Ένα αξιοπρόσεκτο μνημείο του σύγχρονου ελληνικού λόγου

1977
coca

“Τίποτα δε θάναι πιο ευχάριστο για τον κόσμο παρά να ηττηθεί ο κομμουνισμός από τον ίδιο τον εαυτό του. Η τέτοια ήττα – ή και οποιαδήποτε ήττα του κομμουνισμού- δε θα σημάνει, βέβαια, και νίκη των αντιπάλων του. Αν ο δυτικός κόσμος διατηρεί την επίφαση της ηθικής και πολιτικής ελευθερίας, αυτό δε σημαίνει διόλου ότι δεν έχει κι΄ αυτός αδειάσει ως συνείδηση και ως ψυχή. Πρέπει κι΄ αυτός ο κόσμος – ο δυτικός – να ηττηθεί (όχι από τον κομμουνισμό, αλλά από τον ίδιο τον εαυτό του) για ν΄ αναλάβει και να σωθεί”

Παναγιώτης Κανελλόπουλος,  Ο χριστιανισμός και η εποχή μας, 1953

 
Η φλυαρία  για την Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο, η οποία ευρίσκεται σε έξαρση, τα τελευταία χρόνια, είναι μια από τις πάμπολλες εκδηλώσεις της προβληματικής πολιτικοκοινωνικής κατάστασης του τόπου. Οι συναφείς με αυτά τα ζητήματα συζητήσεις στο Διαδίκτυο πολλαπλασιάζουν με ασύλληπτη ταχύτητα τα στερεότυπα, τις αυθαίρετες και μονομερείς κρίσεις, τα αβασάνιστα συμπεράσματα. Στην χοάνη της δημοσιότητας συνωστίζονται επιστήμονες και λαϊκοί, ειδικοί και άσχετοι, γνώστες και αδαείς, καλοπροαίρετοι και προπαγανδιστές.
Οι νεότερες γενιές έχουν την πολυτέλεια, την οποία τους παρέχει η ασφάλεια του χρόνου, να υπερηθικολογούν – από την μία ή την άλλη πλευρά – για να κατακεραυνώσουν τους πολιτικούς και ιδεολογικούς αντιπάλους τους, εντέλει να τους απαξιώσουν. Η υπεραπλούστευση σύνθετων γεγονότων, όπως ένας εμφύλιος πόλεμος, φανερώνει την ανάγκη των σύγχρονων υποκειμένων να εντοπίσουν ένα σταθερό σημείο αναφοράς εν μέσω των διαρκών  κλονισμών του παρόντος. Η επεξεργασία του παρελθόντος δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση και δεν είναι ποτέ ανεξάρτητη από προθέσεις και επιδιώξεις. Η σύγκρουση για την ερμηνεία του παρελθόντος δεν αφορά αυτά καθ΄ αυτά τα γεγονότα και την εξέλιξή τους, αλλά την συγκρότηση ενός λόγου ισχύος στο παρόν και την πολιτική ηγεμονία της μιας ή της άλλης πλευράς. Η μάχη της ερμηνείας αφορά στην θέληση για πολιτική κυριαρχία και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζεται. Έτσι απομένει στους ειδικούς ερευνητές να ανιχνεύσουν τα χαρακτηριστικά όλων αυτών των ιδεολογικοπολιτικών συνομαδώσεων, που ερίζουν γύρω από ένα πλέγμα ιστορικών ερωτημάτων και διαμορφώνουν διάφορους ελλειπτικούς και δογματικούς λόγους, οι οποίοι προσπαθούν να επιβληθούν στη δημόσια συζήτηση μέσω του Διαδικτύου.
Εντελώς διαφορετική είναι η εικόνα των πραγμάτων όταν διαβάζει κανείς κείμενα ανθρώπων οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στον εμφύλιο σπαραγμό. Μια τέτοια περίπτωση είναι εκείνη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Ο σημαντικός πολιτικός και διανοητής ενεπλάκη με εξαιρετική ένταση στην εμφύλια διαμάχη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τη σφοδρότητα των γεγονότων και να αποτιμήσει με μακροϊστορικό κριτήριο όλα όσα συμπαρέσυραν την χώρα μας στη δίνη της ιστορίας.
Τον Ιανουάριο του 1953 κυκλοφόρησε ένα σύγγραμμα του με τίτλο “Ο χριστιανισμός και η εποχή μας”. Πρόκειται για ένα βιβλίο, το οποίο, σύμφωνα με τον συγγραφέα του, είχε γραφεί “σε σαρανταπέντε μέρες, από τα τέλη Απριλίου ως τα μέσα Ιουνίου του 1952”. Ένα κείμενο, το οποίο ο συγγραφέας “δούλευε μέσα του έναν ολόκληρο χρόνο”. Επανακυκλοφόρησε το 1984 από τις εκδόσεις “Βιβλιοπωλείον της Εστίας” με έναν σύντομο πρόλογο του ιδίου του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Το βιβλίο, το οποίο θεωρώ ως ένα σημαντικό μνημείο του γραπτού λόγου εκείνης της ταραγμένης εποχής, παρέχει πρώτης τάξεως υλικό για όποιον/α θέλει να εντρυφήσει στους προβληματισμούς και στις αγωνίες ενός έντιμου  – τονίζω τον χαρακτηρισμό – αστού χριστιανού πολιτικού για το μέλλον του κόσμου.
Τα πράγματα δεν κύλησαν, όπως θα ήθελε ο “νικητής” του Εμφυλίου Πολέμου και αυτό φαίνεται στην αμηχανία του ενώπιον μερικών συνοδευτικών φαινομένων της “νίκης”. Στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου του (1984) εκδηλώνεται αυτή η αμηχανία απέναντι στον ακολουθούμενο από την σύγχρονη ανθρωπότητα δρόμο.
Ο Αχαιός διανοητής υποψιαζόταν ήδη από την δεκαετία του 1950 κλονισμό των πνευματικών και ηθικών αξιών στον “δυτικό κόσμο”, την ανάδυση ενός “επικίνδυνου κενού” και προβλήματα στην “ομαλή μετάβαση από το παρελθόν στο μέλλον”, αλλά, όπως, εκμυστηρεύεται στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου, δεν φανταζόταν ότι “τα πράγματα θα έφθαναν εκεί όπου έφθασαν, ότι φύλακες και συντηρητές των πνευματικών και καλλιτεχνικών αγαθών, που μας εκληροδότησαν οι μόχθοι αιώνων, θα ήταν σήμερα πιο πολύ οι χώρες του >υπαρκτού< σοσιαλισμού παρά οι >κοινωνίες< του δυτικού κόσμου”. Και προσθέτει, χωρίς να επεξηγεί περαιτέρω :  “Η διαπίστωση αυτή, στο πρώτο της σκέλος, είναι ευοίωνη, στο δεύτερο όμως σκέλος της είναι ανησυχητική”.
Μάλιστα, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, το 1984, αποφεύγει πλέον να χαρακτηρίσει τις χώρες του “υπαρκτού σοσιαλισμού” ως “ερυθρό ολοκληρωτισμό”, όπως έκανε στο παρελθόν, χωρίς, ωστόσο, να παύει να ψέγει τον ανελεύθερο χαρακτήρα αυτών των καθεστώτων. Από την άλλη αυτό δεν τον εμποδίζει να αναφερθεί στα βήματα που κάνει “η καθοδηγούμενη παιδεία” αυτών των κρατών μετά τον “τραχύ ανατολικό άνεμο του >σταλινισμού<…” και στην “συστηματική προσπάθεια περισυλλογής και προβολής των πάντα ζωντανών, όποιο και αν είναι το κοινωνικό καθεστώς, πνευματικών και αισθητικών αγαθών, είτε ανάγονται τα αγαθά αυτά στο Βυζάντιο και στο δυτικό Μεσαίωνα, είτε στην Ελληνική αρχαιότητα και στην Αναγέννηση, είτε στους νεότερους καιρούς και στις μεγάλες ώρες του >αστικού< πολιτισμού”. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος διακριβώνει ότι στις χώρες του “υπαρκτού” σοσιαλισμού επικράτησε “ένα πνεύμα >συντηρητισμού<, όχι αντιδραστικό, αλλά γόνιμο και θετικό…”.  Και “η παιδεία αυτή, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, στα μουσεία και στις πινακοθήκες, στα θέατρα και στις αίθουσες συναυλιών, δίνει τη δυνατότητα στους εκπαιδευόμενους, νέους και ώριμους, να γνωρίσουν ό,τι μέγα και άφθαρτο μας έχουν κληροδοτήσει αμέτρητες παλαιότερες γενεές”.
Επιπλέον, παρατηρώντας τις σχετικές ελευθερίες, οι οποίες παραχωρήθηκαν στην Εκκλησία από το σοβιετικό καθεστώς, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ομιλεί ακόμη και για “κάποιο είδος >πλουραλισμού<”, το οποίο διαφαίνεται στην σοβιετική κοινωνία. Παρόμοιες σκέψεις οδηγούν τον Έλληνα διανοητή στην αναθεώρηση της απόψεώς του περί “ερυθρού ολοκληρωτισμού”, όπως την είχε διατυπώσει στην ακμή του ψυχρού πολέμου, αλλά εξακολουθεί να θεωρεί ανελεύθερα αυτά τα καθεστώτα: “Αλλά δεν μπορώ και να θεωρήσω τον άνθρωπο, που ζει στις χώρες αυτές, ουσιαστικά ελεύθερο. Δεν αναπληρώνεται η ελευθερία, ως αδιαίρετο αγαθό, με τίποτε”. Σημαντική εδώ είναι επίσης η διάκριση στην οποία προβαίνει μεταξύ της οικονομικής και της ηθικής διαστάσεως της ελευθερίας και η σχετική υποβάθμιση της πρώτης: “ Ότι απαγορεύουν την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία, αυτό μπορεί να κριθεί, με μέτρο τις δυνατότητες παραγωγικότητας του κοινωνικού συνόλου, ορθό ή εσφαλμένο, αλλά δεν θίγει –δεν θίγει, πάντως, άμεσα – την ψυχή και την ηθική ύπαρξη του ανθρώπου ως >προσωπικότητας<. Θίγεται όμως η ύπαρξη του  ανθρώπου, όταν απαγορεύεται – κι΄ αυτό συμβαίνει ακόμα στις χώρες του >υπαρκτού< σοσιαλισμού – η ελευθερία του φρονήματος και του λόγου σε θέματα, που αναφέρονται στη σχέση του με το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα, όταν απαγορεύεται και τιμωρείται η αμφισβήτηση της ορθότητας του συστήματος αυτού ή του τρόπου εφαρμογής του”. Η αποστασιοποιημένη κριτική έρχεται τώρα να υποκαταστήσει την ψυχροπολεμική ρητορεία περί “ερυθρού ολοκληρωτισμού”. Και αυτό, μου φαίνεται, ότι σχετίζεται και με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τις εξελίξεις στον “δυτικό κόσμο”. Η κριτική του έχει ενδιαφέρον.
Ο Πατρινός πολιτικός αναφέρεται στις “κοινωνίες” του δυτικού κόσμου και όχι σε “πολιτικό σύστημα”, εφόσον αυτό το οποίο χαρακτηρίζει τούτο τον κόσμο δεν είναι το “πολιτικό”, αλλά το “κοινωνικό” στοιχείο, έτσι υπό την έννοια του “δυτικού” περιλαμβάνονται ακόμη και δικτατορίες (“υπάρχουν, ατυχώς και πολλές δικτατορίες”), ενώ και οι δημοκρατίες δεν έχουν “την ίδια πολιτειακή δομή παντού”. Χαρακτηριστικό των δημοκρατιών είναι η “ελευθερία” και με αυτό δεν εννοεί μόνο την πολιτική ελευθερία, αλλά και την ελευθερία “να διαλέγει ο καθένας, για την πνευματική του πορεία, όποιον δρόμο θέλει, ακόμα και τον δρόμο που οδηγεί στο παράλογο ή στο κενό και το χάος”.
Με σκεπτικισμό και ανησυχία παρακολουθεί με την ματιά του συντηρητικού χριστιανού τις εκτραχύνσεις των νέων (ναρκωτικά, σεξουαλικές ελευθεριότητες, παραληρήματα σε δημόσιους χώρους, άρνηση των παραδοσιακών μορφών τέχνης κ.α.) στις δυτικές κοινωνίες, γεγονός το οποίο αποδίδει, όχι στην ελευθερία, αλλά “στην πρωτόγνωρη και φοβερή αλλαγή των καιρών. Ποτέ ο άνθρωπος, ιδιαίτερα ο νέος, δεν αισθάνθηκε τον εαυτό του τόσο μόνο, τόσο αβοήθητο, όσο στην εποχή μας”. Και αυτό το αίσθημα εκδηλώνεται “ιδιαίτερα, αν όχι αποκλειστικά, στις >κοινωνίες< του δυτικού  κόσμου, […]. Και την ασφυκτική μόνωσή τους ζητούν οι άνθρωποι, ιδίως οι νέοι, να την εξουδετερώσουν είτε με εικονοκλαστικές χειρονομίες, είτε με τα ναρκωτικά και τις σεξουαλικές ελευθεριότητες, είτε με την προσχώρησή τους σε μάζες ομοιόμορφα εκδηλούμενων ή και μαινόμενων θεατών και ακροατών μιας άγριας μουσικής που σπάζει τ΄ αυτιά και τα νεύρα. Όλα αυτά, αν και απέχουν μεταξύ τους ηθικά ή αισθητικά, οφείλονται στη ριζική αλλαγή των καιρών, σε μιαν αλλαγή που κάνει και τους κατοικημένους χώρους να μοιάζουν όλο και περισσότερο με την έρημο. Δεν μπορεί παρά να υπάρχουν οάσεις και στην έρημο αυτή. Και είναι έργο της Παιδείας να βοηθήσει τους νέους να τις αναζητήσουν και να τις βρουν. Αλλά, για να μπορεί να τους βοηθήσει, πρέπει η ίδια η Παιδεία να θυμάται αδιάκοπα ότι κατάγεται από την Αττική και τον Παρθενώνα και να μη παρασύρεται κι΄ αυτή από τους ανέμους της εποχής ή μάλλον από τους ανεμοστρόβιλους της πνευματικής Σαχάρας”.
Αυτού του τύπου η “ελληνοχριστιανική” επιχειρηματολογία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου έχει πολλά κοινά με αντίστοιχους  προβληματισμούς και παρόμοια επιχειρήματα του Κωνσταντίνου Τσάτσου και του Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου. Στις μέρες μας αυτό το γενικότερο ρεύμα στην ελληνική σκέψη, υπόγειο αλλά ζωντανό, εκφράζεται μέσω ενός συγκρατημένου “αντιδυτικισμού”. Στην αντίπερα όχθη, εάν θέλει κανείς να εντοπίσει θεωρητικά κείμενα μαρξιστικής προέλευσης, τα οποία “συμπίπτουν” με αυτές τις κρίσεις του Παναγιώτη Κανελλόπουλου για τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν έχει παρά να προστρέξει σε εκείνα τα εδάφια από την “Αρχή της ελπίδας” του Ernst Bloch, τα οποία αναφέρονται στα ζητήματα της παιδείας και του πολιτισμού.
Υ.Γ.: Δεν ήταν στις προθέσεις μου να αναφερθώ στο περιεχόμενο του βιβλίου, αλλά ο πειρασμός είναι μεγάλος: θεωρώ ότι μια συγκριτική μελέτη αναφορικώς προς τον μεταπολεμικό αντικομουνισμό του Carl Schmitt και τον αντίστοιχο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, θα άξιζε τον κόπο. Μια διδακτορική διατριβή επί του συγκεκριμένου θέματος ίσως να  επεφύλασσε και κάποιες εκπλήξεις…
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας