Με τον πομπώδη τρόπο που μας έχει συνηθίσει, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την περασμένη Δευτέρα «τις πιο συντριπτικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ποτέ στην αμερικανική ιστορία», με στόχο το Ιράν. Φυσική συνέχεια της απόφασής του να αποσύρει μονομερώς τις ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, η κίνηση αυτή ισοδυναμεί με πραγματικό οικονομικό πόλεμο. Οι νέες κυρώσεις απειλούν να θέσουν εκτός λειτουργίας τον βασικό πνεύμονα της ιρανικής οικονομίας, τις εξαγωγές πετρελαίου, όπως και τις δύο βασικές αρτηρίες που τον υποστηρίζουν, τις τράπεζες και τη ναυτιλία.
Θεωρητικά, η αμερικανική κυβέρνηση είναι πρόθυμη να συζητήσει με την Τεχεράνη μια νέα συμφωνία, που θα αντικαταστήσει εκείνη του 2015. Ωστόσο, οι δώδεκα όροι που έθεσε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο προκαλούν με τον μαξιμαλισμό τους. Πέραν της παραίτησης από το πυρηνικό πρόγραμμα, ζήτησε από την Τεχεράνη να ακυρώσει και το πυραυλικό της πρόγραμμα, που δεν περιλαμβανόταν στην προηγούμενη συμφωνία, να αποσυρθεί από τη Συρία και την Υεμένη, ενώ έθεσε ακόμη και ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορούν το εσωτερικό πολιτικό σύστημα. Με δύο λόγια, ζήτησε μια άνευ όρων παράδοση, παραπέμποντας όχι σε διπλωματική διαπραγμάτευση, αλλά σε ωμή επιβολή όρων ύστερα από συντριπτική νίκη σε στρατιωτική σύγκρουση. Δικαιούται επομένως να εικάσει κανείς ότι εκείνο που επιδιώκει η κυβέρνηση Τραμπ δεν είναι μια αλλαγή πολιτικής από την Τεχεράνη, αλλά η αλλαγή καθεστώτος στην Τεχεράνη.
Επιπλέον, ο Μάικ Πομπέο απείλησε με δρακόντειες κυρώσεις οποιοδήποτε τρίτο μέρος, κυβέρνηση ή επιχείρηση, αποπειραθεί να κάνει μπίζνες με την Τεχεράνη, παραβιάζοντας τις αμερικανικές κυρώσεις. Βεβαίως, η κυβέρνηση Τραμπ δεν πρωτοτυπεί επ’ αυτού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πιστεύουν ότι νομιμοποιούνται, απλώς και μόνο λόγω της ισχύος τους, να υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε απόφασή τους έχει νομική ισχύ όχι μόνο επί αμερικανικού εδάφους αλλά σε όλη την υδρόγειο. Τον Μάιο του 2015, δύο μήνες προτού επιτευχθεί η συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, επί κυβέρνησης Ομπάμα, η γαλλική τράπεζα BNP Paribas καταδικάστηκε στο εξοντωτικό πρόστιμο των 8,9 δισ. δολαρίων για παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν, της Κούβας και του Σουδάν.
Το καινούργιο και πιο εξοργιστικό με τη σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ, ενός κράτους–μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας, είναι ότι απειλεί με κυρώσεις όχι όσους θα παραβιάσουν μια απόφαση των Ηνωμένων Εθνών, αλλά όσους θα την εφαρμόσουν. Πραγματικά, το Συμβούλιο Ασφαλείας με την ομόφωνη απόφαση 2231 της 20ής Ιουλίου 2015 ενέκρινε τη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, ενώ φέτος το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο του ΟΗΕ κάλεσε την Ουάσιγκτον να άρει τις κυρώσεις κατά της Τεχεράνης.
