Αναλύοντας την Ψυχιατρική… ως Πολιτική Πρακτική

1706
Ψυχιατρική

Μια εναλλακτική αντιμετώπιση της ψυχικής υγείας απαιτεί μια ριζική αναδιαμόρφωση της ιδεολογικής αντίληψης του κοινωνικού συνόλου και την αμφισβήτηση ενός κοινωνικού μοντέλου, που έχει την τάση να περιθωριοποιεί και να στοχοποιεί την διαφορετικότητα, ειδικά στο πεδίο της ψυχικής υγείας. Μια τέτοια αμφισβήτηση προϋποθέτει, όχι μόνο την κινητοποίηση των επιστημόνων της ψυχικής υγείας, αλλά και την κοινωνική ευαισθητοποίηση και δραστηριοποίηση των πολιτών, με σκοπό την δόμηση μιας νέας, δημοκρατικής, και αλληλέγγυας κοινωνίας.

Η ψυχική υγεία στην Ελλάδα

Η Ελλάδα, λόγω των ιδιόμορφων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, όπως είναι φυσικό, παρουσίασε μια μεγάλη καθυστέρηση στην αναγνώριση και αντιμετώπιση των ψυχικών ζητημάτων. Ακόμα και η κυρίαρχη αντιμετώπιση των ψυχικών ζητημάτων, δηλαδή ο εγκλεισμός σε ιδρύματα, άρχισε να εφαρμόζεται στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα (1863). Τα ιδρύματα εκείνης της εποχής ακολουθούσαν την βιολογική-οργανική προσέγγιση και οι συνθήκες διαβίωσης και περίθαλψης ήταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Λειτουργούσαν ως χώροι αποκλεισμού, με υποτυπώδη υλικο-τεχνική υποδομή, που περιορίζονταν στο ρόλο του κατασταλτικού παράγοντα. Οι απάνθρωπες συνθήκες εξακολουθούσαν να υπάρχουν μέχρι και την δεκαετία του 1980, όταν  ξεκίνησε μια προσπάθεια μεταρρύθμισης με την παρέμβαση των χωρών της ΕΟΚ, με στόχο τον εκσυγχρονισμό-εξανθρωπισμό των δομών αυτών, σ΄ ένα γενικότερο πνεύμα ανθρωπιστικής ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Στα επόμενα χρόνια, η όλη προσπάθεια εκφυλίστηκε, εξαιτίας των οικονομικών  συμφερόντων, τα οποία υποδαύλιζαν την οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών ζωής και κοινωνικοποίησης των ψυχικά πασχόντων,  περιορισμένα στον,   χρησιμοθηρικά,  οικονομίστικο ρόλο τους.

Ελληνική εμπειρία αποϊδρυματοποίησης (Θεσσαλονίκη, Λέρος)

Το 1984, στο Ψυχιατρείο της Θεσσαλονίκης, έγινε η πρώτη απόπειρα ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, με στόχο την διαμόρφωση μιας ανθρωπιστικής λογικής,  και της παροχής ψυχικής φροντίδας και κοινωνικοποίησης των τροφίμων του Ψυχιατρείου.  Η όλη προσπάθεια σκοπό είχε τον μετασχηματισμό της ψυχιατρικής δομής, από μέσο καταστολής και χώρο εγκλεισμού, σε χώρο δημιουργικής απασχόλησης και κοινωνικοποίησης,  με ταυτόχρονη παροχή ψυχικής φροντίδας. Οι εργαζόμενοι μαζί με τους πάσχοντες ήταν αρμόδιοι για τον σχεδιασμό της λειτουργίας της δομής,  μέσω γενικών συνελεύσεων, όπου προάγονταν η συμμετοχικότητα και ο διάλογος. Φρένο στην μεταρρυθμιστική διαδικασία έβαλε η επιστροφή της παραδοσιακής αντίληψης του ιδρυματισμού και του οικονομικού οφέλους, που καλλιέργησε το νέο Δ.Σ. του Ψυχιατρείου. Αυτό ώθησε τους εργαζόμενους της δομής σ’ ένα στείρο επαγγελματισμό, που περιόριζε την ελευθερία των τροφίμων. Ακόμη και οι αυτόνομες συνεταιριστικές προσπάθειες των τροφίμων πέρασαν στην κεντρική διαχείριση του ιδρύματος.

Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, παρά την μη αναμενόμενη κατάληξή του, κρίνεται, σαφώς, επιτυχημένο. Κατέδειξε, ότι είναι εφικτός ένας άλλος δρόμος στον τομέα της ψυχικής υγείας, σε μια κλασσική δομή εγκλεισμού, όπως  το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης (ΨΝΘ), αρκεί η μεταρρύθμιση και η συνδιαχείριση να επεκταθεί από την βάση και τις απλές δομές, στη Διοίκηση-Ηγεσία και στον κεντρικό σχεδιασμό του Ψυχιατρείου. Η συγκεκριμένη επέκταση θα έχει ως στόχο την εξάλειψη της παραδοσιακής αντίληψης καταστολής και την καλλιέργεια της δημοκρατίας και της αυτοδιαχείρισης της δομής.

Μετά την κατάληξη του εγχειρήματος της Θεσσαλονίκης, η επόμενη προσπάθεια εκδημοκρατισμού και εφαρμογής του εναλλακτικού παραδείγματος πραγματοποιήθηκε στην Λέρο. Μέχρι τότε η Λέρος είχε την χειρότερη φήμη ιδρύματος εγκλεισμού, λόγω της απάνθρωπης αντιμετώπισης και εγκατάλειψης που βίωναν οι τρόφιμοι του ιδρύματος. Το 1989 ξεκίνησε μια προσπάθεια αλλαγής φιλοσοφίας αντιμετώπισης της δομής με την συμβολή ειδικών επιστημόνων και του κράτους,  με στόχο την χειραφέτηση των ασθενών από την καταπιεστική διαδικασία της ιδρυματοποίησης. Στην συγκεκριμένη προσπάθεια καταλυτικό ρόλο έπαιξε η κοινότητα της Λέρου, που άσκησε πίεση στις κρατικές αρχές για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στο άσυλο. Η Λέρος αποτέλεσε σύμβολο αποασυλοποίησης ενός ψυχιατρείου στην Ελλάδα και υπήρξε κόμβος συνεργασίας με κάθε άλλη χώρα,  που αντιμετώπιζε παρόμοιο πρόβλημα.

Τα δύο παραπάνω παραδείγματα, των Ψυχιατρείων της Θεσσαλονίκης και της Λέρου, αποτελούν   σημαντικά παραδείγματα εφαρμογής της εναλλακτικής θεωρίας της Ψυχιατρικής, με διάφορες εκφάνσεις επιτυχίας και αποτυχίας. Απέδειξαν ότι είναι δυνατό να υλοποιηθεί ένα τέτοιο εγχείρημα, αρκεί, εκτός των άλλων, να μεταβληθεί η επικρατούσα αντίληψη,  απέναντι στους ψυχικά πάσχοντες και στον τρόπο διοίκησης των δομών της ψυχικής υγείας. Η νέα αντίληψη συμβάλει δυναμικά στην πραγματική θεραπεία, αντικαθιστώντας την απλή διαχείριση του ψυχικού ζητήματος, με την ουσιαστική αντιμετώπιση, όχι μόνο της ασθένειας, αλλά και των κοινωνικών παραγόντων που την ενισχύουν. Σε μια τέτοια συνθήκη, ο επαγγελματίας της ψυχικής υγείας καλείται να αναζητήσει νέο ρόλο και περιεχόμενο, αντίθετα στην κυρίαρχη λογική.

Η Προαγωγή Αυτοβοήθειας ως Αντι-ψυχιατρική πράξη  

Η κυρίαρχη ψυχιατρική λογική προωθεί τον εγκλεισμό, τα ψυχοφάρμακα, και την ψυχοθεραπεία, την ατομική ή την ομαδική,  ως θεραπεία  των ψυχικών ζητημάτων. Οι επαγγελματίες υγείας δεν αντιδρούν στις παραπάνω πρακτικές και απροκάλυπτα κατευθύνουν τους πάσχοντες προς αυτές. Ως αντίσταση και εναλλακτική απάντηση στη  λογική αυτή, παρατηρούνται, από την δεκαετία του 1960,  τα κινήματα και οι ομάδες αυτοβοήθειας. Με τον όρο αυτοβοήθεια εννοούμε την ενεργοποίηση των πολιτών ως προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους, μέσα σε ένα πλαίσιο συλλογικότητας και αλληλεγγύης. Βασικό χαρακτηριστικό της αυτοβοήθειας είναι η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης και κατά συνέπεια η αναίρεση της παθητικότητας,  που χαρακτηρίζει, στις μέρες μας,  τη στάση των πολιτών στα  ζητήματα ψυχικής υγείας.

Στα κινήματα αυτοβοήθειας, οι χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας προτείνουν ένα κοινωνικό μοντέλο κατανόησης των ψυχικών προβλημάτων, εμπνευσμένο από «το κίνημα της αναπηρίας». Η προσέγγιση αυτή λαμβάνει υπόψη τη  σχέση του ατόμου με το κοινωνικό πλαίσιο και στηρίζεται στην πεποίθηση ότι, δεν είναι τόσο οι συναισθηματικές ή ψυχικές συνθήκες που καθιστούν ένα άτομο «άρρωστο» ή «ανίκανο», αλλά ο τρόπος που αυτοί οι χαρακτηρισμοί εκλαμβάνονται από την κοινωνία καθώς και τα μέσα,  τα οποία η κοινωνία έχει θεσπίσει, προκειμένου να ανταποκριθεί σ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Ταυτόχρονα, τα κινήματα υγείας συνδέουν την υγειονομική περίθαλψη με τα δικαιώματα και την ενεργοποίηση-δραστηριοποίηση όλων των πολιτών, όχι μόνο των πασχόντων ή των ειδικών. Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί πως το κίνημα της αυτοβοήθειας είναι ένα καθαρά κοινωνικοπολιτικό κίνημα, που δεν αντιμάχεται μόνο την κυρίαρχη ιατρική αντίληψη στο πεδίο των ψυχικών ασθενειών, αλλά και το κυρίαρχο οικονομικό-παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης στο σύνολό του.

Προτάσεις για την αλλαγή του κυρίαρχου παραδείγματος

Παραθέτοντας προτάσεις μεταρρύθμισης του κυρίαρχου βιοϊατρικού μοντέλου, δεν μιλάμε για προτάσεις βελτίωσης (φτιασιδώματα) του κλασσικού μοντέλου παροχής και οργάνωσης της ψυχικής υγείας. Αναφερόμαστε σε ένα ριζικά και εκ θεμελίων νέο και ριζοσπαστικό μοντέλο,  κινητήριο  μοχλό  του οποίου αποτελούν οι ίδιοι οι «ασθενείς».

Σε πρώτο επίπεδο, είναι αναγκαία η αναδιαμόρφωση της εσωτερικής οργάνωσης των ιδρυμάτων. Προκειμένου τα ιδρύματα να πάψουν να είναι σύμβολα καθήλωσης και αποκλεισμού, οι «ασθενείς» θα κληθούν να αναλάβουν ενεργό ρόλο, σε συνεργασία με τους επαγγελματίες υγείας,  για την λειτουργία του «ανοιχτού», πλέον, ιδρύματος.

Σε επίπεδο λειτουργίας, οι αποφάσεις, που αφορούν τη  ζωή μέσα στο ίδρυμα,  θα λαμβάνονται από τις μεικτές συνελεύσεις και τις μεικτές επιτροπές πασχόντων και ειδικών. Αυτό σημαίνει την κατάργηση μηχανισμών μειοψηφίας (Δ.Σ., προεδρείο),  που ορίζουν το σχεδιασμό λειτουργίας του ιδρύματος. Το σημαντικότερο, όμως, είναι,  ότι η συμμετοχή των πασχόντων στην οργάνωση – διοίκηση – διαχείριση  του ιδρύματος, με τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται, τους δίνει την δυνατότητα να αλλάξουν και να αναπτυχθούν, μειώνοντας, συνεπώς, την παθητικότητα, που, συνήθως, χαρακτηρίζει τους εγκλείστους στο ίδρυμα. Τέλος, σημαντικό είναι, για την εξάλειψη της συστημικής λογικής, η απομάκρυνση των επιχειρήσεων υγείας και της βιομηχανίας φαρμάκων από το ίδρυμα, καθότι αυτές προσπαθούν να επιβάλλουν τις δικές τους πολιτικές, με σκοπό την δική τους κερδοσκοπία.

Σε επίπεδο περιεχομένου, θα πρέπει να καταπολεμηθούν φαινόμενα γραφειοκρατίας και να αντικατασταθούν αυτά με δημοκρατικές διαδικασίες, και με μια θεραπεία που θα συνδιαμορφώνεται με βάση τις ανάγκες και τα προσωπικά βιώματα των «ασθενών». Αυτό απαιτεί την δημιουργία δομών εκπαίδευσης του προσωπικού και την ανάπτυξη μιας διαλεκτικής σχέσης με τους πάσχοντες.

Συνολικά, η υγεία αποτελεί μια πολυδιάστατη έννοια,  που αφορά σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης και επηρεάζεται από ένα τεράστιο σύνολο παραγόντων, φυσικών, διανοητικών και κοινωνικών, και δεν είναι δυνατόν οι υπηρεσίες παροχής φροντίδας να αντιμετωπίζουν παθητικά τους αποδέκτες, ενώ οι ειδικοί έχουν τον ρόλο της αυθεντίας. Η συσσωρευμένη εμπειρία του υφιστάμενου αυτού μοντέλου έδειξε πως αυτό, μέσω των διάφορων μεθόδων του, κρίνεται αναποτελεσματικό, που,  όχι μόνο δεν λύνει πραγματικά τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα, αλλά τα ανακυκλώνει. Για τον λόγο αυτό, η ανάγκη για την δημιουργία ενός νέου πλαισίου συζήτησης για την αλλαγή του κυρίαρχου μοντέλου κρίνεται απαραίτητη. Οι νέες προσεγγίσεις, θα πρέπει να θέτουν  κατευθυντήριο και στρατηγικό στόχο τον ενεργό ρόλο των «ασθενών».  Βέβαια, σκόπιμη κρίνεται η ανάπτυξη μιας διαδραστικής σχέσης μεταξύ του αυτοδιαχειριζόμενου ιδρύματος και της ίδιας της κοινωνίας. Η αυτοδιαχείριση  να γίνει και κοινωνικός σκοπός και πρόταγμα για την αλλαγή του κυρίαρχου παραγωγικού μοντέλου, διαφορετικά η  οποιαδήποτε προσπάθεια κινδυνεύει να βαλτώσει και να εκφυλιστεί.

Σε μια αναδρομή στην ιστορία της ψυχικής υγείας, θα μπορούσαμε να πούμε,  πως στο παρελθόν υπήρξαν απόπειρες ανάπτυξης κάποιου εναλλακτικού δρόμου. Συνοπτικά, αναφέρουμε τον Conolly, ο οποίος τον 19ο αιώνα μίλησε για την κατάργηση των κατασταλτικών μέσων, την δραστηριοποίηση των νοσοκόμων, και την αναθεώρηση του ρόλου του ειδικού, από φύλακα σε συνομιλητή. Ο Goffmann, ο Foucault, ο Basaglia μίλησαν ανοικτά για τον κοινωνικό αποκλεισμό, που υφίστανται οι ψυχικά ασθενείς, για τις αντιθεραπευτικές συνθήκες των ασύλων, και την αδυναμία του κοινωνικοπολιτικού συστήματος να συμβιώσει με το διαφορετικό. Η πρώτη συστηματική προσπάθεια εξανθρωπισμού των ασύλων συντελέστηκε από τον Tosquelles στο γαλλικό άσυλο St. Alban. Αργότερα, η δεκαετία του 1960 αποτέλεσε μια περίοδο μεταρρύθμισης και κριτικής της μέχρι τότε ασυλιακής πραγματικότητας, ενώ ξεκίνησαν πιο οργανωμένες και συντονισμένες προσπάθειες αλλαγής των ασύλων και των υπηρεσιών ψυχικής υγείας.

Εν κατακλείδι, η ανάγκη και οι προσπάθειες αλλαγής του κυρίαρχου μοντέλου  καταδεικνύουν την μέχρι τώρα βία, αδιαλλαξία, και τον απομονωτισμό που διέπει, όχι μόνο την επιστήμη, αλλά και την ίδια την κοινωνία. Η επιτυχία των «ανοικτών» και αυτοδιαχειριζόμενων ιδρυμάτων να βοηθήσουν τους ανθρώπους αποδεικνύουν πως απαιτείται μια οριστική-συνολική αλλαγή στη νοοτροπία των επιστημών, και του κατασταλτικού και καταπιεστικού ρόλου των επιστημών ψυχικής υγείας, με σκοπό την πλήρη σωματική, πνευματική και κοινωνική ευημερία των πασχόντων.

*Ο Νίκος Δαμιανάκης είναι Μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της Σοσιαλιστικής Προοπτικής

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας