ελεύθεροι ή δούλοι, αλλά το κέρδος που έχουμε, το τί βάζουμε στην τσέπη μας. Που σημαίνει ότι αναπόδραστα είμαστε δούλοι. Για πάντα. Καμιά φορά σκέφτομαι –σαν το «αν» της κας Διαμαντοπούλου κι εγώ– τί θα γινόταν αν η Κύπρος ήταν Μύκονος – ας αφήσουμε πως ακόμα και τη Μύκονο καίει σήμερα με τις παλινωδίες της η κυβέρνηση… Αλλά, λέω αν. Αν, δηλαδή, βλέπαμε και το Κυπριακό με όρους τουρισμού. Πως, ας πούμε, η τουριστική «αγορά» θα πρέπει να ανοίξει πάση θυσία. Πως πρέπει να κάνουμε κάτι για το καλοκαίρι, να μη «χαθεί η σαιζόν». Τότε θα ήταν μάλλον σίγουρο ότι η Κύπρος δεν θα «κείτονταν μακράν», όπως έλεγε ο εθνάρχης –εκφράζοντας, δυστυχώς, τις σκέψεις πολλών–, αλλά θάρχονταν κοντά, κάπου στην Αθήνα, ας πούμε. Και τότε ίσως την νοιαζόμασταν. Μα θα μου πείτε, αυτό το «αν» είναι σήμερα πραγματικότητα. Η Κύπρος είναι πιο οργανωμένη τουριστικά από τη Μύκονο, όπως και ο κυπριακός τουρισμός σε σχέση με τον ελληνικό. Α, μάλιστα!
Ε, τότε, μπορώ να σας πω τί θα υπήρχε σήμερα στη Μεγαλόνησο, «αν» είχε γίνει αποδεκτό το Σχέδιο Ανάν: α. Οι Τούρκοι, ως επίτροποι του «διεθνούς παράγοντα» θα αλώνιζαν σε όλη την Κύπρο, με το θράσος του χαλαστή. β. Οι Έλληνες, όσοι θα είχαν απομένει στο νησί, θα επιδίδονταν σε κερδοφόρες επιχειρήσεις, που σήμερα για τον αποικιακό παρασιτισμό μας έχουν ένα όνομα: Καζίνο. γ. Η Αμμόχωστος, «ελληνική» πλέον, σύμφωνα με το Σχέδιο και την κα. Διαμαντοπούλου, θα ήταν η ναυαρχίδα αυτής της «ανάπτυξης» τύπου Λας Βέγκας. Κι όλοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, αριστεροί και δεξιοί, Ευρωπαίοι και προσήλυτοι, θα ήταν ευτυχισμένοι που θα είχαν μια μεγάλη «Μύκονο» να κάνουν πάρτι, διακοπές και τουρισμό. Και δεν θα χάνονταν τα καλοκαίρια και οι σαιζόν. Α, και κάτι ακόμα: Θα ήταν εδώ και χρόνια η Αμμόχωστος Ελληνικό, θα είχαμε κι εμείς επιτέλους ουρανοξύστη. Θα είμασταν από το 2004 όχι δύστροποι και δυστοπικοί Έλληνες που βάζουμε σε μπελάδες σκέψης τον Στέλιο Ράμφο, αλλά «σύγχρονοι άνθρωποι», με πισίνες, κότερα και καλοκαιρινή ραστώνη ασυνέφιαστη. Παράδεισος! – Αλήθεια, είδατε το διαφημιστικό φιλμάκι για το Ελληνικό; Ο παράδεισος της «Σκοπιάς» των Χιλιαστών ορρωδεί μπροστά του…
Αυτό το σχέδιο χρειάζεται κάτι για νάναι τέλειο! Απαράλλακτα όπως στο Ελληνικό, θάπρεπε στη Λευκωσία να χτιστεί ένα τείχος ψηλότερο, να διπλοτριπλοπερικλείει τα Φυλακισμένα Μνήματα. Προς Θεού! Μη τυχόν και κάνας τουρίστας κατά λάθος λοξοδρομήσει και βρεθεί εκεί, ανάμεσα σε αληθινά ελεύθερους ανθρώπους. Θα του ξινίσει το καλοκαίρι του ανθρώπου και θα χαλάσουν οι διακοπές του. Κρίμα. Θα δυσαρεστηθεί κι ο «διεθνής παράγων» και θάχει να λέει ο Ερντογάν πως οι Έλληνες «ποδηγετούν» τον ΟΗΕ και άλλα της διεθνούς ησυχίας και τάξης ανατρεπτικά. Πράγματι! Ένα τέτοιο σχέδιο θα μας έσωζε επιτέλους. Από την Ιστορία και τα αίματα. Ελλάδα και Κύπρος, «ως εν τεθρίππω άρματι», θα μεταφερόμαστε μετάρσιοι κάπου ανάμεσα σε Σουηδία και Δανία (του βορά), στα ήσυχα και παγωμένα νερά του Βόρειου Ωκεανού… Να γλιτώσουμε, επιτέλους, από την καυτή Ανατολική Μεσόγειο, το κέντρο της γης και του καλοκαιριού, απ’ όπου αιώνες τώρα διαβαίνουν και διαβαίνουν τόσοι και τόσα, που με τους θορύβους τους μας ξυπνούν και χάνουμε τον μακάριο θερινό μας ύπνο. Τέλειο, ε;
Κωνσταντίνος Μπλάθρας