Ψηφιακή εργασία και ιμπεριαλισμός

3215
εργασία

Ένας αιώνας πέρασε τώρα από τον Ιμπεριαλισμό, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού (1916) του Λένιν και το Ιμπεριαλισμός και την Παγκόσμια Οικονομία του Μπουχάριν (1915), καθώς επίσης και από το Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου της Ρόζας Λούξεμπουργκ του 1913, τα οποία μιλούν για τον ιμπεριαλισμό ως δύναμη και εργαλείο του καπιταλισμού. Ήταν μια εποχή παγκοσμίου πολέμου, μονοπωλίων, αντιμονοπωλιακών νόμων, απεργιών για αυξήσεις στους μισθούς, ανάπτυξης της γραμμής παραγωγής του Ford, της Οκτωβριανής Επανάστασης, της Μεξικανικής επανάστασης , της αποτυχημένης Γερμανικής επανάστασης και πολλών άλλων. Μια εποχή που είδε την εξάπλωση και εμβάθυνση των παγκόσμιων προκλήσεων στον καπιταλισμό.

Αυτό το άρθρο ανασκοπεί τον ρόλο του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας στις κλασσικές μαρξιστικές έννοιες του ιμπεριαλισμού και επεκτείνει αυτές τις ιδέες στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας στην παραγωγή της πληροφορίας και την τεχνολογία της πληροφορικής στο σήμερα. Θα υποστηρίξω ότι η ψηφιακή εργασία, ως το νεότερο σύνορο της καπιταλιστικής καινοτομίας και εκμετάλλευσης, παίζει κεντρικό ρόλο στις δομές του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Πατώντας πάνω σε αυτές τις κλασικές έννοιες, η ανάλυσή μου δείχνει ότι στον νέο ιμπεριαλισμό οι βιομηχανίες της πληροφορικής αποτελούν έναν από τους πιο συγκεντροποιημένους οικονομικούς τομείς, ότι η υπερ-βιομηχανοποίηση, η χρηματιστικοποίηση και η ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας πάνε μαζί, ότι οι πολυεθνικές εταιρείες πληροφορικής βασίζονται σε εθνικά κράτη, αλλά λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο και ότι η τεχνολογία της πληροφορικής έχει μετατραπεί σε μέσο πολέμου.[1]

Ορίζοντας τον Ιμπεριαλισμό

Στο “εκλαϊκευμένο σκιαγράφημά” του, όπως υποτιτλίζει το έργο του ο Λένιν, ορίζει τον ιμπεριαλισμό ως

καπιταλισμό στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει καθιερωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η εξαγωγή κεφαλαίου έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία, έχει αρχίσει η διάσπαση του κόσμου μεταξύ των διεθνών τραστ, έχει ολοκληρωθεί η διαίρεση του συνόλου των εδαφών της υφηλίου μεταξύ των μεγαλύτερων καπιταλιστικών δυνάμεων[2].

Ο Μπουχάριν και ο Πρεομπραζένσκι αντιλαμβάνονταν τον ιμπεριαλισμό ως «την πολιτική των κατακτήσεων που επιδιώκει το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο στον αγώνα του για την εξεύρεση αγορών πηγών πρώτων υλών και τόπους όπου μπορεί να επενδυθεί κεφάλαιο»[3]. Ο Μπουχάριν, σύγχρονος του Λένιν και εκδότης της Πράβντα από το 1917 έως το 1929, κατέληξε σε συμπεράσματα όμοια με τον Λένιν όσων αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού, ορίζοντας τον ιμπεριαλισμό ως ένα «προϊόν του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού» και υποστηρίζοντας ότι «το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν μπορεί να ακολουθήσει άλλη πολιτική από τον ιμπεριαλισμό»[4].

Για τον Μπουχάριν, ο ιμπεριαλισμός είναι αναγκαστικά μια μορφή κρατικού καπιταλισμού, δύσκολη έννοια να εφαρμοστεί στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος βασίζεται περισσότερο στην παγκόσμια κυριαρχία των εταιρειών παρά από των εθνών-κρατών. Έβλεπε τα έθνη ως «κρατικο-καπιταλιστικά τραστ», κλειδωμένα σε έναν «παγκόσμιο αγώνα» που οδηγεί σε παγκόσμιους πολέμους[5]. Για τον Μπουχάριν, ο ιμπεριαλισμός είναι απλώς «η έκφραση του ανταγωνισμού» μεταξύ αυτών των τραστ, που στοχεύουν στο «να συγκεντρώσουν και να συγκεντροποιήσουν κεφαλαίο στα χέρια τους»[6]. Ο Λένιν, αντιθέτως, έγραψε ότι «ένα βασικό χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού είναι η αντιπαλότητα μεταξύ διαφόρων μεγάλων δυνάμεων στην προσπάθεια τους να επιτύχουν την ηγεμονία, δηλαδή την κατάκτηση επικράτειας, όχι απαραίτητα άμεσα για τον εαυτό τους, όσο για να αποδυναμώσουν τον αντίπαλο και να υπονομεύσουν την δική του ηγεμονία του»[7]. Η διατύπωση του Λένιν για έναν ανταγωνισμό μεταξύ των «μεγάλων δυνάμεων» είναι πιο προσεκτική από την αντίληψη του Μπουχάριν σχετικά με τα τραστ των καπιταλιστών εντός του κράτους, διότι περιλαμβάνει τόσο επιχειρήσεις όσο και κράτη.

Εν τω μεταξύ, για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ο ιμπεριαλισμός είναι η βίαιη γεωγραφική και πολιτική επέκταση της συσσώρευσης κεφαλαίου, η

ανταγωνιστική πάλη για αυτό που παραμένει ανοιχτό από το μη καπιταλιστικό περιβάλλον …. Με την υψηλή ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών και τον όλο και πιο έντονο ανταγωνισμό τους στην απόκτηση μη καπιταλιστικών περιοχών, ο ιμπεριαλισμός μεγαλώνει σε ανομία και βία, τόσο στην επιθετικότητα έναντι του μη καπιταλιστικού κόσμου όσο και στις όλο και πιο σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ των ανταγωνιζόμενων καπιταλιστικών χωρών. Όμως, όσο πιο βίαια, αδίστακτα και συντεταγμένα επιφέρει ο ιμπεριαλισμός την παρακμή των μη καπιταλιστικών πολιτισμών, τόσο ταχύτερα τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια της καπιταλιστικής συσσώρευσης[8].

Η Λούξεμπουργκ επιχειρηματολογεί για το στόχο του κεφαλαίου να επεκτείνει την εκμετάλλευση παγκόσμια, να «κινητοποιήσει την παγκόσμια εργατική δύναμη χωρίς περιορισμούς, με στόχο να χρησιμοποιήσει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της υφηλίου»[9].

Ανεξάρτητα από τις διαφορές τους, και οι τρείς, ο Λένιν, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ, συμμερίζονται την πεποίθηση ότι ο ιμπεριαλισμός είναι «η τελική φάση του καπιταλισμού»[10]ή μια μορφή «καπιταλισμού σε παρακμή»[11] και ότι κατά συνέπεια η «καταστροφή της αστικής τάξης είναι αναπόφευκτη»[12]. Τέτοιες δηλώσεις δεν αντικατοπτρίζουν μόνο την πολιτική αισιοδοξία των επαναστατών της εποχής, αλλά και μια στρουκτουραλιστική και λειτουργική αντίληψη του καπιταλισμού που θεωρούσε αναπόφευκτη την παρακμή του συστήματος. Πράγματι, γράφουν την ίδια περίοδο με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, το οποίο έμελλε να ακολουθηθεί μετά από μια μικρή περίοδο ευημερίας από τη Μεγάλη Ύφεση και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- μια πραγματικότητα που πρόσφερε αρκετή στήριξη στα επιχειρήματά τους για την παγκόσμια αστάθεια του συστήματος. Εκατό χρόνια μετά όμως, ο καπιταλισμός συνεχίζει. Αλλά ενώ μπορεί να έχει πάρει νέες μορφές, ο καπιταλισμός μπορεί ακόμα να χαρακτηριστεί ως ιμπεριαλισμός και συνεχίζει να αντιμετωπίζει μεγάλα ξεσπάσματα εξ’ αιτίας των εγγενών τάσεων του να προκαλεί κρίσεις.[13]

Εργασία και ιμπεριαλισμός

Και οι τρεις, ο Λένιν, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ, αντιλαμβάνονταν τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας ως κεντρικό στοιχείο του ιμπεριαλισμού. Ο Λένιν χρησιμοποιεί την έννοια του καταμερισμού της εργασίας αναφερόμενος στη διαίρεση μεταξύ των βιομηχανιών στις οποίες συγκεκριμένες τράπεζες επικεντρώνουν τις επενδυτικές τους δραστηριότητες[14]. Βλέπει την εξαγωγή κεφαλαίου, σε αντίθεση με την εξαγωγή αγαθών, ως ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού:

Όσο ο καπιταλισμός παραμένει αυτό που είναι, το πλεόνασμα κεφαλαίου θα χρησιμοποιηθεί όχι για να αυξηθεί το βιοτικό επίπεδο των μαζών μίας χώρας, μια και αυτό θα σήμαινε μείωση των κερδών για τους καπιταλιστές, αλλά με σκοπό την αύξηση των κερδών από την εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Σε αυτές τα κέρδη είναι συνήθως υψηλά, επειδή το κεφάλαιο είναι σπάνιο, η τιμή της γης σχετικά χαμηλή, οι μισθοί χαμηλοί, [και] οι πρώτες ύλες φθηνές[15].

Ομοίως, ο Μπουχάριν, βασιζόμενος στον Μαρξ, ισχυρίστηκε ότι ένας κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας μεταξύ πόλης και υπαίθρου καθώς και μεταξύ επιχειρήσεων, κλάδων, οικονομικών υποδιαιρέσεων και εθνών – ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας – αποτελεί καθοριστικό στοιχείο του καπιταλισμού[16]. Αυτή η διαίρεση βασίζεται εν μέρει σε φυσικά (για παράδειγμα, το «κακάο μπορεί να παραχθεί μόνο σε τροπικές χώρες»[17]) και εν μέρει σε κοινωνικά αίτια, στην «άνιση ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», η οποία «δημιουργεί διαφορετικά οικονομικά μοντέλα και διαφορετικές σφαίρες παραγωγής, επεκτείνοντας έτσι το πεδίο το διεθνούς κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας[18]… Η εργατική δύναμη κάθε μεμονωμένης χώρας γίνεται μέρος αυτής της παγκόσμιας κοινωνικής εργασίας μέσω της ανταλλαγής που λαμβάνει χώρα σε διεθνή κλίμακα» [19]. Λαμβάνοντας υπόψη την παγκόσμια αγορά και την άνιση παραγωγικότητα, οι λιγότερο παραγωγικές χώρες αναγκάζονται να πουλούν εμπορεύματα τιμές χαμηλότερες από την αξία τους για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν, πράγμα που οδηγεί σε ένα σύστημα άνισων συναλλαγών.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην έννοια που έδωσε η ίδια στον ιμπεριαλισμό, επικέντρωσε την προσοχή της στις «σχέσεις μεταξύ καπιταλιστικού και μη καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής», στις οποίες

κυριαρχικές μέθοδοι είναι η αποικιοκρατική πολιτική, ένα διεθνές σύστημα δανεισμού- η πολιτική των σφαιρών επιρροής- και ο πόλεμος. Η επιβολή, η απάτη, η καταπίεση, η λεηλάτηση χρησιμοποιούνται ανοιχτά χωρίς καμία απόπειρα απόκρυψης και χρειάζεται προσπάθεια για να ανακαλύψει κανείς, μέσα σε αυτή την αλληλεπίδραση πολιτικής βίας και ανταγωνισμών ισχύος, τους βλοσυρούς νόμους της οικονομικής διαδικασίας[20].

Για τη Λούξεμπουργκ, οι διεθνείς σχέσεις του ιμπεριαλισμού απαιτούν καταλήστευση και εκμετάλλευση της εργασίας: «Το κεφάλαιο χρειάζεται τα μέσα παραγωγής και την εργατική δύναμη ολόκληρης της υφηλίου για την αδιάκοπη συσσώρευση του». Συνεπώς, «δεν μπορεί να τα καταφέρει χωρίς τους φυσικούς πόρους και την εργατική δύναμη όλων των χωρών … “ιδρώτας, αίμα και βρωμιά σε κάθε πόρο από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα” χαρακτηρίζει όχι μόνο τη γέννηση του κεφαλαίου αλλά και την πρόοδό του στον κόσμο σε κάθε του βήμα»[21].

Αν και ο Λένιν, ο Μπουχάριν και η Λούξεμπουργκ διέφεραν πολιτικά από πολλές απόψεις πάνω στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού, ειδικά σε θέματα σχετικά με τον ρόλο του εθνικισμού στους ταξικούς αγώνες και την απελευθέρωση, την εθνική αυτοδιάθεση και τη χρήση ξένων αγορών στον καπιταλισμό, είναι σαφές ότι και για τους τρεις θεωρητικούς η περιφέρεια δεν είναι απλώς πηγή πρώτων υλών και αγορά για την πώληση εμπορευμάτων αλλά κομμάτι ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας[22].Ως κομμάτι αυτού του καταμερισμού, η εκμετάλλευση των εργατών στην περιφέρεια επιτρέπει την εξαγωγή και οικειοποίηση πλεονάσματος από τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Ο Διεθνής καταμερισμός της ψηφιακής εργασίας

Οι παγκόσμιες επικοινωνίες, με τη μορφή του τηλέγραφου και των διεθνών πρακτορείων ειδήσεων, έπαιξαν ήδη ρόλο στον ιμπεριαλισμό από την εποχή του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, συμβάλλοντας στην οργάνωση και τον συντονισμό του εμπορίου, των επενδύσεων, της συσσώρευσης, της εκμετάλλευσης και του πολέμου[23]. Εκατό χρόνια αργότερα, ποιοτικά διαφορετικά μέσα πληροφόρησης και επικοινωνίας όπως οι υπερυπολογιστές, το διαδίκτυο, οι φορητοί υπολογιστές, τα tablet, τα κινητά τηλέφωνα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Αλλά όπως ακριβώς και η εργασία των εργατών στην περιφέρεια κατά τα πρώιμα στάδια του ιμπεριαλισμού, η παραγωγή της πληροφορίας και της τεχνολογίας της πληροφορικής αποτελεί μέρος ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας, που συνεχίζει να διαμορφώνει τρόπους παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης[24].

Οι θεωρητικοί της κριτικής θεωρίας εισήγαγαν την δεκαετία του ’80 την έννοια του νέου διεθνούς καταμερισμού της εργασίας για να τονίσουν ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες είχαν γίνει φτηνές πηγές μεταποιητικής εργασίας και να παρακολουθήσουν την άνοδο των πολυεθνικών εταιρειών[25]. Στο βιβλίο τους «Κρίση χωρίς τέλος», ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ και ο Ρόμπερτ Μακ Τσίσνεϊ αναλύουν την αύξηση των πολυεθνικών ως την προσπάθεια του κεφαλαίου να ξεπεράσει τη μακροπρόθεσμη οικονομική στασιμότητα και να επιτύχει παγκόσμια μονοπωλιακά κέρδη[26]. Οι πολυεθνικές στοχεύουν να μειώσουν το μερίδιο των μισθών σε παγκόσμιο επίπεδο και να αυξήσουν τα κέρδη τους, εγκαθιστώντας ένα σύστημα παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων. Η συνέπεια είναι μια παγκόσμια αύξηση της εκμετάλλευσης που ο οι δυο τους, βασιζόμενοι στο έργο του Stephen Hymer, αποκαλούν «στρατηγική διαίρεσης και διακυβέρνησης»[27].

Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει συγκριτικά στοιχεία για τις 2.000 μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες παγκοσμίως, για τα έτη 2004 και 2014. Τα έσοδα αυτών των εταιρειών αντιπροσώπευαν πάνω από το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ, πράγμα που δείχνει ότι οι πολυεθνικές ανταγωνίζονται για το μονοπώλιο σε παγκόσμιο επίπεδο. Και στα δύο αυτά χρόνια, σχεδόν τα τρία τέταρτα του ενεργητικού τους σε πάγιο κεφάλαιο εξαγόταν από χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες – χρηματοδοτήσεις, ασφάλιση, ακίνητα – γεγονός που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό των Φόστερ και Μακ Τσίσνεϊ, ότι μπορούμε να μιλάμε με ακρίβεια για ένα σύστημα παγκόσμιου μονοπωλιακού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού[28]. Παρ’ όλα αυτά, το εν λόγω ενεργητικό περιλαμβάνει επίσης σημαντικά μερίδια στις βιομηχανίες μεταφορών (υποδομές μεταφορών, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, οχήματα), στην παραγωγή και στην πληροφορική (από τα τηλεπικοινωνιακά εξαρτήματα, λογισμικά και ημιαγωγούς έως τη διαφήμιση, το διαδίκτυο, τις εκδόσεις και τις εκπομπές). Όλα αυτά δείχνουν ότι σε διαφορετικές κλίμακες, ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν στοχεύει μόνο στον μονοπωλιακό χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, αλλά και στον μονοπωλιακό καπιταλισμό στον τομέα των μεταφορών, τον μονοπωλιακό υπερ-βιομηχανικό καπιταλισμό και τον μονοπωλιακό πληροφοριακό καπιταλισμό[29].

