Με αφορμή την ανακοίνωση για αύξηση του κατώτατου μισθού, ο Γιάννης Τόλιος, μέλος της ΠΓ της ΛΑΕ και υπεύθυνος Οικονομικής Πολιτικής, δήλωσε ότι: «Η πολιτική διαπάλη πέρασε από τον αστερισμό του «Μακεδονικού» στον αστερισμό του …«κατώτατου μισθού».! Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εμφανίσει «φιλεργατικό πρόσωπο» έχοντας στραμμένο το βλέμμα της στις εκλογές, ενώ τα κόμματα του μνημονιακού τόξου επιχειρούν να κάνουν «αντιπολίτευση» χωρίς να αμφισβητούν τις μεταμνημονιακές πολιτικές Λιτότητας και Επιτροπείας, που λειτουργούν ως «αγκάθινο στεφάνι» στο κεφάλι της ελληνικής κοινωνίας.
Η ισχνή αύξηση 11% του κατώτατου μισθού (από τα 586 στα 650 € και του ημερομισθίου από 26 σε 29 €), μετά τη δραματική μείωση του κατά 22% το 2012 (από 751 σε 586 € και στους νέους ως 24 ετών από 751 σε 504 € ή 32%), δεν ανακόπτει ούτε στο ήμισυ την τεράστια απώλεια εισοδήματος μισθωτών εργαζόμενων την τελευταία 7ετία, η οποία συνοδεύτηκε και από δραματική αύξηση άμεσων και έμμεσων φόρων και τη μείωση κοινωνικών δαπανών, με αποτέλεσμα το ποσοστό που ζει στα όρια της φτώχειας, να ανέβει με βάση τα επίσημα στοιχεία, από 18% το 2010 σε 48% το 2017.!! Από την άλλη δεν αποκαθίσταται το δικαίωμα των «συλλογικών διαπραγματεύσεων», αλλά ο υπουργός εργασίας έχει το αποκλειστικό δικαίωμα ρύθμισης του εισοδήματος των εργαζόμενων.!
Στην πράξη δεν θα έχουμε πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού αφού από το 2020 θα εφαρμοστεί η μείωση του αφορόλογητου κατά 40% (από 8.636 σε 5.681 €), με αποτέλεσμα να πληρώνουν φόρο ακόμα και οι μερικά απασχολούμενοι, καθώς οι χαμηλοσυνταξιούχοι! Παράλληλα με το όλο πλέγμα των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, για επίτευξη των «υπερ-πλεονασμάτων» χάριν των πιστωτών (εξυπηρέτηση χρέους), δεν ενισχύεται ούτε η αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων, ούτε τονώνεται η ζήτηση, η εγχώρια παραγωγή και απασχόληση. Η οικονομική θεωρία και η πράξη έχουν δείξει, ότι οι χαμηλοί μισθοί δεν αποτελούν το όχημα της «ανάπτυξης» και της «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας, το οποίο επικαλούνται οι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί και για ευνόητους λόγους οι εργοδοτικές οργανώσεις (ΣΕΒ-ΣΕΤΕ-ΕΣΕΕ). Αντίθετα η διασφάλιση της αγοραστικής δύναμης και οι πραγματικές αυξήσεις που θα καλύπτουν την άνοδο τιμών και μέρος της αύξησης της παραγωγικότητας, είναι αναγκαίος όρος για τόνωση παραγωγής και απασχόλησης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων.