Απέναντι στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στον Περσικό Κόλπο οι ΗΠΑ έχουν στη διάθεσή τους τρεις επιλογές: την πολεμική κλιμάκωση απέναντι στο Ιράν, την συνδιαλλαγή σε αναζήτηση απεμπλοκής και την εξαγορά χρόνου με την ελπίδα της αλλαγής των δεδομένων στο προσεχές μέλλον.
Τα μηνύματα που εκπέμπονται μετά τις επιθέσεις του Σαββάτου εναντίον των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της Σαουδικής Αραβίας (για τις οποίες ανέλαβε την ευθύνη οι σύμμαχοι της Τεχεράνης αντάρτες Χούθι της Υεμένης) είναι εξαιρετικά αντιφατικά.
Καταφθάνοντας στο Ριάντ για επείγουσες συνομιλίες ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικλ Πομπέο (πρώτος αξιωματούχος που έσπευσε να ενοχοποιήσει την Τεχεράνη για το πλήγμα στην Aramco) έκανε λόγο για “πράξη πολέμου” που “φέρει τα δακτυλικά αποτυπώματα του Ιρανού ηγέτη αγιατολλάχ Αλί Χαμενεϊ”.
Όσα άλλα όμως ακούγονται από τη Ουάσιγκτον είναι αναντίστοιχα προς μία “πράξη πολέμου”.
Πιστός στον τρόπο με τον οποίο θεωρεί ότι διαφυλάσσει το γόητρό του, ο Ντόναλντ Τραμπ φροντίζει πάντοτε να συντηρεί ρητορικά τον φόβο μιας πολεμικής αναμέτρησης, ως “ύστατης” επιλογής από τις “πολλές” που έχει στη διάθεσή του. Όμως ταυτόχρονα απονευρώνει το μήνυμα αυτό, στο πλαίσιο μιας ιδιόμορφα “αγέρωχης αποκλιμάκωσης”.
Ήδη οι αγορές ερμήνευσαν καταλλήλως το μήνυμα του Ντόναλντ Τραμπ ότι ζήτησε από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών να ετοιμάσει εντός 48 ωρών νέες αυστηρές κυρώσεις εναντίον του Ιράν. Η τιμή του πετρελαίου υποχώρησε, καθώς η επιστροφή στην πεπατημένη των κυρώσεων θεωρήθηκε υποκατάστατο και όχι προανάκρουσμα μιας πολεμικής εμπλοκής.
Το Ισραήλ, δια του απερχόμενου πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, και η Σαουδική Αραβία, δια του υφυπουργού Άμυνας Χαλίντ μπιν Σαλμάν, υιού του βασιλιά, δεν μπορούσαν παρά να ευχαριστήσουν τον ένοικο του Λευκού Οίκου για αυτή τη “σθεναρή” κίνησή του.
Παράλληλα, ο γ.γ. των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες ανακοίνωσε την αποστολή εμπειρογνωμόνων του οργανισμού στη Σαουδική Αραβία για να διακριβωθούν όσα αφορούν τις επιθέσεις του Σαββάτου. Πρόκειται για μία κίνηση που, καλώς εχόντων, βάζει φρένο στην αβασάνιστη απόδοση ευθυνών.
Κατόπιν, στην τηλεφωνική επικοινωνία του Τραμπ με τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον συζητήθηκε η αναγκαιότητα μιας κοινής διπλωματικής απάντησης στο Ιράν. Η κρίσιμη λέξη είναι το επίθετο “διπλωματική”.
Συμφωνήθηκε επίσης ότι δεν πρέπει να επιτραπεί στην Ισλαμική Δημοκρατία να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Όμως αυτό εξασφαλιζόταν απολύτως από την διεθνή συμφωνία του 2015, που εξακολουθεί να τηρεί η Βρετανία, και από την οποία απέσυρε τις ΗΠΑ ο ίδιος ο Τραμπ επιδιώκοντας να προκαλέσει μιαν ευρύτερη διαπραγμάτευση για άλλα ζητήματα όπως η “περιφερειακή συμπεριφορά” του Ιράν, που τόση ανασφάλεια προκαλεί σε Ισραήλ και Σαουδική Αραβία.
Όμως η υιοθέτηση της τακτικής της “μέγιστης πίεσης” έναντι του Ιράν οδήγησε στην αυτοπαγίδευση του Τραμπ. Και αυτό διότι υποτιμήθηκε η βούληση της Ισλαμικής Δημοκρατίας να απαντήσει δυναμικά, αντί να υπομένει παθητικά τον οικονομικό στραγγαλισμό της. Στον ασύμμετρο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των δύο πλευρών, το μήνυμα της Τεχεράνης ότι τυχόν ανάφλεξη δεν μπορεί να μείνει οριοθετημένη αλλά θα γενικευτεί και η υπογράμμιση της αξιοπιστίας του με “διαψεύσιμα”, αμφίβολης πατρότητας πλήγματα έφερε μια σκακιστική ισοπαλία.
Οι συμμαχίες του Ιράν με παίκτες της περιοχής, όπως οι Χούθι, η λιβανική Χεζμπολάχ ή οι σιίτες πολιτοφύλακες του Ιράκ ενισχύθηκαν. Αντίθετα, στο στρατόπεδο των αραβικών μοναρχιών παρατηρείται αποσυσπείρωση: κοντά στην προηγούμενη αντιπαράθεση της Σαουδικής Αραβίας με το Κατάρ, ήρθε να προστεθεί και η διαφοροποίηση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, που ήδη πριν από τις επιθέσεις του Σαββάτου είχαν υιοθετήσει γραμμή εκτόνωσης των εντάσεων με το Ιράν και την Υεμένη. Πάνω στην ώρα, οι Χούθι φρόντισαν να υπενθυμίσουν ότι δεκάδες στόχοι των ΗΑΕ βρίσκονται στο βεληνεκές τους.
Αλλά και μεταξύ Ριάντ και Ουάσιγκτον δεν λειτουργεί κανένας “αυτοματισμός”. Ούτε η σαουδαραβική πλευρά ενθουσιάζεται στην ιδέα να ανοίξει τις πύλες σε υπηρεσίες και στρατεύματα των ΗΠΑ (εξού και τονίζει διαρκώς ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την κατάσταση) ούτε ο Τραμπ πρόκειται να λάβει “διαταγές” από τους Σαούντ ή να ρισκάρει αβίαστα τις προοπτικές επανεκλογής του. Οι σχέσεις των δύο πλευρών έχουν περιπλακεί μετά την υπόθεση Κασόγκι και το Κογκρέσο από καιρό προσπαθεί να διακόψει κάθε αμερικανική εμπλοκή στο δράμα της Υεμένης.
Την εκατέρωθεν επιφύλαξη επιδεινώνει ο εσωτερικός διχασμός της κάθε πλευράς: όχι μόνο της αμερικανικής, αλλά και της σαουδαραβικής, αφού για πολλά συντηρητικά μέλη της δυναστείας οι αποτυχίες του υπερφιλόδοξου, “εκσυγχρονιστή” διαδόχου Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν (αρχιτέκτονα του πολέμου στην Υεμένη, αλλά και της σχεδιαζόμενης δημόσιας εγγραφής της Aramco) είναι καλοδεχούμενες.
Είναι λοιπόν η όποια συμφωνία κατορθωθεί να προκύψει ως προς το δέον γενέσθαι κατά τις συνομιλίες του Πομπέο στο Ριάντ που θα διαμορφώσει την κατάλληλη ανάγνωση των περιστατικών του Σαββάτου και όχι το αντίθετο.
Προς το παρόν, οι Σαουδάραβες ιθύνοντες φροντίζουν να αφήνουν ανοιχτό το σενάριο της ιρανικής ενοχής, αν και η δική τους εκδοχή, σε αντίθεση με τις αναλυτικές αναφορές των Χούθι, περιλαμβάνει αδιευκρίνιστα σημεία. Είναι άλλωστε απορίας άξιο γιατί το Ιράν θα επέλεγε μια “πολεμική ενέργεια”, χωρίς να γενικεύσει την αντιπαράθεση, αφήνοντας έτσι τον χρόνο στους αντιπάλους του να προετοιμάσουν την απάντησή τους. Είναι επίσης άβολο να υποτεθεί ότι το πλήγμα στην Aramco προήλθε από τα ανατολικά, δηλ. από εκείνη την πλευρά που κατεξοχήν καλύπτουν τα αμερικανικής προελεύσεως αντιαεροπορικά συστήματα της Σαουδικής Αραβίας.
Το ότι οι Χούθι έχουν αναβαθμίσει θεαματικά τις επιχειρησιακές τους δυνατότητες τον τελευταίο χρόνο και ότι αυτό δεν θα ήταν δυνατόν χωρίς τη βοήθεια του Ιράν και της Χεζμπολάχ είναι βέβαιο. Όμως και σε αυτή την περίπτωση η αλαζονική υποτίμηση της βούλησης του αντιπάλου να απαντήσει (μετά από σφυροκόπημα πέντε χρόνων) αποδεικνύεται για τους Σαούντ μοιραία.