Φραγκογιαννού

1851

Χάνομαι από χθες στις σελίδες του κυρ Αλέξανδρου. Διά μίαν εισέτι φοράν. Ψηλώνει οπωσούν ο νους εντός τους. Εστιάζω στη Χαδούλα, μάμμη και εγγονή, φόνισσα και θύμα. Στη Μαρουσώ, τη θεια-Αχτίτσα, τη Δελχαρώ, την Αμέρσα, το Κρινιώ, τη Χαρμολίνα και τη γραία Χριστοδουλίτσα, «παλαιόν λείψανον ενενήντα πέντε ετών», ήτις εμφανίζεται μεταμεσονύκτιες ώρες στην αμμουδιά, σωστό φάντασμα, αναζητώντας «θαλάσσια όψα», μεζέδες εκλεκτούς να ξεγελάσουν τα εναπομείναντα δόντια της, μα προπαντός για να ξεπροβοδίσει την αμαρτωλή Φράγκισσα στον υγρό της τάφο «εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».
Αναρωτιέμαι πόσοι συμπολίτες μας, άραγε, απέκτησαν εσχάτως τη δική μου λόξα. Σίγουρα όσοι ανακάλυψαν ή ξαναταξίδεψαν στη μαγική χώρα του γερο-Σκιαθίτη, παρακολουθώντας τις «Γυναίκες του Παπαδιαμάντη» στο θέατρο Χώρα. Ανέρχονται σε κάμποσες χιλιάδες από τις 15 Δεκεμβρίου, οπότε έκανε πρεμιέρα το έργο. Και πού ’σαι ακόμα. Αν κρίνω, μάλιστα, από το παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος, εφάμιλλο εκείνου της «Ευτυχίας (Παπαγιαννοπούλου)», η παράσταση θα μακροημερεύσει. Εχει, άλλωστε, τους ίδιους βασικούς συντελεστές. Τον σκηνοθέτη Πέτρο Ζούλια, ο οποίος ξαναδίνει ζωή στο σανίδι στις ηρωίδες του Κοσμοκαλόγηρου «που κινδυνεύουν να παρασυρθούν στο πέλαγος της ανελέητης λήθης μας. Ενώ είναι δίπλα μας. Στέκουν διαχρονικά ανάμεσά μας», όπως λέει ο ίδιος.
Διακριτικές γυναικείες φιγούρες, αλλά και δαιμονικές. Μεγαλωμένες μες στις στερήσεις, στηρίζουν γονείς και συζύγους, ανατρέφουν παιδιά και εγγόνια, τραχιές μα και τόσο γλυκές, γήινες και συνάμα ουράνιες, έρχονται από την εποχή των γιαγιάδων μας κι όμως παραμένουν, ιδίως στα άνυδρα χρόνια της κρίσης, εντελώς σημερινές. Αιώνιες. Ιδού πώς περιγράφει ο Παπαδιαμάντης τη «Φόνισσα»: «Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπε ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε, ειμή να υπηρετεί τους άλλους».
Ωριμη και αειθαλής, σαν το κρασί που δυναμώνει ευωδιαστά και μεθυστικά όσο παλιώνει, η Νένα Μεντή ενσαρκώνει τη Φραγκογιαννού. Γεμίζει το παλκοσένικο με την ερμηνεία της και την πλατεία με την προσωπικότητά της. Αξεπέραστη ιέρεια της υποκριτικής έχει χτίσει ανυπόκριτη σχέση με το κοινό, που την ακολουθεί πιστά στις επιλογές της, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα αποζημιωθεί στο έπακρο. Επιμένει στα ελληνικά έργα, σε κείμενα που απηχούν τη γλώσσα και την ψυχή μας. Εν προκειμένω πέτυχε διάνα. Ο συγκεκριμένος ρόλος εδράζεται στη Χαδώ, περιέχοντας ταυτοχρόνως δεκάδες γυναίκες του αριστουργηματικού συγγραφέα, χτισμένος στη ρέουσα δημοτική των διαλόγων του. Τη συντρέχουν δημιουργικά οι Ερση Μαλικένζου, Ευγενία Δημητροπούλου, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Μαριάννα Τουντασάκη και Εφη Σακελλαρίου.
*Πηγή: efsyn.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας