Εδώ και αιώνες, παγκόσμιες και τοπικές υπερδυνάμεις σκηνοθετούν τις λεγόμενες επιθέσεις false flag, επιχειρήσεις δηλαδή, στις οποίες ο επιτιθέμενος προσπαθεί να αποδώσει την ευθύνη των πράξεών του στον αντίπαλό του, προκειμένου να δικαιολογήσει την κλιμάκωση των ενεργειών του.
Έτσι ξεκίνησε, παραδείγματος χάριν, ο Ρωσο-σουηδικός πόλεμος του 1788, όταν Σουηδοί στρατιώτες, ντυμένοι με ρωσικές στρατιωτικές στολές επιτέθηκαν σε δικές τους δυνάμεις για να δώσουν στον βασιλιά Γουσταύο Γ’ τη δικαιολογία που χρειαζόταν να επιτεθεί στην τσαρική Ρωσία.
Σε όλη την ιστορία των false flag επιθέσεων, όμως, από την πυρκαγιά στο παλάτι του Διοκλιτιανού (με την οποία δικαιολογήθηκε ο διωγμός των χριστιανών) μέχρι τη φωτιά στο Ράιχσταγκ (με την οποία οι Ναζί δικαιολόγησαν το εσωτερικό πογκρόμ εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων), οι δράστες τηρούσαν μια βασική αρχή: Η πράξη τους ήταν λογικοφανής ώστε η κοινή γνώμη να μπορεί να πιστέψει το «παραμύθι» που της πουλούσαν.
Αυτό που συνέβη όμως αυτή την εβδομάδα στον Κόλπο του Ομάν, με τις επιθέσεις σε δυο δεξαμενόπλοια, τις οποίες ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, έσπευσε να αποδώσει στο Ιράν, παραβιάζει κάθε αίσθηση λογικής. Πριν επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο αρχαίο ρωμαϊκό ερώτημα, Cui bono, δηλαδή ποιος ωφελείται από τις επιθέσεις, αξίζει να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στα πραγματικά γεγονότα.
Τα δυο δεξαμενόπλοια συνδέονταν με την Ιαπωνία, καθώς το πρώτο είναι ιαπωνικών συμφερόντων και το δεύτερο μετέφερε προϊόντα για την Ιαπωνία.
Η επίθεση πραγματοποιήθηκε την ημέρα που ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Χαμενεΐ, συναντούσε τον πρωθυπουργό της Ιαπωνίας Σίνζο Άμπε. Αρκετοί κατέληξαν σύντομα στο συμπέρασμα ότι οι επαφές είχαν σαν μοναδικό περιεχόμενο την υπογραφή ενεργειακών συμφωνιών που θα επέτρεπαν στο Ιράν να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις. Ενώ όμως μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν ευχής έργο για την Τεχεράνη, οι Ιρανοί γνώριζαν πολύ καλά ότι η Ιαπωνία, ως στρατηγικός σύμμαχος των ΗΠΑ, δεν θα προχωρούσε ποτέ σε μια τέτοια κίνηση που θα την έφερνε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον. Το πραγματικό περιεχόμενο των επαφών ήταν μια προσπάθεια μεσολάβησης της Ιαπωνίας στην αμερικανο-ιρανική διένεξη, η οποία θα ενίσχυε το προφίλ του Τόκιο στη διεθνή διπλωματική σκηνή. Από την πλευρά της Τεχεράνης, η συμμετοχή στις συνομιλίες σηματοδοτούσε μια περαιτέρω προσπάθεια συνδιαλλαγής με την Ουάσιγκτον, για την εκτόνωση της κρίσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μια εβδομάδα πριν από τη συνάντηση, τόσο ο πρόεδρος Τραμπ όσο και ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Μοχάμεντ Ζαβάντ Ζαρίφ, είχαν προχωρήσει σε μικρές αλλά σημαντικές κινήσεις αποκλιμάκωσης. Ο πρώτος, κατά τη διάρκεια επαφών του με τον Ιάπωνα πρωθυπουργό στο Τόκιο, είχε επισημάνει ότι οι ΗΠΑ δεν αποσκοπούν σε αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν, ενώ ο δεύτερος επανέλαβε ότι η χώρα του δεν επιδιώκει να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Με τις επιθέσεις όμως στα δυο δεξαμενόπλοια, αυτή η προσπάθεια συνδιαλλαγής τορπιλίστηκε (σχεδόν κυριολεκτικά) στον Κόλπο του Ομάν.