Πίνακας 1. Συγκριτικός πίνακας των 2000 μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών, 2004-2014

2004 2014
Συνολικά έσοδα $ 19.934 δισ. $ 38.361 δισ.
Συνολικά περιουσιακά στοιχεία $ 68.064 δισ. $ 160.974 δισ.
Συνολικά κέρδη $ 760,4 δισ. $ 2.927,5 δισ.
Μερίδιο των εσόδων στο παγκόσμιο ΑΕΠ 50,8% 51,4%
Μερίδιο των χρηματοοικονομικών προϊόντων, των ασφαλίσεων και των ακινήτων στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 70,8% 73,6%
Μερίδιο των χρηματοοικονομικών προϊόντων, ασφαλίσεων και ακινήτων στο συνολικό κέρδος 32,5% 33,5%
Μερίδιο της βιομηχανίας της πληροφορικής στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 5,9% 5,5%
Μερίδιο της βιομηχανίας της πληροφορικής στα συνολικά κέρδη 0.8% 17,3%
Μερίδιο της βιομηχανίας της πληροφορικής στα συνολικά έσοδα 11,3% 13,1%
Μερίδιο της βιομηχανίας μετακινήσεων στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 7,5% 6,9%
Μερίδιο της βιομηχανίας των μετακινήσεων στα συνολικά κέρδη 22,4% 19%
Μερίδιο της παραγωγικής βιομηχανίας στα συνολικά περιουσιακά στοιχεία 7,1% 6,9%
Μερίδιο της παραγωγικής βιομηχανίας στα συνολικά κέρδη 28,3% 18,6%
Κινέζικες πολυεθνικές ανάμεσα στις τοπ 2000 49 207
Αμερικάνικες πολυεθνικές ανάμεσα στις τοπ 2000 751 563
Μερίδιο των κινεζικώνπεριουσιακών στοιχείων 1.1% 13,7%
Μερίδιο των κινεζικών κερδών 3,6% 14,3%
Μερίδιο των Βορειοαμερικανικών και Ευρωπαϊκών περιουσιακών στοιχείων 77,4% 63,1%
Μερίδιο των Βορειοαμερικανικών και Ευρωπαϊκών κερδών 82,9% 61,7%

Μια σημαντική αλλαγή μεταξύ του 2004 και του 2014 ήταν η αύξηση των κινεζικών πολυεθνικών, των οποίων τα μερίδια των περιουσιακών στοιχείων, των εσόδων και των κερδών αυξήθηκαν δραματικά. Οι ευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες δεν ελέγχουν πλέον τα τρία τέταρτα, αλλά τα δύο τρίτα του παγκόσμιου κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει ότι εξακολουθούν παρ’ όλα αυτά να κυριαρχούν. Το ότι οι κινεζικές πολυεθνικές παίζουν σημαντικότερο ρόλο δεν σηματοδοτεί θεμελιώδη τομή, αλλά μάλλον δείχνει ότι η Κίνα μιμείται τον καπιταλισμό του δυτικού τύπου, προς την εμφάνιση ενός «καπιταλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά».

Ο νέος διεθνής καταμερισμός της εργασίας βρίσκεται στην καρδιά της πληροφορικής και της ψηφιακής οικονομίας που παράγει τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας (ΤΠΕ) καθώς και πληροφορία καθ’ εαυτή. Οι διάφορες μορφές φυσικής εργασίας παράγουν τεχνολογίες πληροφοριών οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούνται από τους εργαζόμενους των μέσων ενημέρωσης και της βιομηχανίας του πολιτισμού για να δημιουργήσουν ψηφιακό υλικό, όπως μουσική, ταινίες, δεδομένα, στατιστικά στοιχεία, πολυμέσα, εικόνες, βίντεο, κινούμενα σχέδια, κείμενα και άρθρα. Συνεπώς, η τεχνολογία και το παραγόμενο υλικό αλληλοσυνδέονται διαλεκτικά, έτσι ώστε η οικονομία της πληροφορίας να είναι ταυτόχρονα φυσική και μη φυσική. Η οικονομία της πληροφορίας δεν αποτελεί εποικοδόμημα ούτε είναι και άυλη, αλλά μάλλον μια συγκεκριμένη μορφή της οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων που διασχίζει το χάσμα μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος.

Το σχήμα 1 δείχνει ένα μοντέλο των κυριότερων διαδικασιών παραγωγής που εμπλέκονται στον διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας. Κάθε στάδιο παραγωγής περιλαμβάνει ανθρώπινα υποκείμενα (S) που χρησιμοποιούν τεχνολογίες εργασίας (Τ) σε αντικείμενα εργασίας (Ο), παράγοντας ένα νέο προϊόν. Το ίδιο το θεμέλιο της παγκόσμιας ψηφιακής εργασίας είναι ο γεωργικός κύκλος εργασίας με βάση τον οποίο οι ανθρακωρύχοι εξορύσσουν μεταλλεύματα. Αυτά τα ορυκτά μετατρέπονται σε αντικείμενα στο επόμενο στάδιο παραγωγής, καθώς μετατρέπονται σε στοιχεία ΤΠΕ, τα οποία με τη σειρά τους εισέρχονται στον επόμενο εργασιακό κύκλο ως αντικείμενα: οι εργαζόμενοι στη συναρμολόγηση κατασκευάζουν τεχνολογίες ψηφιακών μέσων χρησιμοποιώντας στοιχεία ΤΠΕ ως εισροές. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των εργασιών είναι οι τεχνολογίες ψηφιακών μέσων, οι οποίες διαχειρίζονται την παραγωγή, τη διανομή, την κυκλοφορία και την κατανάλωση διαφόρων τύπων πληροφοριών.

Σχήμα 1: Ο διεθνής καταμερισμός της ψηφιακής εργασίας

digitalLabor

Με τον όρο «ψηφιακή εργασία», επομένως, δεν εννοούμε μόνο την παραγωγή ψηφιακού περιεχομένου. Πρόκειται για μια κατηγορία που καλύπτει μάλλον το σύνολο του τρόπου της ψηφιακής παραγωγής, ένα δίκτυο γεωργικών, βιομηχανικών και πληροφοριακών εργασιών που επιτρέπει την ύπαρξη και χρήση ψηφιακών μέσων. Τα υποκείμενα (S) που εμπλέκονται στον ψηφιακό τρόπο παραγωγής -ανθρακωρύχοι, μεταποιητές, συναρμολογητές και εργαζόμενοι στον τομέα των πληροφοριών- βρίσκονται σε συγκεκριμένες παραγωγικές σχέσεις. Επομένως, αυτό που ορίζεται ως S στο σχήμα 1 είναι στην πραγματικότητα μια σχέση S1–S2 μεταξύ των διαφορετικών αυτών υποκειμένων ή ομάδων υποκειμένων.

Σήμερα, οι περισσότερες από αυτές τις ψηφιακές σχέσεις παραγωγής διαμορφώνονται από τη μισθωτή εργασία, τη δουλεία, την απλήρωτη εργασία, την επισφαλή εργασία και την αυτοαπασχόληση, καθιστώντας το διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας ένα τεράστιο και σύνθετο δίκτυο αλληλοσυνδεόμενων, παγκόσμιων διεργασιών εκμετάλλευσης. Αυτά κυμαίνονται από τους σκλάβους ανθρακωρύχους του Κονγκό που εξορύσσουν μεταλλεύματα για την κατασκευή των συστατικών μερών των ΤΠΕ, τους υπερ-εκμεταλλεύσιμους μισθωτούς στα εργοστάσια της Foxconn και τους χαμηλόμισθους μηχανικούς λογισμικού στην Ινδία, στους υπεραμειβόμενους μηχανικούς λογισμικού της Google και άλλων δυτικών εταιρειών, τους επισφαλώς αυτοαπασχολούμενους που δημιουργούν και διαδίδουν κουλτούρα και τους εργάτες στα ηλεκτρονικά απόβλητα που αποσυναρμολογούν τις ΤΠΕ, εκθέτοντας τον εαυτό τους σε τοξικά υλικά.

Ας δούμε ένα παράδειγμα ψηφιακής εργασίας. Το 2015, σύμφωνα με τον κατάλογο Fortune των μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών, η Apple ήταν η δωδέκατη μεγαλύτερη εταιρεία παγκοσμίως[30].Τα κέρδη της αυξήθηκαν από 37 δισεκατομμύρια δολάρια το 2013 σε 39,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2014 και 44,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2015[31]. Αυτή τη χρονιά, το iPhone ανερχόταν στο 56% των πωλήσεων της εταιρείας, τα iPad σε 17%, τα Mac σε 13% και τα iTune, το λογισμικό και άλλες υπηρεσίες σε 10%[32]. Η εργασία των κινέζων εργατών που ασχολούνται στην κατασκευή ενός iPhone αποτελούσαν μόνο το 1,8% της τιμής του iPhone, ενώ τα κέρδη της Apple από τις πωλήσεις του iPhone ήταν 58,5% και οι προμηθευτές της Apple, όπως η ταϊβανέζικη εταιρεία Foxconn, κέρδισαν από αυτό 14,3%[33]. Έτσι, το iPhone 6 Plus δεν κοστίζει 299 δολάρια λόγω του κόστους εργασίας, αλλά μάλλον επειδή για κάθε τηλέφωνο, η Apple κερδίζει κατά μέσο όρο 175 δολάρια και η Foxconn 43 δολάρια, ενώ οι εργαζόμενοι που συναρμολογούν τα τηλέφωνα σε ένα εργοστάσιο της Foxconn λαμβάνουν μόλις 5 δολάρια. Το υψηλό κόστος των iPhone και άλλων προϊόντων είναι συνέπεια ενός υψηλού ποσοστού κέρδους και ενός υψηλού ποσοστού εκμετάλλευσης-άμεσα αποτελέσματα του διεθνούς καταμερισμού της ψηφιακής εργασίας. Η Κίνα είναι, όπως γράφουν οι Φόστερ και ΜακΤσίσνεϊ, «ο παγκόσμιος κόμβος συναρμολόγησης» σε ένα σύστημα «παγκόσμιου αρμπιτράζ της εργασίας και … υπερεκμετάλλευσης»[34].

Σύμφωνα με τη λίστα Fortune των 500 μεγαλύτερων εταιρειών παγκοσμίως, η Foxconn είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εταιρικός εργοδότης στον κόσμο, με περισσότερους από ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, κυρίως από νέοι μετανάστες από την ύπαιθρο[35]. Η Foxconn συναρμολογεί τα iPad, iMac, iPhone και το Amazon Kindle, καθώς και κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών των Sony, Nintendo και Microsoft. Όταν δεκαεφτά εργαζόμενοι της Foxconn προσπάθησαν να αυτοκτονήσουν μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου του 2010, οι περισσότεροι με επιτυχία, το ζήτημα των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας στην κινεζική βιομηχανία της πληροφορικής άρχισε να προσελκύει ευρύτερη προσοχή. Ένας αριθμός ακαδημαϊκών μελετών έχουν καταγράψει από τότε την καθημερινή πραγματικότητα στα εργοστάσια της Foxconn, όπου οι εργαζόμενοι πρέπει να υπομένουν τις χαμηλές αμοιβές, τις πολλές ώρες και τις συχνές μεταβολές στα προγράμματα εργασίας τους, τα ανεπαρκή μέτρα προστασίας, τα υπερπλήρη καταλύματα που μοιάζουν με φυλακές, τα ξεπουλημένα συνδικάτα που ελέγχονται από τους αξιωματούχους της εταιρείας και που οι εργαζόμενοι θεωρούν αναξιόπιστα, τις απαγορεύσεις της επικοινωνίας και της ομιλίας κατά τη διάρκεια της εργασίας, τους ξυλοδαρμούς και την παρενόχληση από τους φύλακες και το αηδιαστικό φαγητό[36].

Την ίδια στιγμή, η Apple διατυμπανίζει στην Έκθεση Προόδου για την Υπευθυνότητα Προμηθευτών της του 2014 ότι η εταιρεία απαιτεί από τους “προμηθευτές της να επιτυγχάνουν κατά μέσο όρο 95% συμμόρφωση με το ανώτατο 60 ώρες εργασίας τη βδομάδα”[37]. Η Σύμβαση C030 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας σχετικά με το ωράριο εργασίας συνιστά ένα ανώτατο όριο σαράντα οκτώ ώρες ανά εργάσιμη εβδομάδα και όχι περισσότερες από οκτώ ώρες την ημέρα. Το γεγονός ότι η Apple υπερηφανεύεται για την επιβολή μιας εξηντάωρης εβδομαδιαίας εργασίας για στην αλυσίδα εφοδιασμού της δείχνει ότι ο σύγχρονος ιμπεριαλιστικός διεθνής καταμερισμός της ψηφιακής εργασίας δεν είναι απλώς εκμεταλλευτικός αλλά και αποτελεσματικά ρατσιστικός: η Apple θεωρεί ότι για τους ανθρώπους στην Κίνα, οι εξήντα ώρες εργασίας είναι ένα κατάλληλο στάνταρ.

Η έκθεση της Apple για το 2014 υποστηρίζει επίσης ότι η εταιρεία έχει ελέγξει τις συνθήκες εργασίας των περισσότερων από ένα εκατομμύριο εργαζομένων. Ωστόσο, αυτοί οι έλεγχοι δεν διεξάγονται ανεξάρτητα και ούτε τα αποτελέσματά τους αναφέρονται ανεξάρτητα. Από τη στιγμή που η Apple δεν βασίζεται σε ανεξάρτητες εταιρικές οργανώσεις όπως οι Φοιτητές και Πανεπιστημιακοί ενάντια στην Εταιρική Εκμετάλλευση (Students And Sholars against Corporate Misbehavior – SACOM), οι εκθέσεις της πρέπει να θεωρούνται εγγενώς προκατειλημμένες: οι εργαζόμενοι που γίνονται αντικείμενα έρευνας από τους ίδιους τους εργοδότες τους σίγουρα δεν θα αναφέρουν τις καταγγελίες τους, αν δεν θέλουν να χάσουν τις δουλειές τους.

Όσο για τις πολυάριθμες παραβιάσεις των εργασιακών δικαιωμάτων που αναφέρονται παραπάνω, το ύφος και η γλώσσα της έκθεσης αφήνουν να εννοηθεί ότι το πρόβλημα βρίσκεται στους προμηθευτές και στις τοπικές αρχές: «Οι προμηθευτές μας πρέπει να τηρούν τα αυστηρά πρότυπα του Κώδικα Συμπεριφοράς του Προμηθευτή της Apple και κάθε χρόνο ανεβάζουμε τον πήχη των απαιτήσεών μας … Ελέγχουμε όλους τους προμηθευτές τελικής συναρμολόγησης κάθε χρόνο». Η έκθεση δεν θα μπορούσε ποτέ να αναγνωρίσει ότι η συμπεριφορά αυτή εκπορεύεται από την ανάγκη των ίδιων των πολυεθνικών να παράγουν φτηνά και γρήγορα. Η ιδεολογική στρατηγική της Apple αποσπά την προσοχή από δική της ευθύνη για την εκμετάλλευση των Κινέζων εργατών.

Συμπέρασμα: Ιδεολογία και Αντίσταση

Η Apple έχει προωθήσει το iPhone 5 ως υπέρ της «πολυχρωμίας» και το iPhone 6 ως «μεγαλύτερο από το μεγάλο». Τέτοιου είδους συνθήματα υποδηλώνουν ότι η επανάσταση της ψηφιακής τεχνολογίας έχει δημιουργήσει μια νέα και καλύτερη κοινωνία που ωφελεί όλους. Παρόμοιες ιδεολογικές υποσχέσεις και αξιώσεις προωθούνται για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το cloud computing, τα bigdata, το crowd sourcing και τα υπόλοιπα παρόμοια φαινόμενα. Τέτοιοι ισχυρισμοί αποτελούν μορφές τεχνολογικού φετιχισμού που υποθέτουν ότι η τεχνολογία από τη φύση της προωθεί μια καλή κοινωνία χωρίς να αναλύει τις κοινωνικές σχέσεις των οποίων είναι μέρος. Στον τεχνολογικό φετιχισμό, όπως ακριβώς έγραψε ο Μαρξ για τον κλασικό φετιχισμό των αγαθών, η «σαφής κοινωνική σχέση μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων» παίρνει «τη φαντασιακή μορφή μιας σχέσης μεταξύ πραγμάτων»[38].

Αντιμετωπίζοντας τον διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας με τις κλασσικές έννοιες του ιμπεριαλισμού του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και του Μπουχάριν, μας βοηθά να αποκαλύψουμε αυτόν τον τεχνολογικό φετιχισμό. Το παράδειγμα της Apple δείχνει ότι η ψηφιακή τεχνολογία και οι ιδεολογίες που την πλαισιώνουν στη διαφήμιση και την πολιτική συγκαλύπτονται από τη γοητεία του νέου που αγνοεί αναγκαστικά τη συνέχιση της παγκόσμιας εκμετάλλευσης.

Η Apple επιτυγχάνει υψηλά κέρδη στον διεθνή καταμερισμό της ψηφιακής εργασίας με την εξωτερική ανάθεση της μεταποιητικής εργασίας στην Κίνα, όπου η δυτική στρατηγική της «εξαγωγής κεφαλαίου» επιτυγχάνει υψηλά κέρδη, επειδή οι μισθοί είναι χαμηλοί και ο ρυθμός εκμετάλλευσης υψηλός[39]. Η εκμετάλλευση των εργαζομένων στη Foxconn, την Pegatron και άλλες εταιρίες δείχνει ότι «ο ιδρώτας το αίμα και η βρωμιά σε κάθε πόρο από το κεφάλι μέχρι το δάκτυλο χαρακτηρίζει όχι μόνο τη γέννηση του κεφαλαίου, αλλά και την πρόοδό του στον κόσμο σε κάθε του βήμα»[40]. Μέσα από όλα αυτά, οι αναλύσεις του Λένιν και της Λούξεμπουργκ παραμένουν τόσο αληθινές στον εικοστό πρώτο αιώνα όσο και πριν εκατό χρόνια.

Οι Φόστερ και Μακ Τσίσνεϊ υποστηρίζουν ότι οι «αντιθέσεις του καπιταλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά» περιλαμβάνουν την υπερεπένδυση στον τομέα των κατασκευών και την αστική ακίνητη περιουσία, χαμηλή κατανάλωση, ακραία εκμετάλλευση, αυξανόμενη ανισότητα, αχρησιμοποίητες υποδομές, διακρίσεις ενάντια των εργατών-μεταναστών προερχόμενων από τις αγροτικές περιοχές, ρύπανση και περιβαλλοντική υποβάθμιση[41]. Ωστόσο, οι αναφορές των μέσων ενημέρωσης στη Δύση για την Κίνα τείνει να αγνοεί την ενεργή πολιτική κουλτούρα της χώρας των εργατικών και κοινωνικών αγώνων που απορρέουν από αυτές ακριβώς τις αντιφάσεις. Σύμφωνα με στοιχεία του Εργατικού Δελτίου της Κίνας, 1.276 απεργίες έλαβαν χώρα στην Κίνα το 2014[42]. Η Κίνα δεν είναι μονολιθική, είναι μία κοινωνία με δραστήριους και έντονους αγώνες της εργατικής τάξης κατά της εκμετάλλευσης. Τον Οκτώβριο του 2014 και μετά από τις εργατικές αναταραχές του Ιουνίου του ίδιου χρόνου, χίλιοι εργαζόμενοι προχώρησαν σε απεργία για αυξήσεις μισθών στο εργοστάσιο της Foxconn στο Chongqing[43].

Ο βραχυπρόθεσμος και μεσοπρόθεσμος στόχος των αγώνων της «ψηφιακής» εργατικής τάξης θα πρέπει να είναι ο σχηματισμός εταιρειών που ελέγχονται από τους εργαζόμενους στην ψηφιακή βιομηχανία και τη βιομηχανία του πολιτισμού σε όλα τα επίπεδα της παραγωγής και σε ολόκληρο τον πλανήτη ανεξάρτητα από το αν διαταράσσει τη λειτουργία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, την ανεξάρτητη οικονομία, την εξόρυξη ορυκτών ή τη συναρμολόγηση. Μακροπρόθεσμα, ο στόχος θα πρέπει να είναι η υπέρβαση της καπιταλιστικής οργάνωσης σε αυτές τις σφαίρες, μαζί με την ίδια την καπιταλιστική κοινωνία. Το ζήτημα του ρόλου που πρέπει να διαδραματίσει η εθνική ή διεθνής διάσταση των κοινωνικών αγώνων ενάντια στον ψηφιακό καπιταλισμό είναι θέμα στρατηγικών πολιτικών συζητήσεων. Σε μια επιστολή του 1867 προς τη Διεθνή Ένωση των Εργατών, ο Μαρξ υποστήριξε ότι «για να αντιταχθούν στους εργάτες τους, οι εργοδότες είτε φέρνουν εργάτες από το εξωτερικό είτε μεταφέρουν την παραγωγή σε χώρες που υπάρχει φθηνό εργατικό δυναμικό»[44]. Είναι τόσο αλήθεια στο σήμερα όσο ήταν και τότε, το ότι εάν η «εργατική τάξη επιθυμεί να συνεχίσει τον αγώνα της έχοντας κάποιες πιθανότητες επιτυχίας», τότε η μόνη απάντηση στην παγκόσμια καπιταλιστική κυριαρχία είναι ότι «οι εθνικές οργανώσεις θα πρέπει να γίνουν διεθνείς»[45].

