Άλλοτε προθυμοποιείται να μεσολαβήσει μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, προβάλλοντας τις καλές της σχέσεις και με τις δύο πλευρές, και άλλοτε διαφημίζει, διά στόματος των πελατών, την “καταλυτική συμβολή” που είχε για την ενίσχυση της ουκρανικής άμυνας απέναντι στην “ρωσική απειλή” η πώληση τουρκικών drones Bayraktar. Και βεβαίως υπεραμύνεται των δικαίων των Τατάρων της Κριμαίας.
Στην πραγματικότητα, όμως, η όξυνση των νεοψυχροπολεμικών εντάσεων, με αφορμή την ουκρανική κρίση, φέρνει την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν σε αμήχανη θέση.
Και αυτό διότι η διπλωματία της όλο το προηγούμενο διάστημα στηριζόταν στη διεκδίκηση ισχυρότερου ρόλου, μέσω ελιγμών στον “κενό χώρο” που είχε διαμορφωθεί μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Όμως, ο χώρος αυτός προορίζεται να στενέψει δραματικά όσο οι δύο “μεγάλοι” φλερτάρουν με την αναμέτρηση – και ακόμη πιο δραματικά σε περίπτωση που αυτοί οδηγηθούν σε κάποιον συνολικό συμβιβασμό.
Τα πάντα πιέζουν την Τουρκία να προσγειωθεί στον ρόλο του πιστού συμμάχου στο ΝΑΤΟ, αναλαμβάνοντας όμως και τα αντίστοιχα ρίσκα από το γεγονός ότι αποτελεί χώρα “πρώτης γραμμής”, στις ακτές της ρωσοκρατούμενης Μαύρης Θάλασσας.
Ήδη, το καθεστώς Ερντογάν, συνετιζόμενο από τις οικονομικές του δοκιμασίες αλλά και από τη σχετική αποτυχία ορισμένων περιπετειών του εκτός συνόρων, έχει δείξει το τελευταίο διάστημα να προσαρμόζει τις φιλοδοξίες του στην εξυπηρέτηση των σχεδιασμών της Δύσης για ανάσχεση του ευρασιατικού άξονα, ανακαλύπτοντας εκ νέου τον παντουρκισμό.
Όμως, η ευρασιατική ολοκλήρωση δημιούργησε ένα “βαρυτικό πεδίο” το οποίο “έλκει” αντικειμενικά την Τουρκία, ως φυσική κατάληξη των νέων δρόμων του μεταξιού.
Οι προηγούμενες τουρκικές “παρασπονδίες” απέναντι στη Δύση δεν αποτελούσαν ούτε καπρίτσιο ούτε προϊόν τυφλού αντιδυτικισμού. Το ιδεολογικό στοιχείο αξιοποιούνταν πάντοτε εντελώς εργαλειακά από τον (άλλοτε ευρωπαϊστή, άλλοτε νεοθωμανιστή, άλλοτε πανισλαμιστή και άλλοτε παντουρκιστή) Ερντογάν, ενώ ένας ορισμένος αντιδυτικισμός υφέρπει και στις πολιτικές παραδόσεις του τουρκικού εθνικισμού και του κεμαλισμού, υπό τη μορφή του “Συνδρόμου των Σεβρών”, ήτοι της πεποίθησης ότι η Δύση προσβλέπει διαχρονικά στον διαμελισμό της Τουρκίας – και ενδεχομένως πρέπει ακριβώς για αυτόν τον λόγο να την μιμηθεί και να την οικειοποιηθεί κανείς.
Για την περιφερειακή και διεθνής αναβάθμιση την οποία επιδιώκει ο Ερντογάν (και όχι μόνο αυτός) αποτελεί μεγάλο δέλεαρ η συνεργασία, ενεργειακή, εμπορική και άλλη, με τη Ρωσία και την Κίνα και η προβολή της εικόνας μιας χώρας με “πολυδιάστατη πολιτική”, η οποία μιλά εξ ονόματος διαφόρων κατατρεγμένων, από τους Παλαιστίνιους μέχρι τους Σομαλούς, και καταγγέλλει την υφιστάμενη διεθνή αρχιτεκτονική, διακηρύσσοντας ότι “ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από πέντε” μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Όμως, για τη διεθνή αρχιτεκτονική δεν έχει να πει και πολλά η Άγκυρα στην παρούσα φάση που κρίνεται ακριβώς αυτό το ζήτημα, αλλά πλέον με πρωτοβουλία της Ρωσίας, η οποία διεκδικεί την επιστροφή σε ένα σύστημα αδιαίρετης συλλογικής ασφάλειας, σαν αυτό που αποτύπωσε η Τελική Πράξη του Ελσίνκι το 1975.
Ούτε δείχνει τον πολεμικό ενθουσιασμό που την διέκρινε λ.χ. όταν παρότρυνε τη Δύση να επέμβει στη Συρία και προχωρούσε για τον λόγο αυτό και σε προβοκάτσιες, όπως η κατάρριψη του ρωσικού Su-24.
Η Άγκυρα σταδιακά χάνει το “ρωσικό αντίβαρό” της – αυτό που πρόθυμα της πρόσφερε ο Πούτιν αναζητώντας εξαγωγικές ενεργειακές οδούς, συνομιλητές για τη διευθέτηση της συριακής κρίσης και παράγοντες πρόκλησης τριβών στο ατλαντικό στρατόπεδο. Μετά την Λιβύη (όπου Ρωσία και Τουρκία στήριξαν αντίπαλες πλευρές) και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ (όπου η Μόσχα ανέλαβε να διαμεσολαβεί μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν φρενάροντας την τουρκική διείσδυση) οι δίαυλοι κλείνουν – ιδίως αν επαληθευτεί η ανάμιξη τουρκικών υπηρεσιών στην πρόσφατη αναταραχή στο Καζακστάν.