Υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων αναφορικά με την κατεχόμενη πόλη της Αμμοχώστου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση των ζητημάτων που έχουν προκύψει με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Καίτοι το κυπριακό πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά νομικό, εντούτοις δεν πρέπει να παροράται η θεμελιώδης σημασία της νομικής πτυχής. Με άλλα λόγια, η νομική έποψη του προβλήματος θα πρέπει να συνδυαστεί αρμονικά με την πολιτική, ούτως ώστε οψέποτε να καταλήξουμε στη δίκαιη διευθέτησή του.
Σε διαφορετική περίπτωση, αν, δηλαδή, το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης και η προτεινόμενη λύση ερείδονται σε έκνομες προσεγγίσεις (π.χ. παρεκκλίσεις από θεμελιώδεις κανόνες διεθνούς δικαίου), μια τέτοια προσπάθεια θα αποτύχει οικτρά.
Συνεπώς, κάθε φορά που γίνεται συζήτηση για το Κυπριακό, θα πρέπει αυτή να διέπεται από τους κανόνες της διεθνούς έννομης τάξης.
Εν πρώτοις, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 παραβίασε την απαγόρευση χρήσης βίας, η οποία αντανακλάται στο Άρθρο 2§4 του Χάρτη του ΟΗΕ.
Ο συγκεκριμένος κανόνας αποτελεί μέρος του εθιμικού δικαίου, συνιστά κανόνα επιτακτικού δικαίου (ius cogens), ενώ το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης τον έχει χαρακτηρίσει ως τον «ακρογωνιαίο λίθο» του Χάρτη του ΟΗΕ.
Συνακόλουθα, η οντότητα που εγκατέστησε η Τουρκία στην κατεχόμενη Κύπρο ουδέποτε μπορεί να αποκτήσει κρατική υπόσταση γιατί προήλθε από την παράνομη χρήση ένοπλης βίας και είναι υποτελής στην Τουρκία.
Αυτό έχει επιβεβαιωθεί τόσο από το Συμβούλιο Ασφαλείας ΟΗΕ (Ψηφίσματα 541/1983, 550/1984) όσο και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (Γνωμοδότηση για το Κοσσυφοπέδιο 2010, παρ. 81).
Επιπλέον, η μεταφορά Τούρκων υπηκόων στην κατεχόμενη Κύπρο αποτελεί σοβαρή παραβίαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και, συγκεκριμένα, των διατάξεων που διέπουν την πολεμική κατοχή, με αποτέλεσμα τέτοιες ενέργειες να θεωρούνται έγκλημα πολέμου (Τέταρτη Σύμβαση Γενεύης 1949, άρθρο 49, παρ. 6/Πρώτο Πρωτόκολλο 1977, Άρθρο 85§§4α, 5).
Ο εποικισμός καθορίζεται ως έγκλημα πολέμου και από τη Σύμβαση της Ρώμης για τη Σύσταση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (Άρθρο 8§2βviii), στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος.
Έχοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, είναι ξεκάθαρο πως οι οποιεσδήποτε ενέργειες της Τουρκίας μέσω της λεγόμενης τουρκικής δημοκρατίας βορείου Κύπρου δεν μπορούν να περιβληθούν μανδύα νομιμότητας, καθώς είναι θεμελιώδες το αξίωμα που προνοεί πως εκ της παρανομίας δεν παράγεται δίκαιο (ex iniuria ius non oritur).
Άρα, το επιχείρημα ότι, αν δεν προσφύγουν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες στην Επιτροπή Ακίνητης Ιδιοκτησίας συνεπάγεται πως δεν ενδιαφέρονται για την περιουσία τους ή/και μπορεί να χάσουν τον τίτλο ιδιοκτησίας στερείται νομικού υποβάθρου.
Οι εκτοπισθέντες ιδιοκτήτες περιουσιών δεν έχουν καμία υποχρέωση να αποδείξουν ότι κατέχουν νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας και ότι επιθυμούν να επιστρέψουν.
Τουναντίον, είναι η Τουρκία που πρέπει να αποδείξει ότι οι περιουσίες στα κατεχόμενα έχουν αλλάξει ιδιοκτησιακό καθεστώς. Βεβαίως, η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά πως δεν μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο, καθώς:
α) εξ ορισμού, η κατέχουσα δύναμη, εν προκειμένω η Τουρκία, δεν αποκτά κυριότητα επί της κατεχόμενης περιοχής.
β) ως προεξετέθη, καμία ενέργεια της Τουρκίας, μέσω του ψευδοκράτους, δεν μπορεί να παραγάγει έννομες συνέπειες.
Επειδή ακριβώς η Τουρκία αντιλαμβάνεται τα πιο πάνω επιχειρήματα, καταλαβαίνει, επίσης, πως ο μόνος τρόπος να νομιμοποιηθεί η επί του εδάφους κατάσταση είναι διά της συναινέσεως των εκτοπισθέντων.
Καθίσταται, λοιπόν, αντιληπτό ότι οι απειλές της Τουρκίας πως οι εκτοπισθέντες θα χάσουν τις περιουσίες τους, εκτός και αν προσφύγουν στην Επιτροπή, είναι κενό γράμμα, αφ’ ης στιγμής όλες οι πράξεις της Τουρκίας στα κατεχόμενα ουδεμία έννομη συνέπεια παράγουν.
Προσέτι, το επιχείρημα ότι αν οι εκτοπισθέντες δεν διεκδικήσουν τις περιουσίες τους ενώπιον της Επιτροπής, θα ανοίξει ο δρόμος για εποικισμό της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου είναι έωλο.
Ο εποικισμός είναι έγκλημα πολέμου και καμία πράξη ή παράλειψη του κράτους-θύματος ή/και των πολιτών του δεν νομιμοποιεί/δικαιολογεί τέτοια ενέργεια.
Εξάλλου, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μια μαζική προσφυγή στην Επιτροπή θα οδηγήσει σε επιστροφή περιουσιών.
Παρά το ότι αυτή τη στιγμή έχουμε εκ των πραγμάτων (de facto) απωλέσει τον έλεγχο επί των περιουσιών μας στα κατεχόμενα και τα πράγματα είναι πολύ άσχημα, αυτό είναι δυνατόν να θεραπευθεί διότι ακόμη διατηρούμε δικαιώματα επ’ αυτών, τα οποία πηγάζουν εκ του νόμου (de iure).
Ο πραγματικός κίνδυνος είναι να εκχωρήσουμε τα νόμιμά μας δικαιώματα στην Τουρκία είτε στο πλαίσιο μιας συνολικής λύσης είτε προχωρώντας σε ανταλλαγή περιουσιών μέσω της Επιτροπής (διευκρινίζεται ότι κανείς δεν έχει προτείνει στον δημόσιο διάλογο προσφυγή στην Επιτροπή με σκοπό την ανταλλαγή).
Σε μια τέτοια περίπτωση, οι μέχρι σήμερα νόμιμες αξιώσεις των εκτοπισθέντων εκλείπουν διά παντός.
Εκείνο που πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν είναι ότι η ισχύς των τίτλων ιδιοκτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν εξαρτάται από την παροχή οποιασδήποτε επιβεβαίωσης από την Επιτροπή.
Με άλλα λόγια, η προσφυγή στην Επιτροπή Ακίνητης Ιδιοκτησίας ούτε υποχρεωτική είναι ούτε αποτελεί προϋπόθεση για αναγνώριση των τίτλων ιδιοκτησίας των εκτοπισθέντων.
Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που καταδεικνύει εναργώς η περίπτωση των Βαρωσίων είναι ότι πρέπει πάση θυσία να μην παρασυρθούμε από τα τεχνάσματα της Τουρκίας που προσπαθεί με απειλές για απώλεια τίτλων ιδιοκτησίας/εποικισμό της περίκλειστης πόλης να οδηγήσει τους εκτοπισθέντες στην Επιτροπή.
Για να μη χαθούν οριστικά οι περιουσίες μας προέχει το να μην παραχωρήσουμε οικειοθελώς τα εκ του νόμου (de iure) δικαιώματά μας και, εν συνεχεία, να αποφύγουμε μια λύση του Κυπριακού που θα παρεκκλίνει από θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Εν κατακλείδι, οι κανόνες δικαίου θεσπίζονται για να λειτουργεί εύρυθμα η κοινωνία (εγχώρια τε και διεθνής).
Η παράκαμψη των κανόνων με διάφορες αλχημείες που αποσκοπούν σε μια βιαστική, κατ’ ευφημισμόν λύση θα προκαλέσουν μια ανώμαλη κατάσταση με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ας συνταχθούμε, λοιπόν, με το δίκαιο για να αποφύγουμε τα καταστροφικά αποτελέσματα σπασμωδικών επιλογών.
Νικόλας Α. Ιωαννίδης
Διδάκτωρ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου,
μέλος Δικηγορικού Συλλόγου Αμμοχώστου. «ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ»
*Οι απόψεις του κειμένου εκφράζουν αποκλειστικά τον αρθρογράφο