Οσο κυνική κι αν είναι, η πολιτική αυτή έχει απτά αποτελέσματα. Αντιμέτωπες με το δίλημμα να διαλέξουν ανάμεσα στην αμερικανική αγορά και την ιρανική, μεγάλες ευρωπαϊκές πολυεθνικές, όπως η PSA (Peugeot – Citroen) και η Total, έχουν ήδη αποσυρθεί από το Ιράν. Ο αποκλεισμός της χώρας από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει προκαλέσει συνθήκες οικονομικής ασφυξίας. Το εθνικό νόμισμα, το ριάλ, έχασε φέτος τα δύο τρίτα της αξίας του έναντι του δολαρίου, οι βιομηχανίες έχουν δραματική έλλειψη πρώτων υλών και μηχανολογικού εξοπλισμού, η ανεργία ανεβαίνει και πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να προμηθευτούν κρέας και αλεύρι.
Θύελλα ενόψει
Η οικονομική δυσπραγία φέρνει σε δεινή θέση τον μετριοπαθή πρόεδρο Χασάν Ροχανί, ο οποίος κέρδισε τις εκλογές με βασική επαγγελία την αναπτυξιακή ώθηση που θα έδινε στη χώρα του η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα και η εξομάλυνση με τη Δύση.
Για την ώρα, ο ανώτατος ηγέτης, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, συγκρατεί τους σκληροπυρηνικούς, που πιέζουν για εγκατάλειψη της πυρηνικής συμφωνίας, και προστατεύει τον Ροχανί. Δεν είναι καθόλου βέβαιο όμως ότι ο Ιρανός πρόεδρος, που ήδη έχει φθαρεί σε μεγάλο βαθμό στα μάτια των ψηφοφόρων του, θα αντέξει την επερχόμενη θύελλα. Η κυβέρνηση Τραμπ μπορεί όντως να καταφέρει την αλλαγή καθεστώτος που επιδιώκει στην Τεχεράνη, αλλά αυτό μπορεί να είναι η τιμωρία της. Αντί για τη φιλοδυτική κυβέρνηση που θα γκρεμίσει, όπως ονειρεύεται, την Ισλαμική Δημοκρατία, δεν αποκλείεται να έχει απέναντί της αύριο – μεθαύριο έναν καινούργιο Αχμεντινετζάντ.
Δύσκολα διλήμματα για την Ευρώπη
Σοβαρή παρενέργεια των νέων αμερικανικών κυρώσεων θα μπορούσε να είναι η αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για τις ΗΠΑ όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο, αλλά και στο γεωπολιτικό, αφού θα γέμιζε τα ταμεία του Βλαντιμίρ Πούτιν, του Νικολάς Μαδούρο και άλλων ανταγωνιστών τους. Αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν την αμερικανική κυβέρνηση να εξαιρέσει από την εφαρμογή των κυρώσεων, τουλάχιστον για ένα εξάμηνο, επτά χώρες (Κίνα, Ινδία, Ιαπωνία, Ιταλία, Ελλάδα, Τουρκία) και την Ταϊβάν. Στο μεταξύ, τα υπόλοιπα μέρη της συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, που μένουν πιστά στην εφαρμογή της (Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Ρωσία, Κίνα), έχουν ήδη ανακοινώσει, από τα τέλη Σεπτεμβρίου, ότι προχωρούν στη δημιουργία ενός «οχήματος ειδικού σκοπού» (SPV) για την παράκαμψη των αμερικανικών κυρώσεων. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο σύστημα διεθνών συναλλαγών, που θα επιτρέπει στις εταιρείες τους να κάνουν δουλειές με την Τεχεράνη αποφεύγοντας τη χρήση του δολαρίου και επομένως τα τιμωρητικά μέτρα της Ουάσιγκτον. Παραμένει μέχρι στιγμής αμφίβολο αν, πότε και σε ποια έκταση θα εφαρμοστεί αυτός ο μηχανισμός. Η επιτυχία του εγχειρήματος, πάντως, θα σήμαινε ένα ισχυρό πλήγμα στο μονοπώλιο του δολαρίου.
*Πηγή: Καθημερινή