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: Νάσια Πλιακογιάννη

 


[1]Για μια πιο λεπτομερή ανάλυση: Christian Fuchs, “Media, War and Information Technology,” in Des Freedman and Daya Kishan Thussu, eds., Media and Terrorism: Global Perspectives (London: Sage, 2012), 47–62; Christian Fuchs, “Critical Globalization Studies: An Empirical and Theoretical Analysis of the New Imperialism,” Science & Society 74, no. 2 (2010): 215–47; Christian Fuchs, “Critical Globalization Studies and the New Imperialism,” Critical Sociology 36, no. 6 (2010): 839–67; and Christian Fuchs, “New Imperialism: Information and Media Imperialism?” Global Media and Communication 6, no. 1 (2010): 33–60.

[2]Vladimir I. Lenin, “Imperialism, the Highest Stage of Capitalism,” in Collected Works, vol. 22 (London: Lawrence and Wishart, 1927), 266–67.

[3]Nikolai Bukharin and Evgenii Preobrazhensky, The ABC of Communism (Monmouth, UK: Merlin Press, 2007 [1920]), 119.

[4]Nikolai Bukharin, Imperialism and World Economy (New York: Monthly Review Press, 1973), 140.

[5]Στο ίδιο, σελ. 158.

[6]Στο ίδιο, σελ. 120-121.

[7]Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ. 269 (έκδοση αναφέρεται παραπάνω)

[8]Rosa Luxemburg, The Accumulation of Capital (New York: Routledge, 2003 [1913]), 426–27.

[9]Στο ίδιο, σελ. 343.

[10]Στο ίδιο, σελ. 427.

[11]Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ.300.

[12]Bukharin and Preobrazhensky, ABC of Communism, 143.

[13]Περισσότερα για παράδειγμα: John Bellamy Foster and Robert W. McChesney, The Endless Crisis: How Monopoly-Finance Capitalism Produces Stagnation and Upheaval from the USA to China (New York: Monthly Review Press, 2012); David Harvey, The New Imperialism (Oxford: Oxford University Press, 2003); and Ellen Meiksins Wood, Empire of Capital (London: Verso, 2003).

[14]Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ. 221-222.

[15]Στο ίδιο, σελ. 241.

[16]Bukharin, Imperialism and World Economy, σελ. 18, 21.

[17]Στο ίδιο, σελ. 19.

[18]Στο ίδιο, σελ. 20.

[19]Στο ίδιο, σελ. 22.

[20]Luxemburg, The Accumulation of Capital, σελ. 432.

[21]Στοίδιο, σελ. 345-46, 433.

[22]Βλέπε την έκθεση του Paul Mattick του 1935 «Λούξεμπουργκ εναντίoν Λένιν» στο Anti-Bolshevik Communism (Monmouth, UK: Merlin Press, 1978).

[23]Christian Fuchs, Digital Labor and Karl Marx (New York: Routledge, 2014).

[24]Στοίδιο.

[25]Folker Fröbel, Jürgen Heinrichs and Otto Kreye, The New International Division of Labor (Cambridge: Cambridge University Press, 1981).

[26]Foster and McChesney, The Endless Crisis.

[27]Στο ίδιο, σελ. 114-15, 119.

[28]Στοίδιο.

[29]Στοίδιο.

[30]Fortune Global 500 list 2015, available at http://fortune.com.

[31]Apple Inc., 10-K Report 2014. Available at http://sec.gov.

[32]Στοίδιο.

[33]Jenny Chan, Ngai Pun and Mark Selden, “The Politics of Global Production: Apple, Foxconn and China’s New Working Class,” New Technology, Work and Employment 28, no. 2 (2013): 100–15.

[34]Foster and McChesney, The Endless Crisis, σελ. 172.

[35]Christian Fuchs, Culture and Economy in the Age of Social Media (New York: Routledge, 2015).

[36]Βλέπε Jenny Chan, “A Suicide Survivor: The Life of a Chinese Worker,” New Technology, Work and Employment 2, no. 2 (2013): 84–99; Chan, Pun, and Selden, “The Politics of Global Production”; Foster and McChesney, The Endless Crisis, 119–20, 139–40, 173; Ngai Pun and Jenny Chan, “Global Capital, the State, and Chinese Workers: The Foxconn Experience,” Modern China 38, no. 4 (2012): 383–410; Jack L. Qiu, “Network Labor: Beyond the Shadow of Foxconn,” in Larissa Hjorth, Jean Burgess and Ingrid Richardson, eds., Studying Mobile Media: Cultural Technologies, Mobile Communication, and the iPhone (New York: Routledge, 2012), 173–89; Jack L. Qiu, Goodbye iSlave: Rethinking Labor, Capitalism, and Digital Media (Champaign, IL: University of Illinois Press, 2016); and Marisol Sandoval, “Foxconned: Labor as the Dark Side of the Information Age,” tripleC 11, no. 2 (2013): 318–47.

[37]Apple Inc., Supplier Responsibility 2014 Progress Report, http://apple.com.

[38]Karl Marx, Capital, vol. 1 (London: Penguin, 1976), 165.

[39]Λένιν, Ιμπεριαλισμός, σελ. 241.

[40]Λούξεμπουργκ, Η συσσώρευση του κεφαλαίου, σελ. 433.

[41]Foster and McChesney, The Endless Crisis, 157.

[42]Απεργιακός Χάρτης του Εργατικού Δελτίου της Κίνας, http://strikemap.clb.org.hk.

[43]“Thousands of Foxconn Workers Strike Again in Chongqing for Better Wages, Benefits, ΚινεζικόΠαρατηρητήριοΕργατών, http://chinalaborwatch.org.

[44]Karl Marx, “On the Lausanne Congress,” in MECW, vol. 20 (London: Lawrence and Wishart 1984), σελ. 421–423.

[45]Στο ίδιο, σελ. 422

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας