Χρειαζόμαστε επειγόντως μια νέα αρχή

1368
coca

Πριν από κάποια χρόνια παρακολούθησα μια ξενάγηση στην πινακοθήκη της Casa Bianca (Θεσσαλονίκη), σε μια έκθεση έργων ζωγραφικής, τα οποία είχαν ως βασικό σημείο αναφοράς τους, τον οίνο. Ένας οινολόγος είχε την καλοσύνη να μας εξηγήσει κάποια πράγματα για τα ελληνικά κρασιά. Προς το τέλος της ξενάγησης, όταν άρχισαν οι ερωτοαποκρίσεις και χαλάρωσε κάπως η κουβέντα ο συγκεκριμένος γνώστης της κατάστασης “παρότρυνε” με μια παρατήρησή του τους ακροατές και τις ακροάτριες τους να γευτούν, όσο είναι καιρός, τα κρασιά της Σαντορίνης, διότι, κατά την άποψή του, η διεθνής αναγνώρισής τους θα εκτίνασσε την τιμή τους εντός των επόμενων ετών.

Τίμησα την παρατήρησή του και δεν νομίζω ότι είχε άδικο, τουλάχιστον, ως προς την ποιότητα τους. Δεν ξέρω αν θα εκτιναχθούν κάποια στιγμή σε δυσπρόσιτα ύψη οι τιμές τους. Και δεν κρύβω ότι είναι κάτι το οποίο εύχομαι, διότι θεωρώ ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ένας ακόμη τρόπος να υποστηριχθεί η τοπική παραγωγή και να αποκτήσουν διακριτή επωνυμία τα ελληνικά κρασιά στη διεθνή αγορά οίνου. Ανέφερα σε μερικούς φίλους, λάτρεις του καλού κρασιού, την “προτροπή” του οινολόγου, κάποιοι έδωσαν προσοχή στα λόγια μου και επιβεβαίωσαν με τον ουρανίσκο τους του λόγου το αληθές.

Με τον καιρό άρχισε να ατονεί η ανάμνηση του συμβάντος -υπάρχουν, άλλωστε, τόσα εξαιρετικά ελληνικά κρασιά, τα οποία δε σε αφήνουν να μείνεις πιστός σε ένα είδος και σε μια προέλευση- ώσπου άρχισα να διαβάζω, για δεύτερη φορά και μετά από πολλά χρόνια, το πολύκροτο μυθιστόρημα του Εντμόντ Αμπού “Ο Βασιλεύς των Ορέων”. [ελληνική μετάφραση, Αθήνα 1982] Εκεί, στις πρώτες του σελίδες ο Γερμανός “αφηγητής” της μυθιστορίας, αποκαλύπτει κάτι που τον συνεπήρε στην “καθυστερημένη” Αθήνα του πρώτου μισού του 19ου αιώνα: το κρασί της Σαντορίνης.

Παραθέτω αυτούσιο το απόσπασμα: “Εκείνο που μ΄ έκανε να συνηθίσω περισσότερο στο σπίτι του Χριστόδουλου ήταν το σαντορινιό κρασί, που δεν κατάλαβα ποτέ που το ‘βρισκε. Ξέρω πολύ λίγα για τα καλά φαγητά και δυστυχώς δεν φρόντισα να εκπαιδεύσω αρκετά τη γεύση μου, νομίζω όμως ότι είμαι σε θέση να βεβαιώσω πως το κρασί αυτό θα το εκτιμούσαν και σ΄ ένα βασιλικό τραπέζι: κίτρινο σαν χρυσάφι, διαυγές σαν τοπάζι, λαμπερό σαν τον ήλιο, χαρωπό σαν παιδικό χαμόγελο. Θαρρώ και το βλέπω ακόμα μπροστά μου, στο μπουκάλι με την φαρδιά κοιλιά, στη μέση του μουσαμά που χρησιμοποιούσαμε για τραπεζομάντηλο”. [σ. 14]

Εξαγορεύω αυτές τις προσωπικές εμπειρίες δημοσίως, διότι είναι από εκείνες, οι οποίες παρακινούν σε σκέψεις επί της σημερινής και μελλοντικής μας οικονομικής και πολιτιστικής κατάστασης. Σκέψεις οι οποίες εντάσσονται στους προβληματισμούς για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το παράδειγμα του κρασιού της Σαντορίνης είναι ένα από τα πολλά από το χώρο των τροφίμων και των ποτών και ισχύει mutatis mutandis για τους χυμούς και τα αναψυκτικά και για άλλα προϊόντα από τον ευρύτερο κλάδο των τροφίμων. Πως και με ποιο τρόπο προϊόντα αξιόλογης ποιότητας και υψηλών προδιαγραφών, θα αποκτήσουν εκείνη την επωνυμία, η οποία θα προσθέσει συμβολικό κεφάλαιο στον τόπο προέλευσης και υψηλή προστιθέμενη αξία στα ίδια εξ αιτίας αυτής της ενίσχυσης του συμβολικού κεφαλαίου. Πως σε τελική ανάλυση τα προϊόντα αυτά θα μετατραπούν σε στοιχεία γοήτρου στην κοινωνική διάκριση των καταναλωτών τους απανταχού της γης.

Τα ελληνικά προϊόντα – αντικειμενικώς εγνωσμένης αξίας, όπως τα κρασιά – δύνανται να αποκτήσουν συμβολικό κεφάλαιο, είτε μέσα από τις μεγάλες αφηγήσεις, όπως η σύνδεσή τους με την διαρκή επικαιρότητα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, είτε μέσω πιο ειδικών αφηγήσεων, οι οποίες θα συνδέονται, για παράδειγμα με την ελληνική ή ευρωπαϊκή λογοτεχνία σε μια διαδικασία αμοιβαίας αλληλεπίδρασης. Το βιβλίο του Εντμόντ Αμπού – η μομφή του ανθελληνισμού εκφράζει τις ιδεολογικές φοβίες και τις γενικότερες αδυναμίες του ελληνισμού του 19ου αιώνα και δεν ανταποκρίνεται στο ουσιαστικό του περιεχόμενο, το οποίο κάθε άλλο παρά “ανθελληνικό” δύναται να θεωρηθεί – θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε αυτή την κατεύθυνση, π.χ. ως μέρος μιας διεθνούς διαφημιστικής εκστρατείας για τα κρασιά σαντορινιάς προελεύσεως μέσα από τη συσχέτισή τους με τη λογοτεχνία. Το όφελος θα ήταν διπλό: από τη μια θα ενισχυόταν το ενδιαφέρον για τον ελληνικό τουρισμό και τους οίνους Σαντορίνης, από την άλλη το αντίστοιχο προς την λογοτεχνία και τις θεωρητικές σπουδές.

Ένας γνωστός Γάλλος συγγραφέας του 19ου αιώνα, εκθειάζει τα κρασιά ενός πολύφημου ελληνικού νησιού: αναμφισβητήτως εδώ φωλιάζει μια δυναμική προώθησης προϊόντων, η οποία ληθαργεί. Η μακροϊστορική διάσταση μιας τέτοιας δυναμικής δεν είναι ζήτημα του παρόντος άρθρου, απλώς σημειώνω ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να ασχολούμαστε σοβαρά με το ενδεχόμενό της, αν θέλουμε να συγκρατήσουμε την περιθωριοποίηση της χώρας.

Σε αντίστοιχα παραδείγματα από άλλες περιοχές της παραγωγής κρύβεται και το βασικό στοιχείο για την κατάκτηση της επωνυμίας και ενίσχυσης του συμβολικού κεφαλαίου της χώρας στον διεθνή καταμερισμό της πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Με τα λεγόμενά μου προσπαθώ να υπογραμμίσω – έστω και αποσπασματικώς – ότι χρειαζόμαστε με νέα αρχή, υπό την αρεντιανή έννοια: να αρχίσουν δηλαδή όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού και των παραγωγικών τάξεων να βλέπουν στις καθημερινές εξελίξεις τις δικές τους δυνατότητες ενός νέου ξεκινήματος: αυτό θα σήμαινε μια επαναστατική διαδικασία, η οποία θα συνέπαιρνε τα πιο “προοδευτικά” τμήματα της κοινωνίας. Και είναι αυτό το οποίο χρειαζόμαστε επειγόντως τούτη τη στιγμή: μια νέα αρχή.

Και δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι: η αρχή – αρχίζει και άρχει.

Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτκής»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας