Το μεγαλύτερο άγχος που είχε ο κυρ’ Νίκος όσο ζούσε ήταν το τι θα απογίνουν τα βιβλία του μετά τον θάνατο του. Φοβόταν ότι αυτός ο άχρηστος ο γιος του θα τα παρατούσε στον δρόμο ή ακόμα χειρότερα θα τα έκλεινε σε κάποιο πατάρι ή κάποια αποθήκη και θα τα άφηνε εκεί να τα φάνε τα ζωύφια, μόνα τους και χωρίς αγάπη και φροντίδα.
Γιατί τα αγαπούσε σαν παιδιά του τα βιβλία του ο κυρ’ Νίκος. Τα μάζευε χρόνια και πολλές φορές προτιμούσε να μη φάει κάποιο βράδυ ή να κάνει τη σούπα του λίγο πιο νερουλή για να του μείνει κάτι να δώσει για κείνα.
Τα ξεσκόνιζε μία φορά την εβδομάδα και κάθε μέρα τους μιλούσε, τους έλεγε γλυκόλογα να τα καλοπιάσει. Δεν κατάλαβε ποτέ γιατί ο γιος του καθόλου δεν τα ήθελε. Ίσως αν δεν τον πίεζε τόσο να διαβάσει όταν ήταν μικρός, ίσως αν δεν καθόταν με τις ώρες με ένα βιβλίο στο χέρι και περνούσε περισσότερο χρόνο με τον γιο του να τα αγαπούσε κι εκείνος. Ίσως αν τον έπαιρνε στην αγκαλιά του μικρό και διαβάζανε μαζί λέξη τη λέξη, σελίδα τη σελίδα. Ίσως τότε να τα αγαπούσε.
Δεν είχε σημασία ποιος ήταν ο λόγος όμως. Σημασία είχε το ότι με το που πέθανε ο κυρ’ Νίκος ο γιος του μάζεψε όλα τα βιβλία του σε κούτες και σακούλες και τα πήγε να τα πουλήσει. Και ο κυρ’ Νίκος αυτό το ήξερε γιατί τον ακολούθησε.
Τον πήρε από πίσω εκείνη τη μέρα για να δει που πάει με τα βιβλία του. Είχε βρει βλέπετε τρόπο να φροντίσει για κείνα, ο θάνατος δε θα τον σταματούσε.
Ό,τι και να τα έκανε ο μικρός εκείνος θα έμενε μαζί τους για να τα προσέχει, να δει ότι πάνε σε σωστά χέρια, ότι πάνε σε ανθρώπους που τα θέλουν για να τα διαβάσουν και όχι γιατί ταιριάζουν με τα έπιπλα του σαλονιού. Και έτσι όταν τα φόρτωσε στο καρότσι τον ακολούθησε, πάντα λίγα μέτρα πίσω του να αιωρείται με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα χείλη σφιγμένα.
Χάρηκε όταν έφτασαν στο μαγαζί του Άρη. Ο Άρης ήταν φίλος του, μεγάλωσαν μαζί από παιδιά, μαζί αγόρασαν τα πρώτα τους βιβλία βάζοντας τα λεφτά μισά – μισά και με τη συμφωνία να τα φυλάει μισό χρόνο ο ένας στο σπίτι του και μισό χρόνο ο άλλος.
Τα διάβαζαν μαζί, καθισμένοι δίπλα – δίπλα στο πεζοδρόμιο και μετά συζητούσαν την κάθε ιστορία κάνοντας σενάρια και βάζοντας τους εαυτούς τους στη θέση των πρωταγωνιστών. Πόσες ώρες είχαν περάσει έτσι!
Και τώρα ο Άρης -κύριος Άρης πλέον- με τα λευκά του μαλλιά, τα γυαλάκια του χαμηλά στην γαμψή του μύτη, τα άγγιξε απαλά και με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη τα έβαλε ένα – ένα πάνω στον πάγκο του. Όσο ο Άρης αξιολογούσε τα βιβλία, ο γιος του περίμενε με ανυπομονησία και απέστρεφε το βλέμμα κάθε φορά που εκείνος σφούγγιζε τα μάτια του με το μαντήλι που είχε πάντα στην τσέπη του γιλέκου του.
Όταν πλησίασε τον γιο του και του έβαλε στο χέρι τα λεφτά και ο μικρός έφυγε χαμογελαστός, ο κυρ’ Νίκος παρατήρησε ότι ο φίλος του φαινόταν πιο κουρασμένος και πιο σκυφτός από ποτέ.
Έτσι λοιπόν άρχισε η διαμονή του κυρ’ Νίκου στο μαγαζί του Άρη, ένα σκοτεινό υπόγειο με βιβλία από δεύτερο χέρι, μουσικά όργανα, χάρτες και πυξίδες.
Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο πιο παράξενος και ανυπόμονος γινόταν. Κανένας δεν του άρεσε από αυτούς που ερχόταν εκεί και κοιτούσαν τα βιβλία του. Η πλειοψηφία των αντρών είχε μακριά μαλλιά και μούσια και οι γυναίκες έδειχναν πολύ περισσότερο δέρμα από όσο ήταν σωστό.
Τα έπιαναν με τα βρόμικα χέρια τους και τα άνοιγαν, τα κοιτούσαν από δω και από κει και μετά τα άφηναν πάλι στη θέση τους. Ένας –εκείνος από τύχη τη γλύτωσε- άνοιξε ένα βιβλίο τόσο πολύ που έκανε κρακ η ράχη του! Το τραυμάτισε! Ο κυρ’ Νίκος έμεινε άναυδος από το σοκ αλλά όταν αυτός ο αχρείος έχωσε το βιβλίο στην τσέπη του παλτού του και έκανε να φύγει συνήλθε.
Όρμησε οργισμένος κατά πάνω του και κατάφερε να ρίξει πάνω στο κεφάλι του ένα ράφι με χειρόγραφα τετράδια και ένα βάζο με πολύχρωμους βόλους. Όσο ο κλέφτης προσπαθούσε να ξεμπερδευτεί από το χάος και ο Άρης προσπαθούσε να τον βοηθήσει, ο κυρ’ Νίκος πήρε διακριτικά το βιβλίο του πίσω και το επέστρεψε στη θέση του.
Είχε ανακαλύψει από την πρώτη στιγμή ότι μόνο τα δικά του βιβλία μπορούσε να αγγίξει κανονικά, σε οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, το χέρι του απλά περνούσε από μέσα. Οι μόνες εξαιρέσεις στον κανόνα ήταν όταν θύμωνε πάρα πολύ αλλά όσο και αν είχε προσπαθήσει να το κάνει μόνος του, χωρίς να είναι θυμωμένος, ποτέ δεν τα κατάφερε.
Η μέρα που ήρθε Εκείνη στο μαγαζί ήταν η πιο χαρούμενη της μεταθανάτιας ζωής του.
Άκουσε το καμπανάκι της πόρτας και γύρισε με μισή καρδιά να δει ποιος ήταν. Αυτό που του έκανε εντύπωση πρώτα ήταν τα μάτια της. Τεράστια, καφέ και ζεστά. Το χαμόγελο που έσκασε μόλις μπήκε μέσα φώτισε το πρόσωπό της.
Είχε μια μικρή μυτούλα που έμοιαζε με μπιζέλι, φακίδες και μακρύ σγουρό μαλλί. Πρέπει να ήταν γύρω στα 55. Ιδανική ηλικία.
Κοίταζε στα ράφια απορροφημένη και άγγιζε τα βιβλία που την ενδιέφεραν με τόση προσοχή που ο κυρ’ Νίκος χαμογέλασε. Σταμάτησε μπροστά του, κοίταξε τα βιβλία του και δάγκωσε το κάτω χείλος της. Κοιτούσε τα πιο αγαπημένα του, τα χιλιοδιαβασμένα, αυτά που είχε περάσει ώρες να σκέφτεται και να συζητάει το νόημα τους.
Έβγαλε 5 από το ράφι και κοίταξε από πίσω την τιμή. Άνοιξε τη τσάντα και το πορτοφόλι της, ύστερα άφησε ένα πίσω, πήρε τα υπόλοιπα και κατευθύνθηκε προς το ταμείο.
Ο κυρ’ Νίκος σκέφτηκε να πάρει το βιβλίο και να το ρίξει στην τσάντα της αλλά τον πρόλαβε η φωνή του Άρη
«Εδώ στα τέσσερα βιβλία παίρνεις ένα πέμπτο δώρο. Πολιτική του μαγαζιού. Διάλεξε ένα ακόμα.»
Την είχε δει. Φυσικά και την είχε δει. Μα πόσο υπέροχος άνθρωπος ήταν αυτός ο φίλος του πια! Εκείνη γύρισε σχεδόν τρέχοντας στο ράφι του κυρ’ Νίκου, πήρε το βιβλίο που εγκατέλειψε πριν και κρατώντας το στην αγκαλιά της το πήγε μέχρι το ταμείο.
Ο Άρης χαμογέλασε, κράτησε το ποσό και της έδωσε τη σακούλα με τα βιβλία.
Όταν εκείνη έφυγε, ο Άρης σφυρίζοντας, κατέβασε όλα τα βιβλία του κυρ’ Νίκου στο πιο χαμηλό ράφι. Όταν τέλειωσε σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με το μαντήλι του και κοίταξε το αποτέλεσμα ικανοποιημένος.
«Θα ξέρει εκείνη που να ψάξει.» μουρμούρισε και πήγε να ψήσει έναν καφέ.
Και όντως έτσι έγινε. Εκείνη ξαναγύρισε και τα βρήκε τα βιβλία του κυρ’ Νίκου και αγόρασε και άλλα και μετά ήρθε πάλι και πήρε ακόμα περισσότερα.
Σε λίγους μήνες είχε πάρει τόσα πολλά που πλέον ο κυρ’ Νίκος περνούσε κάποιες ώρες στο δικό της σπίτι, στη βιβλιοθήκη της.
Μία βιβλιοθήκη που ήταν το όνειρό του πραγματοποιημένο.
Γιατί στο σπίτι της δεν υπήρχε σαλόνι, ήταν όλο βιβλιοθήκες και σε κάθε επιφάνεια είχε και εκεί στοίβες με βιβλία. Τα μόνα ελεύθερα έπιπλα ήταν μία τεράστια πολυθρόνα και ένα μικρό τραπέζι μπροστά στο τζάκι όπου εκείνη καθόταν κουκουλωμένη με μία κουβέρτα και διάβαζε.
Από τον χρόνο που πέρασε εκεί έμαθε ότι την έλεγαν Ιάσμη, ότι ήταν χήρα και δεν χρειαζόταν να δουλεύει γιατί ζούσε με τη σύνταξη του άντρα της.
Έμαθε ακόμα και την ρουτίνα της. Ξυπνούσε, έπινε τον καφέ της διαβάζοντας, έκανε τις δουλειές της και το μαγείρεμα και μετά πίσω στην πολυθρόνα. Είχε και μια κόρη η οποία επίσης αγαπούσε το διάβασμα και μία εγγονή που ερχόταν κάθε Σάββατο να πάρει ένα βιβλίο και να επιστρέψει εκείνο που είχε δανειστεί την προηγούμενη εβδομάδα.
Ενάμιση χρόνο μετά, ολόκληρη η συλλογή του κυρ’ Νίκου –μαζί με κάποια άλλα από τα βιβλία του Άρη- είχαν βρει καταφύγιο στο σπίτι της.
Η καινούργια αγαπημένη ασχολία του κυρ’ Νίκου ήταν να την βλέπει να διαλέγει το επόμενο βιβλίο που θα διάβαζε.
Έκλεινε αυτό που μόλις είχε καταβροχθίσει και έπαιρνε από το συρτάρι του τραπεζιού το ξεσκονόπανο. Επέστρεφε το βιβλίο στη θέση του και άρχιζε το ξεσκόνισμα.
Μόλις κάποιο άλλο τραβούσε την προσοχή της το έπαιρνε, έχωνε βιαστικά το ξεσκονόπανο στο συρτάρι και ξανάρχιζε το διάβασμα. Έτσι κυλούσαν οι μέρες με την ίδια και απαράλλακτη ρουτίνα, γι’ αυτό και εκείνο το πρωί τον ξάφνιασε τόσο.
Εκείνο το πρωί όλα ήταν λάθος από την αρχή.
Χαράματα χτύπησε το τηλέφωνο και λίγο αργότερα εκείνη, ακόμη με τις πιτζάμες, όρμησε στη βιβλιοθήκη.
Πήγε αμέσως στη μεριά με τα βιβλία του κυρ’ Νίκου, άρπαξε κάποια βιαστικά και βαστώντας τα στην αγκαλιά της βγήκε από το δωμάτιο.
Ο κυρ’ Νίκος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να ακολουθήσει.
Την είδε να πηγαίνει στην αποθήκη και να τα κρύβει μέσα στα τσουβάλια με τα όσπρια.
Τα επόμενα που πήρε τα έκρυψε στο πατάρι, στο μπαούλο με τη προίκα της εγγονής της, τα υπόλοιπα κάτω από το στρώμα του κρεβατιού της και κάποια ακόμα και μέσα στις κατσαρόλες της.
Γύρισε μετά στη βιβλιοθήκη, ξανακοίταξε όλα τα βιβλία της ένα – ένα και προσπάθησε να καλύψει το χάσμα που είχε δημιουργηθεί.
Ο κυρ’ Νίκος δεν ήξερε τι να κάνει, δεν καταλάβαινε τι γινόταν αλλά με τον καιρό είχε αρχίσει να της έχει εμπιστοσύνη οπότε απλά περίμενε.
Όταν η Ιάσμη ξανακατέβηκε στη βιβλιοθήκη είχε ντυθεί –δεν την είχε ξαναδεί να φοράει μαύρα- έκανε καφέ, άνοιξε τα παράθυρα και κάθισε να διαβάσει. Μόνο που τα μάτια της απλά κοιτούσαν το βιβλίο κενά. Δεν προχωρούσαν. Του φάνηκε σαν να περίμενε κάτι.
Κάποιο κακό μαντάτο.
Ένα ελαφρύ αεράκι μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο και του μύρισε καπνός. Η πόρτα χτύπησε έντονα και μετά ξαναχτύπησε. Η Ιάσμη έκλεισε τα μάτια της, πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλεισε το βιβλίο και πήγε να ανοίξει. Μέχρι να φτάσει εκεί ο επισκέπτης βροντούσε κανονικά την πόρτα.
Μόλις άνοιξε όρμησαν μέσα στο σπίτι δύο κύριοι και τράβηξαν γραμμή κατά τις βιβλιοθήκες της. Άρχισαν να αρπάζουν τα βιβλία ένα – ένα και τα να πετάνε κάτω. Δύο τα πήραν και τα έβαλαν σε ένα τσουβάλι.
Ο κυρ’ Νίκος κοιτούσε μπερδεμένος την Ιάσμη που καθόταν στην πολυθρόνα της με το βιβλίο που δεν μπορούσε να διαβάσει στην αγκαλιά της και το κεφάλι σκυφτό. Του φάνηκε πως τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Ο ένας από αυτούς της άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια και το έβαλε και αυτό στο τσουβάλι του χωρίς καν να το κοιτάξει. Εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου μέχρι που έφυγαν βροντώντας την πόρτα πίσω τους. Τότε σηκώθηκε, έπιασε τα μαλλιά της κότσο και βάλθηκε να συμμαζεύει.
Ο κυρ’ Νίκος τους ακολούθησε. Γελούσαν και φώναζαν δυνατά κάτι για σκουπίδια και όσο περπατούσε τόσο περισσότερο του μύριζε καμένο.
Μόλις έστριψαν στη γωνία είδε και τον καπνό.
Περπάτησαν λίγο ακόμα και στη μέση της πλατείας υπήρχε η πιο μεγάλη φωτιά που είχε δει ο κυρ’ Νίκος στη ζωή του.
Τους είδε να βγάζουν τα βιβλία από τον σάκο και να τα πετάνε στη φωτιά με μια τόσο άγρια χαρά που τον τρόμαξε. Υπήρχε μίσος στα μάτια τους, γι’ αυτό ήταν σίγουρος.
Κοίταξε τριγύρω και είδε και άλλον κόσμο να ταΐζει τις φλόγες με βιβλία. Είδε δασκάλους να βάζουν στα χέρια των μαθητών βιβλία και να τους δείχνουν πως –με προσοχή- να τα ρίξουν στο πεινασμένο τέρας.
Είδε ένα κορίτσι με θλιμμένα μάτια να πλησιάζει δειλά την φωτιά και κοιτώντας φοβισμένα γύρω της να αρπάζει από κάτω ένα αποκαΐδι, να το χώνει βιαστικά στην τσέπη της ποδιάς της και μετά να τυλίγει σφιχτά την ζακέτα της γύρω από τους λεπτούς της ώμους. Εκείνη ήταν η στιγμή που ο κυρ’ Νίκος ανακάλυψε ότι παρά το γεγονός ότι ήταν νεκρός μπορούσε ακόμα να κλάψει.
Έπεσε στα γόνατα εκεί, μπροστά στη φωτιά και άρχισε να κλαίει σαν παιδί, χωρίς ντροπή, χωρίς φόβο, άρχισε να κλαίει και δεν μπορούσε να σταματήσει.
Δεν είχε κλάψει σε τόσα και τόσα, αλλά τώρα είχαν βρει τρόπο να σκοτώσουν ιδέες, είχαν βρει τρόπο να κάνουν τους ανθρώπους να φοβούνται να σκεφτούν και να ονειρευτούν.
Τώρα θα κατάφερναν να κάνουν τον κόσμο πιο σκυφτό, με μάτια θολά, να φοβάται ακόμα και να σιγοσφυρίζει.
Εκείνος έκλαιγε και άνθρωποι γύρω του γελούσαν και χόρευαν. Οι άνθρωποι τώρα ποτέ δε θα μάθαιναν να κουβεντιάζουν ήσυχα και απλά. Έμεινε εκεί στα γόνατα μέχρι που έφυγαν όλοι, μέχρι που έσβησε η φωτιά.
Έσυρε τα βήματα του πίσω στο σπίτι της Ιάσμης και την βρήκε στην πολυθρόνα της να κοιμάται αγκαλιά με ένα βιβλίο. Γαλήνεψε η καρδιά του, εκείνη προστάτεψε τα βιβλία του, τα έσωσε από τη φωτιά. Πλέον τα βιβλία του ήταν ασφαλή. Ένα δάκρυ κύλησε από το μάγουλο του, ένα δάκρυ διαφορετικό, ανακούφισης.
Πριν αυτό το δάκρυ φτάσει το πάτωμα ο κυρ’ Νίκος είχε εξαφανιστεί.
Αθηνά Χρυσαλίδου