Ανελέητος και μακράς διαρκείας ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας

999
κίνας

Ποιος θα οπισθοχωρήσει πρώτος; Το ερώτημα αυτό κυριαρχεί στο πλανητικών διαστάσεων μπρα-ντε-φερ το οποίο εγκαινιάστηκε τον περασμένο μήνα, όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέβαλε δασμούς της τάξης του 25% σε κινεζικά εισαγόμενα προϊόντα αξίας 34 δισ. δολαρίων, για να λάβει αυθημερόν την απολύτως ισοδύναμη απάντηση από το Πεκίνο. Η συνέχεια ήρθε την προηγούμενη εβδομάδα με την ανακοίνωση του δεύτερου γύρου των αμερικανικών εμπορικών μέτρων που αφορούν δασμούς, επίσης της τάξεως του 25%, σε κινεζικά προϊόντα αξίας 16 δισ. δολαρίων, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί ότι το ύψος της αμερικανικής ομοβροντίας θα φτάσει τα 200 δισ. δολάρια.

Η πεποίθηση αρκετών παρατηρητών ότι όλο αυτό δεν πρόκειται παρά να διαρκέσει λίγους μήνες, σε συμφωνία και με τη γνωστή πια έφεση του Αμερικανού προέδρου στις “κατασκευασμένες κρίσεις” με ισχυρή δόση μπλόφας, δεν δείχνει να επαληθεύεται.

Ο οικονομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου, Λάρι Κάντλοου, προειδοποίησε την κινεζική πλευρά να “πάρει τον Τραμπ στα σοβαρά”. Αλλά και από την απέναντι όχθη πολλαπλασιάζονται τα μηνύματα ότι η Κίνα είμαι έτοιμη να τρέξει σε μαραθώνιο και όχι σε αγώνα σπριντ. Μάλιστα ο τόνος που αποπνέουν τα επίσημα μέσα ενημέρωσης όπως η “Λαϊκή Ημερησία” του Πεκίνου και η αγγλόφωνη “Global Times” διακρίνεται από μία ένταση ασυνήθιστη για τα κινεζικά διαπραγματευτικά ήθη.

Το δέλεαρ δεν απέδωσε

Είναι γεγονός ότι η αναμέτρηση για την παγκόσμια οικονομική πρωτοκαθεδρία έρχεται πολύ νωρίτερα από ό,τι θα ήθελε το Πεκίνο – και αυτό ακριβώς είναι βέβαια το κίνητρο των πρωτοβουλιών του Τραμπ. Η κινεζική πλευρά έσπευσε στο ξεκίνημα αυτού του πολέμου να στείλει το μήνυμα ότι συγκατατίθεται σε άμεση μείωση του αρνητικού για τις ΗΠΑ διμερούς εμπορικού ισοζυγίου κατά 200 δισ. δολάρια (που θα μπορούσε, λ.χ., επιτευχθεί με τη στροφή της ενεργειακής τροφοδοσίας της Κίνας στους αμερικανικούς σχιστολιθικούς υδρογονάνθρακες), ενώ ακόμη και τώρα επιχειρεί να δελεάσει τον Τραμπ με φαινομενικές παραχωρήσεις τις οποίες αυτός θα μπορούσε να εξαργυρώσει πολιτικά στις επικείμενες ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ τον Νοέμβριο.

Ωστόσο, η Κίνα έχει βεβαρημένο μητρώο υποσχέσεων κενών περιεχομένου, ώστε να γίνει εύκολα πιστευτή, ενώ δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η γεωστρατηγική και όχι απλώς εμπορική στόχευση των αμερικανικών τιμωρητικών μέτρων. Στο επίκεντρο των ανησυχιών της Ουάσινγκτον βρίσκεται ειδικότερα η πρόθεση της Κίνας να πρωταγωνιστήσει στις τεχνολογίες της επόμενης γενιάς, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το στρατιωτικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ. Και είναι ακριβώς ο τεχνολογικός κλάδος τον οποίο το Πεκίνο δεν σκοπεύει επ’ ουδενί να βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων του νέου εμπορικού πολέμου.

Η αχίλλειος πτέρνα

Το ποιος θα οπισθοχωρήσει πρώτος αποτελεί συνεπώς ένα ερώτημα, το οποίο μόνο η προσεκτική εξέταση των εκατέρωθεν δυνατών σημείων και αδυναμιών θα μπορούσε να απαντήσει.

Η Κίνα διαμηνύει ότι είναι μία “μεγάλη δύναμη” και “όχι μία οικονομία σαν της Ιαπωνίας ή του Μεξικού” – και ο όγκος της εσωτερικής αγοράς της εν μέρει δικαιώνει το επιχείρημα. Επιπλέον, σε πολιτικό επίπεδο, η μονολιθικότητα που εξασφαλίζει η κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι ένα ατού, ιδίως αν συγκριθεί με τον τωρινό αλληλοσπαραγμό των ελίτ της Ουάσινγκτον.

Από την άλλη μεριά, οι επιτυχίες της Κίνας τις τελευταίες δεκαετίες συνιστούν κατά μία έννοια και την αχίλλειο πτέρνα της. Είναι χαρακτηριστικό ότι με την επιβολή δασμών συνολικού ύψους 110 δισ. δολαρίων αγγίζει τα όρια του οπλοστασίου της καθώς οι αμερικανικές εισαγωγές στην αγορά της ανέρχονταν το 2017 σε 130 δισ. (έναντι εξαγωγών 505 δισ. προς τις ΗΠΑ). Δεν παύει, βέβαια, η Κίνα να οραματίζεται ότι θα διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στον Λευκό Οίκο, το Κογκρέσο και τις αμερικανικές επιχειρήσεις καθώς, κατά μία έννοια, κρατά ομήρους όσες από αυτές επιθυμούν να παραμείνουν στην κινεζική αγορά.

Αναζήτηση συμμάχων

Ο Τραμπ, πάλι, στηρίζεται στην πρωτοκαθεδρία του δολαρίου, την οποία και επιχειρεί να θωρακίσει. Αποδυναμώνει, ωστόσο, τη θέση του με το να ανοίγει πολλά μέτωπα ταυτόχρονα, τη στιγμή ακριβώς που χρειάζεται συμμαχίες.

Η πρόσφατη συμφωνία με τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ δείχνει επίγνωση αυτής της αδυναμίας, όπως και τα πρόσφατα μηνύματα του Κάντλοου ότι θα γεφυρωθούν οι διαφορές με το Μεξικό.

Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι στον χώρο της Ασίας και του Ειρηνικού η Κίνα σπεύδει να λανσάρει την Ολοκληρωμένη Περιφερειακή Οικονομική Εταιρική Σχέση με άλλες 16 ασιατικές χώρες, που αντιπροσωπεύουν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού, καλύπτοντας το κενό που άφησε η απόφαση Τραμπ για εγκατάλειψη της συμφωνίας ΤΡΡ.

Ο Τραμπ θα πληρώσει εσωτερικό κόστος

Λέγεται συχνά πως επιλέγοντας να επιτεθεί στη Ρωσία ενώ πλησίαζε ο χειμώνας ο Αδόλφος Χίτλερ επανέλαβε το μοιραίο λάθος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Κατ’ αναλογίαν, Αμερικανοί αναλυτές υποστηρίζουν σήμερα ότι ο Ντόναλντ Τραμπ επαναλαμβάνει το μεγαλύτερο λάθος των προκατόχων του Ρίτσαρντ Νίξον και Τζον Κάρτερ. Διότι για κανέναν ένοικο του Λευκού Οίκου δεν ήταν σώφρων επιλογή να θίξει τα συμφέροντα των Αμερικανών αγροτών.

Έτσι, η επιλογή του Νίξον να περιορίσει τις εισαγωγές σόγιας από την Ιαπωνία απλώς εκτίναξε τον αντίστοιχο κλάδο της Βραζιλίας, ενώ η απόφαση του Κάρτερ να περιορίσει κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Αφγανιστάν τις εξαγωγές αμερικανικών σιτηρών προς τη Ρωσία κατέληξε σε εσωτερική ανταρσία.

