Όλα θα πάνε καλά (1). Το τέλος του Λουδοβίκου του Joël Pommerat στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, 4-8 Οκτωβρίου 2017

1691
θεσμοφοριάζουσες

Ο Joël Pommerat ήρθε στην Ελλάδα και στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών για δεύτερη φορά τα τελευταία χρόνια με την «κοσμογυρισμένη» και πολυβραβευμένη (τρία βραβεία Μολιέρου) παράστασή του Όλα θα πάνε καλά (1) Το τέλος του Λουδοβίκου (2015). Η πρώτη ήταν το 2013 με το έργο του Η μεγάλη και θαυμαστή ιστορία του εμπορίου. Σκηνοθέτης και δραματουργός -ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται «συγγραφέας θεαμάτων»- είναι από τους πλέον αναγνωρισμένους και καταξιωμένους στη χώρα του. Ο τρόπος που επιλέγει να παρουσιάσει τις παραστάσεις του εντυπωσιάζει μέσα από την απλότητα και αμεσότητά τους, καθώς εντάσσονται στη σύγχρονη πραγματικότητα και δεν παραπέμπουν σε καμία περίπτωση σε κάποια αναπαραστατική αισθητική ή ύφος.

Σε αυτή του τη θεατρική δημιουργία, η οποία προετοιμαζόταν επί δύο έτη, σκηνοθέτησε το πρώτο μέρος της Γαλλικής Επανάστασης (1789-1790), με έναν πρωτότυπο και άκρως ενδιαφέροντα τρόπο. Επιχείρησε μια «όχι πολιτική παράσταση, όπως λέει, αλλά με αντικείμενο την πολιτική». Το κείμενο που δημιούργησε και επεξεργάστηκε με όλη την ομάδα του (επιστημονικούς σύμβουλους και ηθοποιούς), δεν φιλοξενεί ούτε γνωστά ιστορικά πρόσωπα της εποχής, εξαίρεση αποτελεί η παρουσία του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και της συζύγου του, ούτε ανέλαβε να μεταφέρει κάποιο γνωστό ιστορικό γεγονός από την Επανάσταση. Δεν έχουμε εδώ ούτε ένα θέατρο ντοκουμέντο ούτε μια ιστορική προσέγγιση της Επανάστασης· πρόκειται, όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα, για «μια σύγχρονη πολιτική μυθοπλασία» μακριά από απόπειρες δραματοποίησης θρυλικών συγκρούσεων των προσωπικοτήτων της εποχής. Ο Pommerat θέλησε να εστιάσει σε έναν δημόσιο λόγο, όπως αυτός πιθανά εκφερότανε από τα ελάσσονα πολιτικά και λαϊκά πρόσωπα στις διάφορες πολιτικές συνελεύσεις και συγκεντρώσεις της χώρας. Έναν πολυφωνικό λόγο, ωστόσο, ο οποίος ταυτόχρονα «επινοούσε και την πολιτική», το είδος και το ύφος της δημοκρατίας που απαντά στη συγκρότηση των σύγχρονων εθνών-κρατών της Ευρώπης και όχι μόνο. Άλλωστε η Γαλλική Επανάσταση αποτέλεσε το αδιαμφισβήτητο πρότυπο για κάθε αυτοχαρακτηριζόμενη εθνική ομάδα, κυρίως τον 19ο αιώνα αλλά και αργότερα, που οραματιζόταν ή εμπράκτως επεδίωκε ένα ισχυρό και ανταγωνιστικό ως προς τα άλλα κράτος για να τη «χωρέσει».

Δεν θα πρέπει λοιπόν να εντυπωσιάζει το γεγονός, πως τα λόγια και οι δράσεις, που είδαμε λαμβάνουν χώρα πάνω στη σκηνή και την πλατεία, εμπεριέχοντας μας ως κοινό, ήταν τόσο οικεία σχετικά με τον τρόπο που σκεφτόμαστε και πράττουμε στον δημόσιο βίο μας, από όποια κοινωνική τάξη ή εθνική ομάδα κι αν προερχόμαστε. Αυτό που πραγματικά, όμως, κέρδισε τις εντυπώσεις ήταν ο λιτός και καίριος τρόπος που παρουσιάστηκαν ως θεατρικό δρώμενο, και ο τρόπος που ενσωμάτωνε ο Pommerat τους θεατές στην παράσταση, «μεταφέροντάς» τους στην «καρδιά» της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης· δύο δεκάδες περίπου κομπάρσων ακροβολισμένοι στα «έδρανα» της πλατείας της μεγάλης αίθουσας της Στέγης, αντιδρούσαν θετικά ή αρνητικά σχετικά με τους λόγους και τα ψηφίσματα της συνέλευσης. Έχω την εντύπωση μάλιστα, πως οι συντηρητικοί καταλάμβαναν τη δεξιά πτέρυγα και οι προοδευτικοί την αριστερή (όπως και τότε). Αντιστικτικά με την αίθουσα της Ενθοσυνέλευσης λειτουργούσε η σκηνοθετική επιλογή στην παρουσίαση των μικρότερων πολιτικών συνελεύσεων και συγκεντρώσεων, όπου ο φωτισμός της πλατείας έσβηνε και η δράση μεταφερόταν αποκλειστικά πάνω στη σκηνή. Εδώ πρέπει να προστεθεί πως όλα τα κοστούμια της παράστασης ήταν σύγχρονα και έτσι θεατές, κομπάρσοι και ηθοποιοί δύσκολα διακρίνονταν.

Στις τεσσερσήμισι ώρες που διήρκησε η παράσταση ο πολιτικός λόγος ήταν ο πρωταγωνιστής, είτε προερχόταν από τα επίσημα χείλη κάποιου πολιτικού ανδρός, είτε από τα χείλη ενός «εργάτη» ή μιας «εργάτριας» της επανάστασης. Η διαμορφωμένη ή διαμορφούμενη πολιτική σκέψη, ο πολιτικός λόγος και κυρίως η (ψηφισμένη ή μη) πολιτική θέση και η εφαρμογή της αποδεικνυόταν πως δεν ήταν προϊόν ούτε ενός ατόμου αποκλειστικά, ούτε μιας μικρής μερίδας λαού, αλλά το αντίθετο, η ζύμωση σκέψεων και ενεργειών του συνόλου των εμπλεκομένων πολιτών, είτε αυτοί αντιδρούσαν, είτε την αποδέχονταν. Πολύ επιτυχημένα αποδόθηκαν και οι αντιπαραθέσεις, οι λεκτικές αλλά και σωματικές επιθέσεις, η βία γενικότερα, που συνοδεύει τις πολιτικές συγκρούσεις όταν ο λόγος παύει να διαμεσολαβεί.

Η παράσταση χωρίστηκε σε τρία μέρη (με αντίστοιχα δύο ενδιάμεσα δεκάλεπτα διαλείμματα), εξιστορώντας μας με τον τρόπο της και με χρονολογική σειρά τα τεκταινόμενα της τελευταίας προεπαναστατικής περιόδου και των δύο πρώτων χρόνων της Επανάστασης. Ο τίτλος Όλα θα πάνε καλά (1) έμοιαζε άλλοτε με ευχή και άλλοτε μια τραγική ειρωνεία σχετικά όχι μόνο με το τι ακολούθησε αυτή την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης αλλά γενικά τι ακολούθησε και συνεχίζει να συμβαίνει και στην Ευρώπη των ημερών μας. Τα ζητήματα που αναδεικνύει το έργο μένουν να διερευνηθούν και σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να προτείνεται κάποια λύση. Κι από αυτή την άποψη η παράσταση ήταν μια εξαίσια ευκαιρία να μας τοποθετήσει απέναντι σε αυτό που συχνά θέλουμε να αποφεύγουμε: την ουσιαστική σκέψη, την απόφαση και την ανάληψη της ευθύνης της, η οποία ανά πάσα στιγμή οφείλει να επιβεβαιώνει το συνειδητό της παραπάνω διαδικασίας.

Το «επικό πρότζεκτ» του Pommerat ήταν μια νέα, σύγχρονη πρόταση κοιτάγματος της ευρωπαϊκής, κι όχι μόνο της γαλλικής, ιστορίας, μετατοπίζοντας και διευρύνοντας την οπτική μας απέναντι στο παρελθόν και στον τρόπο που επικαιροποιούμε ό,τι το μυαλό μας ανασύρει από αυτό. Αν και υπήρξαν στιγμές στην παράσταση, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος της, που ο λόγος γινόταν εξαιρετικά αναλυτικός και «πολύς», κουράζοντας τους θεατές, και κάποιους στέλνοντάς τους νωρίτερα από το προβλεπόμενο στο σπίτι, νομίζω πως οι θετικές της πλευρές δεν θα σβηστούν εύκολα από τη μνήμη. Άλλωστε έπεται και συνέχεια, αφού τόσο ο Pommerat σε συνεντεύξεις του, όσο και ο τίτλος της συγκεκριμένης παράστασης αυτό υπόσχονται.

Σκηνοθεσία: Joël Pommerat

Σχεδιασμός Σκηνικών & Φωτισμών: Eric Soyer
Σχεδιασμός Κοστουμιών & Εικαστική Έρευνα: Isabelle Deffin
Ήχος: François Leymarie
Μουσική έρευνα: Gilles Rico
Έρευνα ήχου και χωρικότητας: Grégoire Leymarie & Manuel Poletti (MusicUnit/ Ircam)
Δραματουργία: Marion Boudier
Καλλιτεχνική συνεργασία: Marie Piemontese, Philippe Carbonneaux
Σύμβουλος ιστορικών θεμάτων: Guillaume Mazeau

Saadia Bentaïeb, Agnès Berthon, Yannick Choirat, Eric Feldman, Philippe Frécon, Yvain Juillard, Anthony Moreau, Ruth Olaizola, Gérard Potier, Anne Rotger, David Sighicelli, Maxime Tshibangu, Simon Verjans, Bogdan Zamfir.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας