Η πρωτοβουλία της Αθήνας να προσκαλέσει τον Ταγίπ Ερντογάν σε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα, την πρώτη που πραγματοποιεί αρχηγός του τουρκικού κράτους μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, εγείρει μια σειρά από σημαντικά ερωτηματικά.
Η συνεννόηση ή πάντως ο διάλογος μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας είναι όχι απλώς χρήσιμα, είναι απαραίτητα, ιδίως για να μην πάνε οι δύο χώρες, μέσα σε αυτή την τρομερά ασταθή και επικίνδυνη διεθνή κατάσταση, σε σύγκρουση για λογαριασμό επιτήδειων τρίτων.
Ποτέ μετά την κρίση των πυραύλων στην Κούβα, η διεθνής κατάσταση δεν ήταν τόσο επικίνδυνη και ασταθής όσο σήμερα. Αν αυτό είναι πηγή τεραστίων κινδύνων είναι, δυνητικά, και πηγή μεγάλων ευκαιριών για μια μικρή χώρα. Για παράδειγμα, στον κλασικό ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, που παραδοσιακά επηρέασε αποφασιστικά την Ελλάδα και την Τουρκία και χρησιμοποιήθηκε σε βάθος από τους Δυτικούς για να ελέγξουν και τις δύο χώρες, έχει σήμερα προστεθεί ένας καινούριος παράγων. Και οι δύο χώρες και η Κύπρος έχουν γίνει στόχος παγκοσμίων δυνάμεων που θέλουν να καταστρέψουν ή να απαγάγουν όλα τα κράτη και τα έθνη, κάτι που δεν συνέβαινε επί Ψυχρού Πολέμου.
Αλλά η εκμετάλλευση των ευκαιριών απαιτεί μεγάλους ηγέτες, από Βενιζέλο και Ανδρέα Παπανδρέου κι απάνω. Δυστυχώς, σήμερα δεν έχουμε παρά ανθρωπάκια να μας κυβερνάνε, ή να θέλουν να μας κυβερνήσουν. Δεν διαθέτουμε καν ένα ευσταθές διεθνές σύστημα, όπως ήταν στο παρελθόν η ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, που περιόριζαν μεν την ανεξαρτησία και κυριαρχία των μελών τους, αλλά δεν ήθελαν και να τα καταστρέψουν, όπως συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό σήμερα, τουλάχιστον σε ότι αφορά μια μερίδα στην ηγεσία τους!
Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα είναι ότι δεν υπάρχει ελληνική κυβέρνηση και εθνική εξωτερική πολιτική. Στον τομέα της οικονομίας τη χώρα διοικεί η Γερμανία, η ΕΕ και το ΔΝΤ. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και το Ισραήλ. Αυτοί αποφασίζουν, η «Ελλάδα» εκτελεί. Η Αθήνα δεν κάνει τίποτα χωρίς την άδεια και την ενθάρρυνση των Αμερικανών και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι η επίσκεψη Ερντογάν έκλεισε μετά από την επίσκεψη Τσίπρα στην Ουάσιγκτων, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Ελληνας Πρωθυπουργός έδωσε τα πάντα στους Αμερικανούς, εκθέτοντας σε πολύ μεγάλους κινδύνους τη χώρα.
Θα υπενθυμίσουμε στο τέλος αυτού του άρθρου τις πράξεις της ελληνικής κυβέρνησης και διπλωματίας που αποδεικνύουν, πέραν αμφιβολίας, ότι ισχυρισθήκαμε πιο πάνω, πως δηλαδή έχουν γίνει απλό παρακολούθημα της αμερικανικής και ευρύτερης δυτικής πολιτικής.
Υπό τις συνθήκες αυτές τίθεται αναπόφευκτα το ερώτημα. Για ποιο λόγο η Ουάσιγκτον έδωσε το πράσινο φως αν δεν ενθάρρυνε την Αθήνα να καλέσει στην Ελλάδα τον κ. Ερντογάν, που δεν έχει καθόλου καλές σχέσεις με τους Δυτικούς, Αμερικανούς, Ευρωπαίους και Ισραηλινούς;
Το κυπριακό, πραγματικός σκοπός της επίσκεψης
Σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Ανατολού, ο κ. Τσίπρας εκφράζει την ελπίδα οι δύο ηγέτες να στείλουν από την Αθήνα ένα μήνυμα ότι είναι έτοιμοι να συνεχίσουν τις προσπάθειες για «λύση του κυπριακού». Ο Ελληνας Πρωθυπουργός φαίνεται ότι είναι τόσο ευχαριστημένος για το πως αντιμετώπισε το ελληνικό πρόβλημα του χρέους, των Μνημονίων και των Δανειακών, που θέλει να εφαρμόσει και στην Κύπρο την απαράμιλλη τεχνογνωσία του!
Τα (υπαγορευμένα από τους ξένους) οικονομικά πειράματα των Ελλήνων πολιτικών είχαν ως αποτέλεσμα να προκαλέσουν τη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική καταστροφή στην ιστορία του καπιταλισμού σε ειρηνική περίοδο. Τα πειράματά τους με τον σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας των Ελλήνων δεν θα οδηγήσουν σε οικονομική, αλλά σε πολεμική καταστροφή.
Ας αφήσουμε όμως τις δηλώσεις για να πάμε στα γεγονότα. Εδώ κι ένα χρόνο, από τον Δεκέμβριο του 2016, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βαλθεί με κάθε τρόπο να «λύσουν το κυπριακό», δηλαδή να καταλύσουν το κυπριακό κράτος και να το μετατρέψουν σε αποικία ΗΠΑ, Βρετανίας και Ισραήλ. Θα εξηγήσουμε στη συνέχεια πως γίνεται αυτό.
Γι’ αυτό είχαμε την πρωτοβουλία Νούλαντ για την πενταμερή τον Δεκέμβριο και τη συνέχιση των ιδίων προσπαθειών από τον Γκουτιέρες και την Μέι, με την αμέριστη συμπαράσταση των Γιούνγκερ και Μοργκερίνι.
Φυσικά, αν όλους αυτούς τους ενδιέφερε η ειρήνη θα ασχολούνταν με τα τρομερά προβλήματα και τις συρράξεις που απειλούν τον πλανήτη, τη Μέση και Απω Ανατολή, την Αφρική, τη Λατ. Αμερική και την ίδια την Ευρώπη (Ουκρανία). Δεν θα ασχολιόντουσαν με την Κύπρο, όπου επικρατεί μια κακή μεν, ειρήνη δε από το 1974 και τίποτα δεν δείχνει να την απειλεί, εκτός από τις ίδιες τις προσπάθειες «λύσης του κυπριακού».
Τι σημαίνει «λύση του κυπριακού»;
Τι είναι αυτή η επιδιωκόμενη «λύση του κυπριακού»; Με τα λόγια του ίδιου του Ελληνα Υπουργού Εξωτερικών είναι η μετατροπή της Κύπρου σε ένα κράτος όπου η μειοψηφία θα εξισωθεί με τον πλειοψηφία (συνέντευξη στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων, Ιανουάριος 2017). Δηλαδή η κατάργηση της δημοκρατίας που ο Περικλής έχει ορίσει, ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., ως το «των πλειόνων κράτος» (την εξουσία των περισσοτέρων, της πλειοψηφίας).
Επειδή αυτός ο συνεταιρισμός 50%-50% δεν θα μπορεί να λειτουργήσει, δηλαδή να πάρει οποιαδήποτε απόφαση σε περίπτωση (πολύ πιθανή) διαφωνίας των δύο μερών, θα τεθεί αναγκαστικά υπό την εξουσία ξένων, όπως συνέβαινε και στο αρχικό σχέδιο Ανάν, μια επί τα χείρω παραλλαγή του οποίου συζητείται τώρα. Αυτοί οι ξένοι θα διοριστούν από όργανα ευρωπαϊκά ή του ΟΗΕ που, υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες και ακόμα περισσότερο στο κυπριακό, εκφράζουν τα συμφέροντα και την πολιτική ΗΠΑ, Βρετανίας και Ισραήλ. Με αυτό το περίτεχνο σχήμα η Κύπρος θα μετατραπεί ξανά σε αποικία της Αυτοκρατορίας.
Για να είναι ο αποικιοκράτης σίγουρος ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι και όχι αλλοιώς, αφαιρεί από την Κύπρο το δικαίωμα να έχει, όπως όλα τα κανονικά κράτη, τον δικό της στρατό και το δικαίωμα της αυτοάμυνας και τη θέτει (συνέντευξη Κοτζιά στο DPA) υπό την κυριαρχία διεθνούς αστυνομικής δύναμης.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς διάνοια για να καταλάβει ότι πρόκειται για απόσπαση της κυριαρχίας του ελληνικού λαού που κατοικεί την Κύπρο επί της χώρας του και ότι χωρίς κράτος νόμιμο και διεθνώς αναγνωρισμένο οι Ελληνοκύπριοι θα αντιμετωπίσουν θανάσιμη απειλή.
Αυτό είναι το σχέδιο που θέλει να εφαρμόσει στην Κύπρο η ελληνική κυβέρνηση, η κυπριακή κυβέρνηση και η ηγεσία του ΑΚΕΛ, με τη στήριξη δυστυχώς ενός μεγάλου μέρους και της αντιπολίτευσης, κατ΄επιταγήν του «διεθνούς παράγοντα».
Γιατί θέλουν τώρα «λύση του κυπριακού»
Η απίστευτη διεθνής πρεμούρα για λύση του κυπριακού εξηγείται από τους εξής παράγοντες
– τη ζωτική ανάγκη πλήρους ελέγχου της Κύπρου για τις ανάγκες του μεγάλου πολέμου που ετοιμάζεται στη Μέση Ανατολή
– τη ζωτική ανάγκη να εξοβελίσουν κάθε ρωσική επιρροή από τη Μεσόγειο, στα πλαίσια του νέου Ψυχρού (προς το παρόν) Πολέμου κατά της Ρωσίας
– την ιστορική ευκαιρία που συνιστά για αυτούς το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι στο «χώμα», με μια πολιτική ηγεσία ασυνάρτητη και εξαρτημένη, χωρίς κανένα μπούσουλα και πλήρως ελεγχόμενη. Αν δεν καταφέρουν τώρα να αρπάξουν το νησί που ξέφυγε το 1974 από τον (πάντα πολύ ισχυρό στην Ουάσιγκτων και διεθνώς) Κίσσινγκερ, πότε θα το καταφέρουν;
Υπάρχουν όμως δύο εμπόδια. Το ένα είναι ότι θεωρείται απίθανο οι Ελληνοκύπριοι να ψηφίσουν αυτά τα τερατώδη σχέδια. Το δεύτερο είναι ότι η Τουρκία, υπερασπιζόμενη τις (παράνομες) βλέψεις της στην Κύπρο, μπλοκάρει τη συμφωνία.
Αφαιρώντας από τους Ελληνοκύπριους το όπλο του δημοψηφίσματος
Το πρώτο πρόβλημα, η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση επεχείρησαν να το λύσουν αποδεχόμενες και συμμετέχοντας, κατ’ εντολήν της Βικτόρια Νούλαντ, στην εγκληματική, παράνομη και παράλογη Διάσκεψη της Γενεύης, αναγνωρίζοντας δηλαδή στην Τουρκία δικαιώματα επί της Κύπρου (από τα οποία παραιτήθηκε με τη Λωζάννη, που κατά τα άλλα μας ενοχλεί δήθεν η αποκήρυξή της από τον Ερντογάν!!!), νομιμοποιώντας τη Συνθήκη Εγγυήσεως, που Ελλάδα και Κύπρος, αλλά και η ίδια η βρετανική διπλωματία θεωρούσαν μέχρι πρότινος έκπτωτη, και δεχόμενοι να συζητήσει το μέλλον της Κύπρου μια Διάσκεψη στην οποία συμμετέχουν οι κύριοι δημιουργοί του κυπριακού προβλήματος, η Βρετανία και η Τουρκία, δύο κράτη που πραγματοποίησαν ιδιαίτερα αιματηρούς πολέμους κατά της Κύπρου. Χωρίς μάλιστα να παρίσταται η Κυπριακή Δημοκρατία, αφού ο κ. Αναστασιάδης πήγε στις δύο πενταμερείς διασκέψεις ως αρχηγός των Ελληνοκυπρίων και όχι ως Πρόεδρος της Κύπρου. Ο δε κ. Κοτζιάς πρότεινε η Διάσκεψη αυτή να είναι διαρκής, ώστε, μόλις τυχόν καμφθούν οι αντιρρήσεις της Τουρκίας, να μπορεί να συνέλθει αμέσως και να διαλύσει το κυπριακό κράτος.
Μέσω της πενταμερούς, επιχειρείται η λήψη αποφάσεων που θα προκαταλάβουν πολιτικά και νομικά το υποτιθέμενο δημοψήφισμα και θα το καταστήσουν άνευ αντικειμένου. Οι συμφωνίες που θα επιτευχθούν στη Διάσκεψη θα νομιμοποιηθούν πολιτικά και νομικά από την ΕΕ και τον ΟΗΕ, θα καταργηθούν ως εκ τούτου τα παλαιότερα πολύ ευνοϊκά ψηφίσματα για την Κύπρο δια της ισχύος των νεωτέρων και μετά θα κληθούν ίσως οι Ελληνοκύπριοι να πουν ναι ή όχι σε κάτι που έχουν ήδη συμφωνήσει πανηγυρικά ο Πρόεδρός τους, η Ελλάδα, η ΕΕ και ο ΟΗΕ. Με άλλα λόγια, επιδίωξη όλης αυτής της μανούβρας είναι να αφαιρεθεί από τους Ελληνοκύπριους το τελευταίο όπλο που διαθέτουν για να σώσουν το κράτος και τον εαυτό τους, δηλαδή το δημοψήφισμα.
‘Όταν ο Ερντογάν διασώζει την Κυπριακή Δημοκρατία! Που φτάσαμε!
Αλλά πρέπει να καμφθούν και οι αντιρρήσεις της Τουρκίας και αυτό εξηγεί την προθυμία της Αθήνας να καλέσει τον κ. Ερντογάν στην Ελλάδα και να του κάνει κάθε είδος παραχωρήσεων προκειμένου να συγκατατεθεί σε μια φόρμουλα που να υποκαθιστά την συνθήκη εγγυήσεως.
Μεταξύ των άλλων ιδεών που έχουν κυκλοφορήσει είναι μια συμφωνία φιλίας, ή συμμαχίας ή μη επίθεσης Ελλάδας και Τουρκίας, ή Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου. Μια τέτοια συμφωνία θα επιχειρηθεί να εμφανισθεί από την Αθήνα ως δήθεν ακυρούσα το τουρκικό casus belli, κάτι που δεν είναι αλήθεια.
Τυχόν υπογραφή από την Αθήνα τέτοιου συμφώνου, με την Τουρκία να κατέχει στρατιωτικά τμήμα της Κύπρου, με τη μεγαλύτερη αποβατική δύναμη στον κόσμο απέναντι στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, με μόνη δυνατή αποστολή της την κατάληψή τους και εδαφικές διεκδικήσεις στο αρχιπέλαγος, ακόμη και στη Γαύδο, συνιστά αναγνώριση και αποδοχή του συνόλου των τουρκικών διεκδικήσεων και των απειλών κατά της Ελλάδας.
Δεν φαίνεται πιθανό ότι τα υπό αλλοδαπή επιρροή «μαγειρεία» του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών να έχουν λύσει τα περίπλοκα πολιτικά και νομικά προβλήματα που θέτει μια τέτοια συμφωνία, αλλά με αυτούς που κυβερνάνε και την όλη κατάσταση της χώρας και του πολιτικού της προσωπικού, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος.
Χαμένοι έτσι κι αλλιώς χωρίς εθνική εξωτερική πολιτική
Η τραγωδία έγκειται ότι είμαστε στην εξής κατάσταση. Αν μεν ΗΠΑ-Ισραήλ τα ξαναφτιάξουν με την Τουρκία, θα μας βάλουν εμάς να πληρώσουμε τη νύφη, εφαρμόζοντας την τουρκική πολιτική του Γιώργου Παπανδρέου, σύμβουλος του οποίου ήταν ο νυν Υπουργός Εξωτερικών. Αν πάνε σε σύγκρουση με την Τουρκία, κινδυνεύουμε να μας βάλουν να τους κάνουμε εμείς τη δουλειά, ανοίγοντας και προς Δυσμάς μέτωπο στον Ερντογάν.
‘Όπως το 1922, που μας έσπρωξαν στη Μικρασιατική Εκστρατεία για να μην πάρει ο Κεμάλ τα πετρέλαια της Μοσούλης και μετά έκοβαν οι Αγγλογάλλοι τα χέρια των Ελλήνων που δοκίμαζαν να ανέβουν στα καράβια τους, ‘εξω από τη φλεγόμενη Σμύρνη.
Μόνο που τώρα δεν έχουμε καν άλλη Ελλάδα να πάμε έστω και ως πρόσφυγες. Καλό θάναι να τα πάρουν αυτά υπόψιν τους και οι Κύπριοι πολιτικοί και πολίτες, που μοιάζουν αγρόν αγοράζοντες.
Μια αναγκαία υπενθύμιση
Αν από κάτι προπάντων διακρίνεται η σημερινή κυβέρνηση είναι από την αδυναμία και απροθυμία της να προφέρει τη λέξη ‘Όχι προς οποιονδήποτε από τους «νταβατζήδες» της χώρας, είτε οικονομικούς είτε γεωπολιτικούς.
Δεχόμαστε πυρηνικά στον Αραξο, μετατρέπουμε την Κρήτη και την Κάρπαθο σε πολεμικό ορμητήριο εναντίον του Ιράν και ευρύτερα του αραβομουσουλμανικού κόσμου, μετατρέπουμε τη Βόρειο Ελλάδα σε πολεμικό ορμητήριο κατά της Ρωσίας, αναλαμβάνοντας φυσικά και τους τρομακτικούς κινδύνους που αυτά συνεπάγονται για την Ελλάδα, αλλά καιο αυτοαφοπλιζόμενοι από τα μεγάλα γεωπολιτικά χαρτιά μας που είναι, μαζί με την ασύγκριτη συνεισφορά της Ελλάδας στον παγκόσμιο πολιτισμό, το «στρατηγικό βάθος» της.
