Άλμα πάνω από 20 μονάδες βάσης για το ελληνικό 10ετές, που σκαρφαλώνει στο πιο υψηλό από τον Απρίλιο του 2020. Ίδια άνοδος και για το 5ετές, που φτάνει στο 1,41%, στον απόηχο της συνεδρίασης της ΕΚΤ.
Συνεχίζονται οι πιέσεις στο κόστος του ελληνικού δανεισμού, μετά την άνοδο της περασμένης Πέμπτης και Παρασκευής, που ήρθε στον απόηχο της συνεδρίασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των δηλώσεων της προέδρου Κριστίν Λαγκάρντ για τον επίμονο πληθωρισμό.
Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ξεπέρασε το 2% στα τέλη της περασμένης εβδομάδας και σήμερα Δευτέρα φτάνει στο 2,30%, που είναι το πιο υψηλό από τον Απρίλιο του 2020, κάνοντας άλμα κατά 21 μονάδες βάσης. Ιδια άνοδο καταγράφει και η απόδοση του ελληνικού 5ετούς, που ανέρχεται στο 1,41%.
Κατά δύο μονάδες βάσης υψηλότερα η απόδοση του 10ετούς γερμανικού, στο 0,22% και κατά τέσσερις μονάδες βάσης του αντίστοιχου γαλλικού, στο 0,68%. Εξι μονάδες βάσης ανοδικά η απόδοση του 10ετούς ισπανικού, στο 1,11%.
Πιέσεις και στο κόστος του ιταλικού κρατικού δανεισμού, με την απόδοση του 10ετούς ιταλικού να ενισχύεται κατά δέκα μονάδες βάσης, στο 1,85%. Το spread ιταλικού-γερμανικού διευρύνεται στις 163 μονάδες βάσης, που είναι το πιο υψηλό σημείο από τον Αύγουστο του 2020.
Η οικονομία της ευρωζώνης βελτιώνεται όπως και η αγορά εργασίας, επεσήμανε η πρόεδρος της ΕΚΤ, ενημερώνοντας τον Τύπο μετά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. της κεντρικής τράπεζας, στην οποία επιβεβαίωσε τις προηγούμενες αποφάσεις της.
Greek 10 year – from 0.55% in August to printing 2.33% today… pic.twitter.com/72SwYzmbNh
— The Market Ear (@themarketear) February 7, 2022
Η οικονομία επηρεάζεται όλο και λιγότερο σε κάθε κύμα της πανδημίας, τόνισε. Παραδέχτηκε ωστόσο ότι ο πληθωρισμός εξέπληξε. Συμπλήρωσε δε ότι αναμένεται να είναι ενισχυμένος για περισσότερο απ’ όσο υπολογιζόταν αρχικά, αλλά σύμφωνα με την ίδια, θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται εντός της χρονιάς.
H επικεφαλής της ΕΚΤ επεσήμανε ότι ο πληθωρισμός ανέβηκε στο 5,1% τον Ιανουάριο και είναι πιθανό να μείνει υψηλός για το επόμενο διάστημα. Σε αυτό, βασικό ρόλο παίζει το ενεργειακό κόστος, το οποίο ανεβάζει τις τιμές σε αρκετούς κλάδους, όπως τα τρόφιμα, οι μεταφορές και τα λιπάσματα.