Ακριβώς 4 χρόνια πριν τον Μάη του 1968 και συγκεκριμένα στις 25 Μαΐου 1964 ιδρύθηκε στην χώρα μας η Πανελλήνια Ένωση Γυναικών, η πρώτη Πανελλαδική Οργάνωση των αριστερών γυναικών μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Σαν σκοποί της οργάνωσης αναφέρονται η: πλήρης οικονομική, πολιτική, νομική και κοινωνική ισοτιμία της γυναίκας. Παρά το γεγονός όμως ότι αυτοί ήταν οι σκοποί, τα χρόνια εκείνα και λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην χώρα μας, κυρίαρχα ιεραρχημένα αιτήματα της ΠΕΓ δεν είναι τα παραπάνω, αλλά η ανάδειξη των προβλημάτων των γυναικών που οι δικοί της άνθρωποι βρίσκονταν στην φυλακή. Έτσι οργανώνουν κίνημα για την απόλυση των κρατουμένων, το σταμάτημα των βασανιστηρίων, και κάνουν συστηματική δουλειά για την πληροφόρηση της κοινής γνώμης σε διεθνές επίπεδο και συμβάλουν σημαντικά στην διαμόρφωση ενός διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης. Και σε όλη την διάρκεια της χούντας συνεχίζουν τις δράσεις τους στοχεύοντας σε αυτό το πεδίο.
Μετά την πτώση της χούντας άρχισε μία νέα, όμορφη και γεμάτη περιπέτεια νέα περίοδος στην ανάπτυξη του γυναικείου κινήματος. Με την συμβολή των κουμουνιστριών και αριστερών γυναικών και των σοσιαλιστριών ιδρύονται γυναικείες οργανώσεις που θέτουν ουσιαστικά τα θεμέλια για την οργάνωση των γυναικών στην νέα μεταπολιτευτική περίοδο και την προβολή των αιτημάτων τους.
Δύο ήταν τα βασικά ρεύματα που κυριάρχησαν στην χώρα μας μετά την αλλαγή του πολιτικού συστήματος: το ρεύμα που είχε σαν προμετωπίδα την κατάργηση της πάλης των τάξεων και την αλλαγή του πολιτικού συστήματος που μέσα από αυτήν θα έρχονταν και η πλήρης απελευθέρωση των γυναικών που το πάλευε η Πανελλήνια Ένωση Γυναικών που μετονομάστηκε το 1975 σε Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας και το ρεύμα που υποστήριζε ότι και μέσα στον καπιταλισμό θα μπορούσε να επιτευχθεί η ισότητα ανδρών και γυναικών που είχε με αρκετές διαφοροποιήσεις ανάμεσά τους, δύο εκπροσωπήσεις: την Ένωση Γυναικών Ελλάδας και την Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών.
Ποια ήταν όμως και συνεχίζει να είναι η βασική διαφοροποίηση για το γυναικείο ζήτημα;
Η μία θεωρία ισχυρίζονταν ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ «βιολογικού και κοινωνικού φύλου». Σύμφωνα με αυτή το φύλο δεν ορίζεται από τα βιολογικά χαρακτηριστικά του, αλλά απ’ αυτά που η δοσμένη κοινωνία με τις αντίστοιχες σχέσεις της του προσδίδει, ανάλογα με το αν γεννήθηκε ένας άνθρωπος άνδρας ή γυναίκα και ανάγεται η ανισοτιμία της γυναίκας στην αντίθεση του δίπολου άνδρας – γυναίκα. Και συνεπώς θα πρέπει να προχωρήσουν όλες οι απαιτούμενες θεσμικές αλλαγές για την εξάλειψη των διακρίσεων ανάμεσα στα φύλα. Στην κατεύθυνση αυτή τα καπιταλιστικά κράτη στην Δυτική Ευρώπη είχαν προχωρήσει επηρεασμένα και από τον Μάη του ‘68 σε παραχωρήσεις και σε αστικούς εκσυγχρονισμούς σε τομείς που αφορούσαν τις γυναίκες και ανάλογα με το πώς ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τη γυναικεία εργατική δύναμη, παραχωρήσεις που καθυστέρησαν αρκετά να υλοποιηθούν στην χώρα μας λόγω της επταετίας.
Η άλλη θεωρία ισχυρίζονταν ότι η θέση της γυναίκας στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο θα παραμένει ανισότιμη. Ο ιδεολογικός και πολιτικός πυρήνας του καπιταλισμού, δηλαδή η άρνηση της ταξικότητας της ανισοτιμίας των γυναικών, παραμένει και προσαρμόζεται σε αντιδραστική κατεύθυνση. Η θεσμική εξίσωση δεν μπορεί να αναιρέσει τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τις διακρίσεις. Με λίγα λόγια το καπιταλιστικό σύστημα είναι ο βασικός ένοχος των διακρίσεων ανάμεσα στα φύλα.
Αν θέλουμε να κάνουμε μία εκτίμηση και για τα δύο βασικά ιδεολογικά ρεύματα που κυριάρχησαν με ουσιαστικές διαφοροποιήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και μετά στην χώρα μας, θεωρώ ότι μπορούμε χωρίς καμία αμφιβολία να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι και τα δύο ρεύματα συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του γυναικείου ζητήματος στην χώρα μας, στην ανάδειξη των προβλημάτων των γυναικών και στην λύση πολύ σοβαρών θεμάτων που απασχολούσαν και φυσικά συνεχίζουν να απασχολούν το μισό του ουρανού, όπως συνηθιζόταν να αποκαλούνται οι γυναίκες.
Τα βασικά ζητήματα που επιλύθηκαν ήταν :
Η ίση αμοιβή για ίση εργασία που καθιερώθηκε στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση του 1983. Προηγήθηκε βέβαια η καθιέρωση της ίσης αμοιβής για ίση εργασία μέσα από τις επιχειρησιακές και κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 (π.χ. στον κλάδο του Ιματισμού η ίση αμοιβή για ίση εργασία καθιερώθηκε από το 1980) και αυτό είχε απόλυτη σχέση με την σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδικάτου ή της Ομοσπονδίας. Και φυσικά δεν έπεσε από τον ουρανό αλλά ήταν αποτέλεσμα των αγώνων που δόθηκαν και από τους άνδρες και από τις γυναίκες και στον αγώνα αυτό οι γυναικείες οργανώσεις ήταν που έθεσαν το ζήτημα με επίταση στο σ.κ. Και οι εργαζόμενες γυναίκες οφείλουν πολλά στο θέμα αυτό στο φεμινιστικό κίνημα της εποχής και ιδιαίτερα στην ΟΓΕ που το έθεσε πρώτη.
Η πλήρης αναμόρφωση του Οικογενειακού δικαίου που θεσμοθετήθηκε το 1983 από την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αλλά είχε αποτελέσει ζήτημα πάλης όλων των γυναικείων Οργανώσεων της εποχής αμέσως μετά την μεταπολίτευση. Και πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι στο ζήτημα αυτό, που έλυσε πολλαπλά προβλήματα των γυναικών και ζητήματα που είχαν σχέση με την αυτοτελή τους περιουσιακή κατάσταση, υπήρξαν και κοινές διαδηλώσεις, πορείες, ακτιβισμοί από τις όλες τις γυναικείες οργανώσεις, με χαρακτηριστική αυτήν που θυμάμαι εγώ, εδώ στην Θεσσαλονίκη, που σε κοινή πορεία, ενώθηκαν όλα τα λάβαρα του αγώνα: κόκκινα, πράσινα, μωβ και ροζ σε μία πανέμορφη διαδήλωση τον Οκτώβριο του 1982.
Το 1984 θεσπίζεται το νομοθετικό πλαίσιο για τους βιασμούς (άτολμο αλλά είναι το πρώτο βήμα) και την ίδια χρονιά ψηφίζεται ο νόμος 1414, με τον οποίο καθιερώνεται η ελεύθερη πρόσβαση των γυναικών σε όλους τους κλάδους και τις βαθμίδες απασχόλησης. Και το 1986 το ελληνικό Κοινοβούλιο, δίνει το δικαίωμα έστω και με προϋποθέσεις, στις γυναίκες στη διακοπή μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και νομιμοποιεί τις εκτρώσεις.
Και θεσπίζονται μέσα από κλαδικές συλλογικές συμβάσεις ειδικές ρυθμίσεις που αντιμετωπίζουν ειδικά ζητήματα των εργαζόμενων γυναικών. Και κάνουν για πρώτη φορά στα χρονικά την εμφάνισή τους σε εργασιακούς χώρους ιδιαίτερα των ΔΕΚΟ, Υπηρεσιών αλλά και μεγάλων εργοστασίων ιδιωτικού τομέα οι πρώτοι παιδικοί σταθμοί.
Ήδη όμως από τις αρχές του 1990 στην Ελλάδα και με πρόσχημα την κρίση και από το 2010 με τα μνημόνια, έχει ενταθεί η επίθεση στα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Μεγαλύτερα θύματα αυτής της επίθεσης, που γίνεται στο όνομα της ισότητας, είναι οι γυναίκες και η νεολαία. Η ανεργία αυξάνεται, η μαύρη εργασία νομιμοποιείται, τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης αυξήθηκαν, το επίπεδο ζωής χειροτερεύει. Πρώτα εφαρμόστηκαν στις εργαζόμενες γυναίκες και τους νέους στο όνομα των ψευδεπίγραφων «ιδιαίτερων» αναγκών τους για περισσότερο ελεύθερο χρόνο για τη φροντίδα της οικογένειας, το «συνδυασμό οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων» ή για τη μελέτη των σπουδαστών και στη συνέχεια γενικεύτηκαν κυρίως στους εργαζόμενους στον τομέα των υπηρεσιών. Οι συνθήκες δουλειάς χειροτερεύουν και επιβαρύνουν περισσότερο τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζόμενων γυναικών και εντείνουν την ανισοτιμία τους. Ο κοινωνικός ρόλος της μητρότητας δεν αναγνωρίζεται. Προκαταλήψεις και αντιδραστικές αντιλήψεις αναπαράγονται με νέες μορφές. Στις σημερινές συνθήκες διεύρυνσης της καπιταλιστικής αγοράς η γυναικεία εργασία χρησιμοποιήθηκε για να χτυπηθούν οι μισθοί, τα μεροκάματα, να μειωθεί το εργατικό εισόδημα χωρίς να μειωθεί ο γενικός εργάσιμος χρόνος. Αξιοποιείται αντιδραστικά η σχέση της γυναίκας με τη μητρότητα και την οικογένεια. Χρησιμοποιείται η γυναικεία εργασία στις πιο κακοπληρωμένες δουλειές χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Σε υποβαθμισμένες υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σε ληξιπρόθεσμα και ευκαιριακά προγράμματα «επιχειρηματικότητας», «κατάρτισης» και «διά βίου εκπαίδευσης». Οι συνθήκες της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης πυροδοτούν τις πιο ακραίες αντιλήψεις για τον «κοινωνικό ρόλο» της γυναίκας στο σπίτι, στη φροντίδα των παιδιών και των υπερηλίκων. Στο όνομα του συνδυασμού της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή χτυπιούνται τα εργασιακά δικαιώματα με στόχο να μην γίνεται η μητρότητα ασύμφορη για την εργοδοσία.
Πενήντα χρόνια μετά τον Μάη του ‘68, η συζήτηση και ο αγώνας για την ισοτιμία και τα δικαιώματα των γυναικών ήταν, είναι και θα είναι επίκαιρος για μια μεγάλη ακόμη περίοδο και στο μέλλον. Το ζήτημα της ισοτιμίας που κυριάρχησε σαν προβληματισμός και προπάντων σαν δράση στις γραμμές του γυναικείου κινήματος όλο τον 20ό αιώνα και το σύνθημα για ισοτιμία και ίση μεταχείριση θα παραμένει πιστεύω στην προμετωπίδα των γυναικείων οργανώσεων, του γυναικείου κινήματος και ως ένα βαθμό των γενικότερων λαϊκών αγώνων.
Θα να κλείσω την παρέμβασή μου με ένα ερώτημα: Μας αρκεί σήμερα να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας -πρέπει βεβαίως να το κάνουμε- απλά στον αγώνα για την ισοτιμία της γυναίκας; Επαναλαμβάνοντας και συνεχίζοντας ένα σύνθημα, που βεβαίως έχει ισχύ και δυναμική σήμερα -και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να το εγκαταλείψουμε- αρκεί όμως να συζητάμε μόνο για ισοτιμία και ίση μεταχείριση της γυναίκας; Δεν πρέπει να προσθέτουμε και σε ποια κοινωνία; Και στα πλαίσια ποιας πολιτικής;
Ισοτιμία σημαίνει ένας δυναμικός αγώνας, ένα δυναμικό αίτημα για χειραφέτηση. Αυτός όμως ο δυναμικός αγώνας μπορεί να δώσει πιο σίγουρους καρπούς όταν δένεται αναπόσπαστα με τον αγώνα για κοινωνική ισότητα. Όχι μόνο ανάμεσα στους άντρες γενικά και στις γυναίκες, αλλά την κοινωνική ισότητα που βασίζεται και εμπεδώνεται μέσα στην κατάργηση κάθε μορφής ταξικής εκμετάλλευσης, κάθε εκμετάλλευσης που αναπτύσσεται ακριβώς εκεί που υπάρχει ταξική καταπίεση. Ισοτιμία των γυναικών, στα πλαίσια της πάλης για την κοινωνική ισότητα των ανθρώπων πιστεύω ότι είναι η απάντηση.
*Ομιλία της Δέσποινας Χαραλαμπίδου στο 21Ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στην εκδήλωση με θέμα: «1968-2018: 50 χρόνια αγώνες για τη γυναικεία απελευθέρωση», που συνδιοργανώθηκε από: Την ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Θεσσαλονίκης, την Αντισεξιστική ομάδα της ΔΕΑ, την Ομάδα Μαχητικές κι Ελεύθερες και την ΑΡΑΣ.