Εξανίσταται η Εστία (27.5.2020), και όχι άδικα, γιατί η Αλβανία είναι σχεδόν έτοιμη να ενεργοποιήσει την βάση Πασά λιμάνι στον κόλπο της Αυλώνος για το τουρκικό ναυτικό.
Είναι προφανές ότι το τουρκικό ναυτικό δεν καλύπτει καμία αμυντική ανάγκη με μια τέτοια βάση. Αποκτά τη δυνατότητα να χτυπήσει ευκολότερα και από άλλη κατεύθυνση την Ελλάδα.
‘Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η Αθήνα είναι ενθουσιώδης οπαδός της ένταξης της Αλβανίας στην ΕΕ. Για πολλούς λόγους η ένταξη αυτή, όπως και των υπολοίπων βαλκανικών χωρών, είναι εις βάρος και των ελληνικών εθνικών συμφερόντων και των ευρωπαϊκών (στην πραγματικότητα και των συμφερόντων του αλβανικού και των άλλων βαλκανικών λαών, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση). Η «μεγάλη διεύρυνση» του 2004, χωρίς να πληρούται καμία πολιτικο-οικονομική προϋπόθεση, ουδόλως συνέβαλε στο να σταθούν στα πόδια τους οι χώρες της αν. Ευρώπης. Συνέβαλε στο να χτυπηθούν τα κεκτημένα των λαών της δυτικής, αλλά και στην κρίση της ΕΕ και στην ισοπέδωση της Ελλάδας που ακολούθησαν μετά το 2009.
Παρόλα αυτά, η Αθήνα επέλεξε να είναι ενθουσιώδης οπαδός της ένταξης της Αλβανίας. Αφού το έπραξε, γιατί δεν προσπάθησε, τουλάχιστο, σε αντάλλαγμα, να κατοχυρώσει το στοιχειώδες, περίπου υπαρξιακό ελληνικό συμφέρον, να μην υπάρχουν δηλαδή τουρκικές βάσεις στη γείτονα;
Δεν είναι μόνο αυτό που δεν κατάφερε. Τα Τίρανα δεν σέβονται τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας, σκέπτονται να εγκαταστήσουν στις περιοχές που ζει μετανάστες από την Τουρκία και δεν έχουν επικυρώσει τη συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα. Όλα αυτά δεν απασχολούν τις ελληνικές κυβερνήσεις που επιμένουν στην υποστήριξη της αλβανικής ένταξης, γεγονός που προκαλεί την δικαιολογημένη αγανάκτηση της Εστίας.
‘Όμως, η καλή εφημερίς διαμαρτύρεται μεν για το σύμπτωμα, αδιαφορεί δε για το αίτιο. Δεν αποφασίζει δυστυχώς η Αθήνα για την πολιτική διεύρυνσης της ΕΕ. Έχει βέτο, αλλά πρόκειται για τυπικότητα. Δεν αποφασίζει, στην πραγματικότητα, σε μεγάλο βαθμό, ούτε καν και για τις σχέσεις με την Τουρκία! ‘Εχει προ πολλού εκχωρήσει την εξωτερική και αμυντική πολιτική της στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΝΑΤΟ και το Ισραήλ, μόνο που ξέχασε να μας το πει, να το ανακοινώσει. ‘Όπως εκχώρησε την οικονομική και ευρωπαϊκή πολιτική στην ΕΕ, τη Γερμανία, το ΔΝΤ και τις μεγάλες παγκόσμιες τράπεζες. Και αν για την εκχώρηση κυριαρχίας στα θέματα οικονομικής πολιτικής έγινε μία συζήτηση στη χώρα, δεν έγινε καμία για την ντε φάκτο εκχώρηση κυριαρχίας στα θέματα εξωτερικής – αμυντικής πολιτικής.
Στην περίπτωση της Αλβανίας υπάρχει ακόμα κάτι ενδιαφέρον. Θα ήταν αδιανόητο για τα Τίρανα να κάνουν αυτά που κάνουν έναντι της Ελλάδας, αν τους πίεζε η Ουάσιγκτον να μην τα κάνουν. Οπότε τίθεται το ερώτημα. Για ποιο λόγο δώσαμε όλη τη χώρα ως βάση στις ΗΠΑ και αυτές δεν κουνάνε το δαχτυλάκι τους για να μας βοηθήσουν;
Αλλά δεν είναι μόνο ότι δεν ζητάμε και δεν λαμβάνουμε κανένα αντάλλαγμα για τις κολοσσιαίες παραχωρήσεις που κάνουμε στους συμμάχους μας. Τα πράγματα είναι χειρότερα και πιο επικίνδυνα. Η έννοια του «Προστάτη» και της «Προστασίας» δεν είναι πολύ αξιοπρεπής, ούτε για τους ανθρώπους, ούτε για τα έθνη. Αλλά εδώ εμείς διεκδικούμε παγκόσμια πρωτοτυπία. Αποδεχθήκαμε τον Προστάτη, αλλά δεν μας προστατεύει!
Έτσι, Ελλάδα και Κύπρος εκτίθενται σε αυξημένους κινδύνους εξαιτίας της εξάρτησης της πολιτικής τους, έχοντας απελπιστικά λιγότερους φίλους από οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας τους!
Ως αποτέλεσμα και της εξάρτησης που σήμερα συντηρούν και των παραχωρήσεων προς τους υποτιθέμενους «συμμάχους και φίλους», Αθήνα και Λευκωσία αντιμετωπίζουν μεγαλύτερους κινδύνους έχοντας τους λιγότερους φίλους διεθνώς από όσους είχαν ποτέ στην ιστορία τους.
Αλλά είναι και τόσο δεδομένες, που δεν έχουν πραγματικό, σπουδαίο κίνητρο, να σπεύσουν υπέρ τους οι «φίλοι και σύμμαχοι».
Για να μην μιλάμε γενικόλογα, θα τα δούμε αυτά με μερικά παραδείγματα, στη ρίζα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε τώρα με την Τουρκία.
Οι υδρογονάνθρακες της Κύπρου
Η Κυπριακή Δημοκρατία παραχώρησε, όπως είχε κάθε δικαίωμα να κάνει, τα εικαζόμενα «φιλέτα» των ενεργειακών της αποθεμάτων στην αμερικανική Exxon. Δεν την απασχόλησε ουδόλως το ότι η εταιρεία αυτή «λύσσαξε» το 2004, ασκώντας ισχυρότατες πιέσεις, για να αυτοδιαλυθεί το κυπριακό κράτος με το σχέδιο Ανάν. Ούτε ότι η Αμερική διαρκώς και συστηματικά πολέμησε, μαζί με τη Βρετανία και με το Ισραήλ, κάθε ιδέας είτε ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, είτε ανεξάρτητου και κυρίαρχου κυπριακού κράτους, φτάνοντας στο σημείο να ενορχηστρώσει το πραξικόπημα Ιωαννίδη και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το ’74, όπως και τις τεράστιες πιέσεις για αποδοχή του Ανάν το 2004.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι η Αυτοκρατορία δεν επιθυμεί απλώς να ελέγχει την Κύπρο και την πολιτική της, γιατί προφανώς θα την ήλεγχε αν επέτρεπε την ένωσή της με τη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η Αυτοκρατορία δεν θέλει κανενός είδους ελληνικό ή τουρκικό κράτος και κυριαρχία σε αυτή την περιοχή του κόσμου, που τη θεωρεί πολύ ζωτική για τα συμφέροντά της. Θα προτιμούσε να μην έχει και ελληνικούς ή τουρκικούς πληθυσμούς στο νησί, γιατί πληθυσμοί συνιστούν βάση διεκδίκησης κυριαρχίας.
Γι’ αυτό και ενθάρρυνε την Τουρκία να μπει στο κυπριακό, γι’ αυτό οι ΗΠΑ οργάνωσαν το πραξικόπημα του Ιωαννίδη και την τουρκική εισβολή το 1974, γι’ αυτό επεχείρησαν με πολιτικά μέσα και ασκώντας φοβερές πιέσεις την κατάλυση του κυπριακού κράτους το 2004 με το σχέδιο Ανάν.
Δεν ξέρουμε πόσο έξυπνο είναι η Κύπρος να στηρίζεται διαχρονικά κυρίως στη Ρωσία για εξοπλιστική και διπλωματική στήριξη (και λιγότερο στην Κίνα και τη Γαλλία), για να επιβιώσει από την «δομική» αγγλοαμερικανική εχθρότητα και μετά να πηγαίνει και να δίνει τα πετρέλαια στον ηθικό αυτουργό του ’74. Προφανώς οι Κύπριοι εκτιμούν ότι η Μόσχα θα τους βγαίνει πάντα στο τηλέφωνο ότι κι αν κάνουν. Αμφιβάλλουμε και για τη σκοπιμότητα αυτών των σχεδίων για πολλούς λόγους, Πριν από όλους γιατί το 95% των χωρών που ανακάλυψαν πετρέλαιο κατεστράφησαν. Πρέπει να είσαι Νορβηγία για να ωφεληθείς. Κύπρος και Ελλάδα όμως ούτε Νορβηγία είναι, ούτε βρίσκονται εκεί που είναι η Νορβηγία.
Τέλος πάντως η Λευκωσία άσκησε το αναφαίρετο δικαίωμά της και έδωσε όπου νόμιζε τα κοιτάσματα. Δεν φρόντισε όμως ταυτόχρονα να ζητήσει τουλάχιστον προστασία και εγγυήσεις όταν θα εκδηλωνόταν η απαράδεκτη και παράνομη μεν, απολύτως δε αναμενόμενη τουρκική αντίδραση. Ούτε από την Αμερική, ούτε από τη Γαλλία, το Ισραήλ και την Ιταλία που ενεπλάκησαν στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της.
Το αποτέλεσμα; Ο Ερντογάν δηλώνει στους δημοσιογράφους ότι «οι Αμερικανοί μου είπαν να μην πειράξω τις γεωτρήσεις τους και να κάνω ότι θέλω αλλού», η Exxon έχει διακόψει τις έρευνες λόγω τιμών πετρελαίου και η Τουρκία έχει γεωτρύπανα νοτίως της Κύπρου.
Ακόμη κι αν ήθελαν να απαντήσουν στρατιωτικά, Κύπρος και Ελλάδα δεν μπορούν να το κάνουν, αφού, πειθαρχώντας στις σχετικές πιέσεις ΗΠΑ και Ισραήλ απέφυγαν να εγκαταστήσουν τους S300 που αγόρασε η Κύπρος και που θα άλλαζαν από κει όλο τον ελληνοτουρκικό συσχετισμό ισχύος και εγκατέλειψαν για τον ίδιο λόγο το αμυντικό δόγμα του ενιαίου χώρου.
Είναι αυτά έξυπνη και συμφέρουσα πολιτική αυτή;
EastMed: Στο Ισραήλ τα οφέλη σε μας οι κίνδυνοι
Υπογράψαμε κατεπειγόντως τον περασμένο Ιανουάριο τη συμφωνία με το Ισραήλ για τον EastMed, που ήθελε τόσο πολύ ο κ. Νετανιάχου, παρόλο που δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη πιθανότητα κατασκευής τέτοιου αγωγού. Πρώτον γιατί δεν έχει συμφωνήσει η Ιταλία, αποδέκτης του αερίου. Δεύτερο γιατί πρέπει να ανακαλυφθούν τέτοιας αξίας κοιτάσματα που να τον καθιστούν βιώσιμο.
Δεν φροντίσαμε όμως πάλι να λάβουμε εγγυήσεις από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ (ή τους Ευρωπαίους, αφού σε αυτούς θα καταλήξει το αέριο), όταν η Τουρκία θα απαντούσε. Αν πιστέψουμε ισραηλινούς και έλληνες αναλυτές, το τουρκολιβυκό μνημόνιο ήταν η αντίδραση της Άγκυρας στα ελληνο-κυπρο-ισραηλινά σχέδια.
Φυσικά δεν σημαίνει αυτό ότι η Άγκυρα έχει δίκιο να αντιδρά έτσι. Κάθε άλλο. Σημαίνει όμως ότι, όταν ξεκινάς τέτοιες ιστορίες, τα βάζεις κάτω, βλέπεις τα υπέρ και τα κατά, βλέπεις τι μπορείς και τι συμφέρει να κάνεις, δεν ακολουθείς τυφλά ότι σου λέει ο Νετανιάχου, όπως κάνουν όλες οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας σε Αθήνα και Λευκωσία.