Δίνουμε τα πετρέλαια των θαλασσών μας στους Αμερικανούς, τους δίνουμε και το Νεώριο για να μην το πάρουν οι Ρώσοι. ‘Εχουμε κάνει ότι μπορούμε για να καταστρέψουμε τις βαθειές, ιστορικές σχέσεις με τους Ρώσους (ακόμα και στον τουριστικό τομέα, αν είναι δυνατόν!), τους ‘Αραβες και το Ιράν. Κάνουμε με τις επιλογές μας την ελληνική πολεμική αεροπορία τηλεελεγχόμενο παράρτημα των πιο εξτρεμιστικών κύκλων του αμερικανικού στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, αυτού που συντάσσεται με το σχέδιο μεγάλου πολέμου στη Μέση Ανατολή. Αφήνουμε, αν δεν ενθαρρύνουμε, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων να ξεπουλήσει αντί γλίσχρου ανταλλάγματος την μεγάλη ακίνητη περιουσία του στην Ιερουσαλήμ, προκαλώντας εξέγερση των Ορθοδόξων Παλαιστινίων εναντίον του και θέτοντας σε κίνδυνο την παρουσία στην περιοχή της ελληνικής Ορθοδοξίας. Συλλαμβάνει ο φίλος του κ. Κοτζιά, ο κ. Τόσκας, κατ’ εντολήν υποθέτουμε των Αμερικανών και δημοσιοποιεί τις φωτογραφίες μελών τουρκικής οργάνωσης της επαναστατικής αριστεράς, που δεν έχουν καμιά παράνομη δράση στη χώρα, αλλά έχουν στο παρελθόν δολοφονήσει στρατηγούς και στελέχη της ΜΙΤ με καίρια δράση στην εισβολή στην Κύπρο. Υποθέτουμε ότι οι αρχές δεν έμαθαν την παρουσία τους πριν από ένα μήνα…
Ντροπιάζουμε τη χώρα μας απέχοντας σε διεθνή όργανα από την καταδίκη του ναζισμού και αποφεύγοντας την καταδίκη των ισραηλινών εποικισμών στα κατεχόμενα.
Προετοιμάζουμε μια απαράδεκτη λύση για το θέμα της ονομασίας της πΓΔΜ, ώστε να ολοκληρώσει το ΝΑΤΟ τον έλεγχο των Βαλκανίων.
Ολος ο πλανήτης, ακόμα και οι πιο φιλοαμερικανικές κυβερνήσεις έχουν αντιληφθεί ότι κλονίζεται επικίνδυνα η δυτική οικονομική και η αμερικανική παγκόσμια και η ισραηλινή περιφερειακή γεωπολιτική ηγεμονία. ‘Ολες οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν με περίσκεψη τις απειλές ΗΠΑ και Ισραήλ για εξαπόλυση πυρηνικών πολέμων κατά της Κορέας και (εμμέσως πλην σαφώς) κατά του Ιράν, ακριβώς ως αντίδραση στην διαφαινόμενη απώλεια της ηγεμονίας. Και παίρνουν όσα μέτρα νομίζουν ή μπορούν.
Μόνο στην Ελλάδα και στην Κύπρο, οι κυβερνώντες, αλλά και οι αντιπολιτευόμενοι, νομίζουν ότι ζούμε στη δεκαετία του 1950 και συμπεριφέρονται ως τριτοκλασάτοι χωροφύλακες, για να μη χρησιμοποιήσουμε άλλη λέξη που ταιριάζει καλύτερα, του «ελεύθερου κόσμου». Σκάβουν απελπισμένοι μπας και βρουν να δώσουν ακόμα περισσότερο Γη και ‘Υδωρ και κερδίζουν έτσι μόνο την ειρωνική περιφρόνηση και των «συμμάχων» και των εν δυνάμει φίλων.
Πιστεύουν ότι έτσι θα έχουν τη βοήθειά τους να κυβερνάνε την καταστρεφόμενη Ελλάδα, αλλά ο λογαριασμός που μαζεύεται δεν θα πληρωθεί από αυτούς, θα πληρωθεί στο τέλος από τον ελληνικό λαό και κινδυνεύει να είναι πολύ μεγάλος!
Με τέτοια διεθνή πολιτική, η Ελλάδα δεν θα έχει ούτε μία χώρα με το μέρος της, σε κανένα σημείο του ορίζοντα, αν τυχόν αντιμετωπίσει κάποια σοβαρή απειλή.
Aθήνα, 7/12/2017