Ο Ερντογάν αναμένεται να έρθει στην Ελλάδα σε λίγες μέρες, τον Δεκέμβριο. Στις σχέσεις μας με την Τουρκία επικρατεί φόβος. Ο δικός μας φόβος ότι η Τουρκία κάποια στιγμή δεν θα περιοριστεί σε απειλητικές διακηρύξεις αλλά θα θελήσει να πάρει με βία αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι δικό της στο Αιγαίο ή/και στη Θράκη. Ο φόβος δεν ήταν εξαρχής το χαρακτηριστικό των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Σταδιακά, όμως, η ελληνική ελίτ και ακολούθως ο κόσμος, πήραν την κάτω βόλτα, το δρόμο του εγωισμού, της αδιαφορίας για τα κοινά, της απάτης, και τελικά της παρακμής ενώ αντίστροφα στην Τουρκία, με τους κεμαλιστές και τον Ερντογάν, σχηματιζόταν ο πυρήνας μιας εθνικής αστικής τάξης. Μοιραία η σχετική ισορροπία με την Τουρκία στην Οικονομία και στην στρατιωτική ισχύ κατέληξε στις σημερινές ανισότητες, ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Η αρχικά σθεναρή στάση της Ελλάδας μεταστράφηκε σε φόβο, ως μεταδοτικό νόσημα από την πολιτική και κοινωνική ελίτ σε όλο το σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι απλό: Καμία απαίτηση της Τουρκίας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από την Ελλάδα χωρίς απώλεια εθνικού χώρου. Τελεία και παύλα. Τέτοια θέματα λύνονται μόνο με πόλεμο, από αρχαιοτάτων χρόνων. Η εναλλακτική λύση είναι η προδοσία, η παράδοση χωρίς μάχη. Και πάλι τελεία και παύλα. Γι’ αυτό όλες οι επισκέψεις και επαφές κάθε είδους στο ανώτατο επίπεδο Ελλάδας-Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι μεν άχρηστες αλλά δεν έδωσαν κάποια λύση, έστω προσωρινή. Ούτε αυτή η επίσκεψη θα δώσει, με την εξαίρεση των δυο περιπτώσεων που μόλις ανάφερα, τον πόλεμο ή την προδοσία. Ο λόγος της επίσκεψης Ερντογάν μάλλον κρύβεται στις πρόσφατες συνομιλίες Τσίπρα–Τραμπ όπου, κατά πληροφορίες, ο Πρόεδρος δήλωσε στον πρωθυπουργό ότι ο Ερντογάν είναι φίλος του. Φίλος; Με τέτοιους φίλους ο Ερντογάν δεν χρειάζεται εχθρούς. Η Τουρκία τείνει να ενταχθεί σε αντίπαλο στρατόπεδο από τις ΗΠΑ αν και ακόμα υπάρχουν απειλές αλλά όχι ρήξη. Ας κρατήσουμε εδώ ότι τα δυο στρατόπεδα συγκροτούν από τη μια η Ρωσία και Ιράν–Ιράκ–Συρία με την Τουρκία να συγκλίνει και απέναντι οι ΗΠΑ με τη Σ. Αραβία (όπου ο πρίγκιπας/διάδοχος Σαλμάν συνέλαβε την αφρόκρεμα της ηγεσίας του κράτους), το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τους Κούρδους κλπ. Η Ελλάδα (ως βοηθητική, δευτερεύουσα, δύναμη) εντάσσεται σ’ αυτήν την πλευρά.
Κανείς δεν αρνείται ότι η Τουρκία με τις απαιτήσεις της δημιουργεί εντυπώσεις στο διεθνές πεδίο. Αλλά ας μην υπερβάλλουμε. Εντυπωσιάζονται μόνο όσοι θέλουν να εντυπωσιαστούν για λόγους σκοπιμότητας. Αν οι ελληνικές κυβερνήσεις έκαναν σαφές ότι δεν θα παραχωρήσουν απολύτως τίποτα και ασκούσαν σε όλη την επικράτεια τη νόμιμη εξουσία τους τότε το δίλημμα αν θέλουν ή όχι πόλεμο θα το είχαν η Τουρκία και οι ξένοι. Αλλά η ελληνική ελίτ φοβάται και με τον Σημίτη το διαλάλησε σε όλη την Υφήλιο.
Όσο η Τουρκία αυξάνει τις απαιτήσεις της τόσο σπρώχνει σε πολεμική σύγκρουση καθώς δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με ειρηνικό τρόπο. Η Τουρκία αν διεκδικεί χωρίς να πράττει θα θεωρηθεί απλώς «λογού», άτολμη κλπ. Λογικά, κάποια στιγμή, η Τουρκία αν συνεχίσει αυτή την πολιτική, θα μας επιτεθεί. Η ελληνική πλευρά νομίζει ότι μπορεί να αποφύγει τη σύγκρουση μέσω διολίσθησης, κάνοντας, δηλαδή, συνεχείς υποχωρήσεις χωρίς άμεση πρακτική επίπτωση, αλλά κάνει μεγάλο λάθος. Η ένοπλη σύγκρουση με τα σημερινά δεδομένα είναι αναπόφευκτη διότι η Τουρκία κάποια στιγμή θα πρέπει να μετατρέψει τις λεκτικές απαιτήσεις σε απτό κέρδος, όπως στην Κύπρο. Το ζητούμενο είναι η αφορμή και οι κατάλληλες συνθήκες. Η ελληνική πλευρά έχει αφήσει στην Τουρκία την απόλυτη πρωτοβουλία ως προς την επιλογή του πεδίου, του χρόνου και του είδους της σύγκρουσης.
Η θεωρία ότι αν η Τουρκία έχανε έδαφος και πληθυσμό στην περιοχή των Κούρδων θα είχε, ως αποζημίωση, κέρδη στο Αιγαίο/Θράκη δεν έχει λογική. Πρώτον επειδή το Αιγαίο/Θράκη δεν μπορεί να παραχωρηθούν αλλά μόνο να κατακτηθούν με πόλεμο καθιστώντας αυτή την περιοχή παραγωγής/διέλευσης πετρελαίου/αερίου ανασφαλή, όπερ άτοπον. Δεύτερον επειδή η Ελλάδα, η πιο υπάκουη χώρα των Βαλκανίων, φαίνεται ότι μένει εκτός ανακατατάξεων. Όχι απλώς επειδή είναι υπάκουη αλλά επειδή, επιπρόσθετα, συγκροτεί μαζί με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, τα «μετόπισθεν» της Δύσης έναντι της Ρωσίας αλλά και παράγοντα περιορισμού της τουρκικής αυθάδειας. Τρίτον επειδή, ως φαίνεται, τα σχέδια διαμελισμού της Τουρκίας(απώλεια εδαφών υπέρ των Κούρδων) εξόκειλαν μαζί με το αποτυχημένο πραξικόπημα. Τέταρτον: Για ποιο λόγο οι ΗΠΑ θα ήθελαν να χάσουν το μονοπώλιο κυριαρχίας στο Αιγαίο υπέρ της άστατης Τουρκίας; Ούτε η Ρωσία έχει λόγους περαιτέρω ενίσχυσης του Ερντογάν.
Η σημαντική διαφορά από το παρελθόν είναι ότι στην Τουρκία αναπτύσσεται μια «εθνική αστική τάξη» φιλόδοξη, ριψοκίνδυνη και επιθετική αλλά όχι απρόσεκτη και αστόχαστη, όπως πχ ήταν η ελληνική με τον Βενιζέλο. Αλλά όπως επί Βενιζέλου έτσι και η τουρκική εθνική αστική τάξη φαίνεται διαιρεμένη, υπέρ και κατά του Ερντογάν, αντιμάχονται κοσμικοί και ισλαμιστές. Κάτι που, βέβαια, υπονομεύει την προοπτική της. Η ελληνική ελίτ δεν θέτει στον εαυτό της θέμα αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Αντίθετα, προσφεύγει ανεπαισθήτως στη σκέπη του ισχυρού γείτονα, ένας «γκιαούρ» ενώπιον του Οθωμανικού Μεγαλείου.
Η αντιμετώπιση της Τουρκίας ως αυτοτελούς παράγοντα ισχύος στην περιοχή είναι πλέον υπόθεση των ισχυρών της περιοχής, ΗΠΑ, Ρωσίας, ενδεχομένως της Κίνας, ασφαλώς και της Αγγλίας. Κάτι σαν τις παραμονές της ναυμαχίας του Ναυρίνου που έσωσε την Επανάσταση όταν έπνεε τα λοίσθια. Εμείς θα υποτονθορύζουμε περί περασμένων μεγαλείων. Αν και οι εθνομηδενιστές έχουν αναλάβει το έργο να απαλείψουν τα περασμένα Μεγαλεία από τη μνήμη μας για να μην κλαίμε και στενοχωριόμαστε. Το πώς θα τους ανταμείψουμε για τον κόπο τους θα φανεί στις εκλογές.