Και προπάντων ζητάς από τους «συμμάχους» να σου προσφέρουν αμυντική υποστήριξη και προστασία. Είναι αδιανόητο να μας σπρώχνει το Ισραήλ στην σύναψη των συμφωνιών και ταυτόχρονα να βγαίνουν οι Υπουργοί του και να λένε ότι δεν θα στείλουν τον στόλο τους να αντιμετωπίσει τον τουρκικό. Δηλαδή ποιος θα πάει να το κάνει; Ο ελληνικός;
‘Εχει νόημα να συμφωνήσει η Ελλάδα σε σχέδια τέτοιων αγωγών μόνο αν της δώσουν σοβαρές εγγυήσεις οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να ενδιαφέρονται, όπως το Ισραήλ, οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι καταναλωτές εν προκειμένω. Αλλιώς προτιμότερο να καθίσει στα αυγά της, πόσο μάλλον όταν είσαι μια κατεστραμμένη οικονομικά χώρα με μεγάλα αμυντικά προβλήματα.
Προ ημερών, εν μέσω πανδημίας, ελληνικό και το κυπριακό κοινοβούλιο επικύρωσαν τη συμφωνία για τον EastMed, παρόλο που έχει γίνει ακόμα πιο ανεπίκαιρος μετά την «ισοπέδωση» των τιμών του πετρελαίου. Εξέδωσε επιδοκιμαστική σχετική ανακοίνωση η ισραηλινή Πρεσβεία. Δεν γνωρίζουμε αν έχει σχέση, αλλά λίγες μέρες, η Τουρκία ανακοίνωσε τα των ερευνών στα ανατολικά Κρήτης, Ρόδου και Καρπάθου. Πλησιάζουμε, είτε το καταλαβαίνουμε, είτε όχι σε σημείο μη επιστροφής.
Το Ισραήλ μπορεί να έχει την α’ ή β’ στρατηγική. Μπορεί να τα ξαναβρεί αύριο με την Άγκυρα ή μπορεί ακόμα και να το βολεύει ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος. Η Αθήνα δεν έχει κανένα τρόπο να τα διαπιστώσει αυτά. Διερωτάται κανείς, έχει κάποια στρατηγική η Αθήνα;
Δεν κάναμε πόλεμο στην Κύπρο, όπως έπρεπε, για να προστατέψουμε τους Έλληνες το ’74. Και αν είμαστε τότε αποφασισμένοι δεν θα είχε καν χρειαστεί.
Θα κάνουμε πόλεμο τώρα, έναν πόλεμο που δεν θα έχει νικητές, για να γίνει ο EastMed και στην πραγματικότητα ούτε καν γι’ αυτό, αφού ο αγωγός δεν φαίνεται έτσι κι αλλιώς να μπορεί να γίνει;
Ξαναρωτάμε. Είναι αυτά έξυπνες και συμφέρουσες πολιτικές; ‘Εχουμε κάποιο δικό μας λόγο, πλην της ξένης εξάρτησης, που τις ακολουθούμε;
Φυσικά οι τουρκικές ενέργειες, αν λάβουν χώρα, πρέπει να αντιμετωπιστούν κατάλληλα γιατί θα συνιστούν μείζονα προσβολή των ελληνικών δικαιωμάτων. Αλλά η δουλειά των υπεύθυνων πολιτικών δεν είναι ασφαλώς να αφήνουν τις κρίσεις να εξελίσσονται ανεξέλεγκτα, υπό την «καθοδήγηση» τρίτων δυνάμεων, την ατζέντα των οποίων δεν έχει κανένα τρόπο να «ελέγξει» η Αθήνα. Είναι να τις αποτρέπουν, στο μέτρο που εξαρτάται από τις ίδιες. Και μόνο αν έχουν εξαντλήσει όλα τα περιθώρια αποτροπής, να προχωρούν σε μέτρα που μπορεί να θέσουν σε τεράστιους κινδύνους τον ελληνικό λαό και το κράτος του.
Τα ζητήματα της ειρήνης και του πολέμου είναι πολύ σοβαρά για να τα διαχειρίζονται οι πολιτικοί μας όπως διαχειρίζονται τα υπόλοιπα θέματα, ή να αφήνουν τρίτους να αποφασίζουν για αυτά.
«Συμμαχία» με το Ισραήλ
Ακούμε την τελευταία δεκαετία για τη «συμμαχία» με το Ισραήλ. Τους Έλληνες και τους Κύπριους δηλαδή ακούμε, όχι τους Ισραηλινούς.
Αν υπήρχε μια τέτοια συμμαχία θα είχε ασφαλώς και μεγάλα οφέλη λόγω της ισχύος του Ισραήλ. Αλλά δεν υπάρχει. Την αναφέρουν οι πολιτικοί μας για να εμφανίσουν ως αξιοπρεπείς τις παραχωρήσεις κυριαρχίας.
Συμμαχία σημαίνει πρώτον σύμφωνο αμυντικής συνδρομής. Μπορεί να μην τηρηθεί, αλλά τουλάχιστο είναι κάτι. Συμμαχία σημαίνει ότι, εφόσον έχεις ένα τεράστιο λόμπυ στις παγκόσμιες τράπεζες, τις παγκόσμιες εφημερίδες, την παγκόσμια πολιτική, το ΔΝΤ και την ΕΕ, το χρησιμοποιείς για να μην κάνουν στους συμμάχους σου αυτό που έκαναν στην Ελλάδα με το Bail Out και στην Κύπρο με το Bail In. Βοηθάς να πάρει η Αθήνα μια συμφωνία αναδιάρθρωσης του εξαιρετικά μη βιώσιμου χρέους της, να αναπνεύσει λιγάκι βρε αδερφέ.
Αλλιώς για ποιές συμμαχίες μιλάμε;
Διερωτώμεθα και πάλι. Ασκεί εξωτερική πολιτική ή Αθήνα ή εξαιρετικά επικίνδυνες ασκήσεις υποτελείας;
Πρωτοφανής ομολογία Χρεωκοπίας
Ο προηγούμενος ΥΕΘΑ κ. Αποστολάκης, δήλωσε μια μέρα, καταπλήσσοντας τους πάντες, ότι η Ελλάδα θα είναι μόνη της σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία. Τη δήλωσή αυτή επανέλαβε και ο διάδοχός του κ. Παναγιωτόπουλος.
Διερωτάται τώρα κάποιος. Για να μείνουμε «μόνοι μας» κάναμε όλη τη χώρα απέραντη αμερικανική στρατιωτική βάση, δώσαμε όλη την Κύπρο και την Ελλάδα ως πολύτιμο «στρατηγικό βάθος» στο Ισραήλ, τους επιτρέψαμε πλήρη πρόσβαση στα «άδυτα των αδύτων» κάθε κράτους, ευθυγραμμίσαμε την εξωτερική πολιτική μας με το Τελ Αβίβ και καταστρέψαμε παραδοσιακές, πατροπαράδοτες σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου με σημαντικούς διεθνείς παίκτες, που έδιναν περιθώρια αυτονομίας και αύξαναν την πολιτικο-διπλωματική μας ισχύ (Ρωσία, Ιράν, Συρία, Παλαιστίνιοι κλπ).
ΟΙ εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά δεν εξαρτώνται μόνο από την Αθήνα. Εξαρτώνται ασφαλώς και από τον Ερντογάν, τις «υπερδυναμικές» και ιμπεριαλιστικές του φαντασιώσεις. Αλλά ο τρόπος για να τις αντιμετωπίσουμε δεν είναι να εγκαταλειφθούμε στο ιδιοτελές συμφέρον και τις άγνωστες σε μας στρατηγικές επιδιώξεις δυνάμεων που, ουδέποτε στην ιστορία, υπήρξαν φιλικές στον ελληνισμό.
Η αποκατάσταση ενός μίνιμουμ ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και σοβαρότητας στην εξωτερική και αμυντική πολιτική της Ελλάδας και της Κύπρου είναι σήμερα το πιο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ελληνισμός. Χωρίς ένα τέτοιο μίνιμουμ, δεν μπορεί να αποκλειστεί ακόμα και μια πολύ μεγάλη εθνική καταστροφή, χωρίς ιστορικό προηγούμενο στη νεώτερη ιστορία μας. Σε μια πλήρη σύγκρουση με την Τουρκία και με τα οπλικά συστήματα που έχουν οι δύο χώρες δεν θα υπάρξει νικητής. Πρέπει το ενδεχόμενο αυτό να αποτραπεί, χωρίς ταυτόχρονα να θιγούν περαιτέρω τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
*Πηγή: konstantakopoulos.gr