Ποιος είχε, λοιπόν, συμφέρον να διακόψει τις προσπάθειες γεφύρωσης των διαφορών μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν. Η λίστα των υποψηφίων δραστών είναι τόσο μεγάλη όσο και οι πιθανοί δολοφόνοι στο βιβλίο «Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές» — και όπως μας δίδαξε η Αγκάθα Κρίστι, ο δράστης δεν είναι πάντα ένας.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, οι εξελίξεις ευνοούν την σκλυροπυρηνική παράταξη του συμβούλου εθνικής ασφαλείας Τζον Μπόλτον, ο οποίος επιχειρεί εδώ και δεκαετίες να πυροδοτήσει μια σύγκρουση με την Τεχεράνη, αλλά και συγκεκριμένες βιομηχανίες όπλων. Όπως αποκάλυψε πρόσφατα το Intercept, στα μέσα Μαΐου πραγματοποιήθηκε στον ουρανοξύστη της Goldman Sachs στο Μανχάταν μια διάσκεψη με τη συμμετοχή αμερικανικών βιομηχανιών όπλων, όπως η Raytheon, η Lockheed Martin, η Kratos Defense & Security Solutions κ.α. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, οι διευθύνοντες σύμβουλοι των εταιρειών παρουσίασαν στους μετόχους τους τα οφέλη που θα αποκομίσουν από μια ενδεχόμενη πολεμική σύρραξη με το Ιράν — είτε αυτή σημειωθεί απευθείας με τις ΗΠΑ ή με στρατηγικούς συμμάχους της στην περιοχή, όπως η Σαουδική Αραβία.
Παρεμπιπτόντως, το Ριάντ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ωφελημένος από τις εξελίξεις στον Κόλπο του Ομάν, οι οποίες οδηγούν σε περαιτέρω απομόνωση του βασικού του αντιπάλου στην περιοχή, δηλαδή του Ιράν. Η Σαουδική Αραβία έχει καταφέρει να παγώσει πολλές φορές στο παρελθόν τις προσπάθειες προσέγγισης μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Τεχεράνης, με κινήσεις πάνω και κάτω από το τραπέζι. Αυτή η αντιπαράθεση με το Ιράν, μάλιστα, οδήγησε στην σιωπηλή αλλά πολύ ισχυρή συμμαχία με το Ισραήλ, τη δεύτερη σημαντικότερη χώρα της περιοχής η οποία πολέμησε με όλες τις δυνάμεις της για να ακυρώσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Σε κάθε περίπτωση, η ανακοίνωση με την οποία ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, απέδωσε την ευθύνη των επιθέσεων στο Ιράν αποδεικνύει ότι ακόμη και αν υπήρχαν επιφυλάξεις από την πλευρά του Λευκού Οίκου και άλλων πολιτικών κέντρων στην Ουάσιγκτον, το πολιτικό κατεστημένο συστρατεύεται πλέον για την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης. Η συγκεκριμένη δήλωση αποτελεί ένα μνημείο προχειρότητας και αλαζονείας, το οποίο μπορεί να συγκριθεί μόνο με την παρουσίαση του φακέλου για τα «όπλα μαζικής καταστροφής» του Σαντάμ Χουσεΐν, από τον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κόλιν Παόυελ.
«Το συμπέρασμά μας», δήλωσε ο σημερινός επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, «στηρίζεται σε πληροφορίες μυστικών υπηρεσιών για τα οπλικά συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν, την τεχνογνωσία που απαιτείται για την εκτέλεση της αποστολής, παρόμοιες πρόσφατες επιθέσεις του Ιράν σε πλοία και στο γεγονός ότι κανένας άλλος δράστης στην περιοχή δεν διαθέτει τους πόρους και την ικανότητα να δράσει σε τέτοιο επίπεδο πολυπλοκότητας». Προφανώς, και μόνο το γεγονός ότι τα πλοία υπέστησαν τοπικές ζημιές και δεν βυθίστηκαν καταρρίπτει τα επιχειρήματα για την υψηλή τεχνογνωσία και τους πόρους που χρησιμοποιήθηκαν. Όσο για τις «προηγούμενες» επιθέσεις, υπάρχουν μόνο σαν κατηγορίες από την πλευρά της Ουάσιγκτον χωρίς καμία απόδειξη.
Περισσότερα ερωτηματικά, παρά απαντήσεις, προκάλεσε και το βίντεο που έδωσαν Αμερικανοί αξιωματούχοι στη δημοσιότητα και υποτίθεται ότι παρουσιάζει ένα μικρό σκάφος να προσεγγίζει ένα από τα δυο πλοία που επλήγησαν και να… αφαιρεί μια μαγνητική νάρκη, η οποία δεν είχε εκραγεί. Το βίντεο, όμως, είναι τόσο θολό, όσο και οι αιτιάσεις που το συνοδεύουν.
Όποιος και αν ήταν ο δράστης της επίθεσης, το γεγονός είναι ότι η λίστα αυτών που ωφελήθηκαν είναι πολύ μεγάλη, ενώ η μόνη χώρα που επωμίζεται το κόστος είναι το Ιράν. Όπως είχε προλάβει να γράψει άλλωστε το δίκτυο Bloomberg, λίγες ώρες πριν από την ανακοίνωση του Μάικ Πομπέο, «ασχέτως του αν το Ιράν είναι υπεύθυνο για την επίθεση, θα κατηγορηθεί και θα υποστεί τις συνέπειες».