Η σόγια βρίσκεται και επί Ντόναλντ Τραμπ στο επίκεντρο των εμπορικών πολέμων, και τα αποτελέσματα δεν αναμένεται να είναι περισσότερο επιτυχή. Οι δασμοί της τάξεως του 25% που επιβλήθηκαν από το Πεκίνο στις αμερικανικές εξαγωγές σόγιας ως αντίμετρα στους δασμούς Τραμπ συμπίπτουν με μιαν αύξηση της σοδειάς στις ΗΠΑ σε επίπεδα ρεκόρ, με ενίσχυση κατά 10% έναντι του 2017. Ο συνδυασμός ασφαλώς δεν προοιωνίζεται κάτι καλό για το επίπεδο των τιμών. Είναι, άλλωστε, για αυτόν τον λόγο που η αμερικανική κυβέρνηση εξήγγειλε τη χορήγηση έκτακτης εφάπαξ βοήθειας προς τους αγρότες ύψους 12 δισ. δολαρίων (με την ημερομηνία εκταμίευσης να μην έχει ακόμα προσδιοριστεί).

Για τον ίδιο, επίσης, λόγο ο Τραμπ απέσπασε κατά τις διαπραγματεύσεις του με τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ την υπόσχεση ότι θα αυξηθούν οι ευρωπαϊκές εισαγωγές αμερικανικής σόγιας (που όμως ήδη δεν επιβαρύνονται με δασμούς).

Με το βλέμμα στους αγρότες

Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη αντιπροσωπεύει μια συγκριτικά μικρή αγορά για την αμερικανική σόγια, ενώ, από την άλλη πλευρά, η Κίνα διαθέτει περιθώρια ελιγμού. Η κινεζική αγορά απορρόφησε το 2017 περίπου το 60% των αμερικανικών εξαγωγών και η ευρωπαϊκή μόλις το 10%. Αντίστοιχα οι ΗΠΑ είναι μόλις ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας σόγιας παγκοσμίως με μερίδιο αγοράς 37%, ενώ προηγείται η Βραζιλία με 44% – και αναμένεται βέβαια να δει με ικανοποίηση τις τιμές να αυξάνονται.

Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά για την εκλογική συμπεριφορά των αγροτικών πολιτειών κατά τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ είναι ήδη ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα.

Όμως μολονότι ο αγροτικός τομέας αντιπροσωπεύει (χάρη στο outsourcing της μεταποίησης) την “καρδιά” των αμερικανικών εξαγωγών συνολικά, οι εσωτερικές επιπτώσεις της εμπορικής πολιτικής Τραμπ δεν περιορίζονται σε αυτόν.

Κίνδυνος αυτοτραυματισμού

Είναι πολλοί οι αναλυτές που επιμένουν ότι τα προστατευτικά μέτρα πρόκειται να οδηγήσουν σε αυτοτραυματισμό, όσο και αν προέκυψαν από θεμιτές ανησυχίες για τις υφιστάμενες στρεβλώσεις στο διεθνές εμπόριο – με αποτέλεσμα λ.χ. ο αριθμός των απασχολούμενων στην αμερικανική μεταποίηση να έχει μειωθεί κατά 25% από το 2001 μέχρι σήμερα, καταργώντας 4,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.

Ωστόσο, το βάρος από την επιβολή δασμών στις εισαγωγές πρόκειται να επωμιστούν οι Αμερικανοί καταναλωτές και μάλιστα κατεξοχήν από τα περισσότερο αδύναμα οικονομικά νοικοκυριά. Και ο λόγος είναι ότι οι μη έχοντες αφιερώνουν μεγαλύτερο από ό,τι οι έχοντες μέρος των καταναλωτικών δαπανών τους σε είδη πρώτης ανάγκης, τα οποία στις ΗΠΑ είναι κυρίως εισαγόμενα.

Μελέτη του 2017 υπολόγιζε ότι μια οριζόντια αύξηση των δασμών στα εισαγόμενα είδη κατά 10% επιβάρυνε το φτωχότερο 20% του αμερικανικού πληθυσμού κατά τουλάχιστον 300 δολάρια ετησίως, όταν με βάση τα στοιχεία του 2015 το μέσο εισόδημα αυτής της τάξης ανερχόταν σε 13.000 δολάρια. Και οι δασμοί για τους οποίους κάνει λόγο η κυβέρνηση Τραμπ, όσο και αν δεν είναι οριζόντιοι, κινούνται στην κλίμακα του 25% και όχι του 10%.

Η αλυσίδα τροφοδοσίας

Ούτως ή άλλως, ο προστατευτισμός του Τραμπ πάσχει από ελλιπή κατανόηση του τρόπου με τον οποίο δομείται η παγκόσμια αλυσίδα τροφοδοσίας. Έτσι, οι δασμοί στον χάλυβα και το αλουμίνιο, εμφανίζονται να προστατεύουν έναν σχετικά περιορισμένο κλάδο, με 400.000 εργαζόμενους, την ώρα που πλήττουν ευρύτατες σφαίρες της εγχώριας παραγωγής που στηρίζονται στα μέταλλα ως πρώτη ύλη, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, με συνολικά 4,6 εκατομμύρια εργαζόμενους.

Τα κινέζικα αντίμετρα στρατηγικά στοχοποιούν τις περισσότερο φτωχές πολιτείες των ΗΠΑ, που αποτελούν και κρίσιμο επίδικο για τις επικείμενες ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει συνεπώς σοβαρούς λόγους να ανησυχεί για τη συνοχή της εκλογικής του βάσης.

Το δύσκολο καλοκαίρι του Σι Τζινπίνγκ

Έχοντας αφιερώσει όλη την προηγούμενη δεκαετία στην ανάρρησή του προς την κορυφή, ο Σι Τζινπίνγκ έμοιαζε στις αρχές του χρόνου να έχει κατακτήσει το απόγειο της ισχύος του, συγκεντρώνοντας περισσότερες εξουσίες από οποιονδήποτε άλλο Κινέζο ηγέτη στο πρόσφατο παρελθόν όπως έδειξε και η πρωτοφανής απόφαση του Μαρτίου να του δοθεί η δυνατότητα για περισσότερες των δύο προεδρικές θητείες. Όμως, το ξέσπασμα του εμπορικού πολέμου, σε συνδυασμό με το φρενάρισμα των ρυθμών ανάπτυξης, έδωσε την αναπάντεχη δυνατότητα να εκδηλωθούν για πρώτη φορά στο εσωτερικό της Κίνας φωνές σοβαρής πολιτικής αμφισβήτησής του.

Εμφάνιση των “δημογερόντων”

Σύμφωνα με ιαπωνικά δημοσιεύματα, σε μία αξιοσημείωτη συλλογική επιστολή επιφανών “δημογερόντων” του ΚΚΚ, συμπεριλαμβανομένων των πρώην προέδρων Ζιανγκ Ζεμίν και Χου Ζιντάο, απευθύνεται έκκληση για αναθεώρηση της ακολουθούμενης οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής και κατηγορείται εμμέσως ο Σι Τζινπίνγκ ότι προκάλεσε την μετατροπή των υφιστάμενων εμπορικών αντιπαραθέσεων σε εμπορικό πόλεμο, με το “υψηλό προφίλ” που καλλιέργησε, φοβίζοντας τους διεθνείς ανταγωνιστές, και με την εθνικιστική έξαρση επί των ημερών του τωρινού ηγέτη, που έρχεται να αναιρέσει το δόγμα της ειρηνικής ανάδυσης της Κίνας.

Τα εν λόγω ηγετικά στελέχη, πόσω μάλλον οι πολλοί περισσότεροι γραφειοκράτες που εκφράζουν παρόμοιες απόψεις ψιθυριστά, εκφράζουν τον φόβο ότι η χώρα τους δεν είναι απαραιτήτως σε θέση να επικρατήσει στον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ – και πάντως βρίσκουν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αμφισβητήσουν τις “δικτατορικές εξουσίες” με τις οποίες έχει περιβληθεί ο Σι Τζινπίνγκ, σκληραίνοντας τον έλεγχο επί της ροής της πληροφορίας, επαναφέροντας στοιχεία προσωπολατρείας μαοϊκού επιπέδου και εξαπολύοντας μαζικές εκκαθαρίσεις αξιωματούχων στο πλαίσιο της καμπάνιας του κατά της διαφθοράς.

Πολλά θα κριθούν στην ετήσια “συνάντηση διακοπών” που πραγματοποιεί σε συνθήκες απόλυτης εμπιστευτικότητας η κινεζική ηγεσία κατά τα τέλη του Αυγούστου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο Σι Τζινπίνγκ διανύει το πιο δύσκολο καλοκαίρι του.

Πηγή: capital.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας