Πολλοί, με αφορμή τη ρήξη στο ΚΙΝΑΛ και την αποχώρηση του Βαγγέλη Βενιζέλου, θυμήθηκαν ότι αυτός ήταν ο εμπνευστής του φόρου επί της ακίνητης περιουσίας που επιβλήθηκε γενικευμένα ως ΕΝΦΙΑ, με συνέπεια να ακολουθήσουν τα γνωστά «αναθέματα» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ωστόσο, ανεξάρτητα τη μορφή της οποιασδήποτε φορολογίας επιβάλλεται, αυτή δεν έχει να κάνει με το πρόσωπο του ενός ή του άλλου, αλλά με γενικότερες πολιτικές επιλογές, που οδηγούν αναπόδραστα στην επιβολή τους.
Είναι γεγονός, ότι φόρος που δεν αφορά σε εισόδημα, ή πρόσοδο, είναι πέρα από άδικος και παράλογος και αντισυνταγματικός, ανεξάρτητα εάν είναι μικρός ή μεγάλος.
Έτσι, η ύπαρξη αντίστοιχης με τον ΕΝΦΙΑ φορολογίας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που ορισμένοι φέρουν ως παράδειγμα, έστω και με σημαντικά μικρότερη επιβάρυνση για τον κάτοχο ενός ακινήτου, δεν σημαίνει ότι δεν είναι μια παράλογη και άδικη φορολόγηση.
Φυσικά στην ευρωένωση και ειδικότερα στις χώρες της ευρωζώνης, όπου δεν υπάρχει νομισματική κυριαρχία (συνεπώς δεν νοείται χρηματοδότηση της οικονομίας με υγιείς μη δανειακούς πόρους), τα κράτη είναι υποχρεωμένα να αντλούν έσοδα μόνον από τη φορολογία, απορροφώντας μέρος της παραγόμενης αξίας από την οικονομική δραστηριότητα. Η συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι, δια μέσου της κάλυψης του κρατικού δανεισμού, η ολοένα και μεγαλύτερη μεταφορά πόρων από την πραγματική οικονομία και την παραγωγή προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα, συνεισφέροντας στην υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου σε αυτό που εύστοχα ονομάστηκε «καπιταλισμός – καζίνο».
Τα κράτη μέσω της φορολογίας μόνον μπορούν να ανταπεξέρχονται, χρηματοδοτώντας τα χρέη τους προς τις τράπεζες, δανειζόμενα υποχρεωτικά για να μπορούν να ασκούν στοιχειωδώς τις πολιτικές (κοινωνική, εισοδηματική, δημοσίων επενδύσεων κτλ) που είναι αναγκασμένα. Έτσι, ας μην ανησυχούμε εάν -αργά, ή γρήγορα- φορολογήσουν και τον αέρα που αναπνέουμε.
Οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος
Ειδικά στην Ελλάδα υπό μνημονιακή, ή «μεταμνημονιακή» επιτήρηση, και λόγω του μη δυνάμενου να εξυπηρετείται διαφορετικά χρέους, τα περί μείωσης της υψηλής φορολογίας, που υπόσχονται όλοι τους, αποτελούν πομφόλυγα.
Για να συμβεί, απαιτείται παράλληλη και ισόποση μείωση των κρατικών δαπανών σε υγεία, παιδεία, υποδομές, άμυνα κτλ. Δηλαδή ό,τι θα μειώνεται σε φορολογία από τη μια, θα αυξάνει το κόστος των αντίστοιχων υπηρεσιών από την άλλη. Ενώ τα κενά που θα δημιουργούνται στην κάλυψη βασικών αναγκών, ολοένα και θα σπρώχνουν σε συνθήκες «τρίτου» κόσμου, αφήνοντας επίσης τεράστια κενά στην ίδια την ασφάλεια και την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας.
Μεταξύ αυτών των δύο πολιτικών [αύξηση φορολογίας (ΣΥΡΙΖΑ), ή μείωση κρατικής δαπάνης (ΝΔ)], ως όψεων του ιδίου νομίσματος (ευρώ) καλούμαστε να διαλέξουμε.
Πρόκειται για ψευτοδίλημμα που εξυπηρετεί τις προεκλογικές ανάγκες των κομμάτων και την ανάγκη να παρουσιάσουν διαφοροποιημένες προτάσεις, εντός του ιδίου επιβεβλημένου έξωθεν και άνωθεν πλαισίου. Διότι, στην πραγματικότητα, συμβαίνουν και τα δύο σε μια συνεχή εναλλαγή. Πότε λίγο περισσότερο το ένα (αύξηση φορολογίας), πότε λίγο περισσότερο το άλλο (μείωση κρατικών δαπανών), πότε και τα δύο μαζί, χωρίς να ομολογείται. Δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο η ψευδαίσθηση, ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές και αντικρουόμενες πολιτικές. Ουδέν ψευδέστερο! Επειδή και τα δύο συμβαδίζουν στην ίδια κατεύθυνση. Πρόκειται για αποχρώσεις ακριβώς της ίδιας πολιτικής.
Και αυτό είναι το αναπόφευκτο χειρότερο. Διότι όσο, προκειμένου τα κράτη να περιορίζουν ολοένα και περισσότερο τα έξοδά τους, μεταφέρουν στον ιδιωτικό τομέα, ξεπουλώντας ολοένα και περισσότερες υποδομές και περιουσιακά στοιχεία, υποβαθμίζοντας τις παρεχόμενες υπηρεσίες, οι οποίες κι αυτές περνούν σταδιακά στα χέρια ιδιωτών αυξάνοντας το κόστος τους. Τόσο καθηλώνεται η οικονομία σε στασιμότητα, εάν όχι σε υπανάπτυξη και συνεπώς μειώνεται η φοροδοτική απόδοση. Με συνέπεια της διαδικασίας αυτής την τάση αύξησης του δανεισμού. Έτσι, η ανάγκη επιβολής νέας αυξημένης φορολογίας για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων του δημοσίου χρέους επανέρχεται δριμύτερη. Ενώ η φοροδιαφυγή καθίσταται όρος επιβίωσης γι’ αυτούς που την δύνανται.
Το αγαπημένο «αφήγημα»
Πολλοί προτείνουν ως «φάρμακο» τις ξένες επενδύσεις και την οικονομική μεγέθυνση μέσω αυτών. Όμως αυτές μπορούν να βοηθήσουν μόνον εάν αφορούν στην ανάπτυξη της παραγωγής. Επενδύσεις με σκοπό την εξαγορά περιουσιακών στοιχείων -που είναι οι μόνες που έγιναν και γίνονται στην Ελλάδα όλην αυτή την περίοδο της «κρίσης»- δεν προσφέρουν.
Παρ’ όλα αυτά οι ξένες επενδύσεις έχουν γίνει το αγαπημένο «αφήγημα» όλων των κυβερνήσεων και αντιπολιτεύσεων τα τελευταία χρόνια. Ίσως, διότι εντός ευρωενωσιακού πλαισίου αδυνατούν να προτείνουν κάτι πιο σοβαρό και υπεύθυνο, που θα αφορά στην ανάπτυξη των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων.
Ξένες παραγωγικές επενδύσεις όμως δεν ήλθαν στη Ελλάδα τα τελευταία πολλά χρόνια, ούτε πρόκειται να έλθουν, όσο κι αν μειωθεί η φορολογία, που προβάλλεται ως «κράχτης». Διότι παραγωγικές επενδύσεις προϋποθέτουν αναπτυσσόμενη αγορά για να διαθέσουν την παραγωγή τους. Τέτοια αγορά στην Ελλάδα δεν υπάρχει, αφού οι πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης την κατέστρεψαν. Ούτε μπορεί να υπάρξει στο ορατό μέλλον, καθηλωμένη από την επιβολή των υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων προκειμένου να εξυπηρετείται το δημόσιο χρέος.
Άλλοι θεωρούν ότι ο εξαγωγικός προσανατολισμός είναι αυτός που θα δώσει ώθηση και θα προσελκύσει ξένους παραγωγικούς επενδυτές. Όμως δεν μας λένε για ποιον λόγο ένας τέτοιος επενδυτής θα προτιμήσει να έλθει στην Ελλάδα, τη στιγμή που μπορεί να εγκατασταθεί σε άλλες χώρες στη γειτονιά μας πολύ φτηνότερου (και όχι μόνο φορολογικού) κόστους;
Παγιδευμένοι εντός του ευρώ
Η πραγματικότητα είναι ότι είμαστε παγιδευμένοι εντός του ευρώ. Η χώρα ως μέλος της ευρωζώνης είναι πολύ ακριβή ώστε να μπορεί να ανταγωνιστεί τρίτες χώρες χαμηλού κόστους, προσελκύοντας ξένες επενδύσεις εξαγωγικού χαρακτήρα. Αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ αδύναμη και με αγορά χωρίς βάθος για να προσφέρει τη δυνατότητα τέτοιων επενδύσεων, έτσι ώστε να ανταγωνιστεί με επάρκεια τις προηγμένες σε σχέση με την ίδια ευρωπαϊκές χώρες. Δηλαδή να παράξει προϊόντα υψηλής ποιότητας και τεχνολογίας, που θα υποκαταστήσουν αντίστοιχα εισαγόμενα στην εσωτερική αγορά.
Σε αυτό το δραματικό αδιέξοδο που οδηγηθήκαμε, η μόνη δυνατή λύση θα ήταν μέτρα από την πλευρά της ζήτησης, δηλαδή η αύξηση της κατανάλωσης μέσω της επαναχορήγησης τουλάχιστον ενός μέρους του εισοδήματος που αφαιρέθηκε από την εγχώρια αγορά λόγω των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης. Ταυτόχρονα, ο σχεδιασμός και η εκτέλεση μαζικών δημόσιων επενδύσεων, που θα συμπαρασύρουν τον ιδιωτικό τομέα σε παραγωγικές επενδύσεις, ακολουθώντας συγκεκριμένες πολιτικές σχεδιασμένες κατά κλάδο και εφαρμόζοντας μέτρα προστασίας της παραγωγής.
Αυτό όμως σημαίνει δημοσιονομικό «έλλειμμα» μετατρεπόμενο σε πλεόνασμα του ιδιωτικού τομέα. Τόσο όμως τα μέτρα προστασίας είναι απαγορευμένα εντός της ευρωένωσης, όσο και οι πολιτικές ελλειμμάτων, αφού αυτά, ελλείψει εθνικού νομίσματος, οδηγούν αναπόδραστα στην ανάγκη νέου δανεισμού, που θα καταστήσει τον παλαιότερο επισφαλή ως προς την εξυπηρέτησή του.
Συνεπώς ή αποφασίζουμε να απεμπλακούμε από τον σφικτό εναγκαλισμό της ευρωκρατίας, ακολουθώντας τον δικό μας δρόμο και -ανακτώντας τη νομισματική μας κυριαρχία- θα δώσουμε την ευκαιρία άπλετης χρηματοδότησης της οικονομίας με υγιείς μη δανειακούς πόρους, ή θα παραμένουμε στα ίδια.
Θα παραμένουμε στα ίδια, με την κρίση να εναλλάσσεται μεταξύ παρόξυνσης και ύφεσης σε ολοένα και χαμηλότερα επίπεδα, «απολαμβάνοντας» τον αργό θάνατο της χώρας και του λαού μας. Με ολοένα και περισσότερη φορολογία και ολοένα και μεγαλύτερη μείωση δημοσίων δαπανών, για υπηρεσίες που κι αυτός ο ίδιος ο ιδιωτικός τομέας θα αδυνατεί να καλύψει επαρκώς. Αφού το διαθέσιμο εισόδημα των ολοένα και περισσότερο φτωχοποιούμενων στρωμάτων του πληθυσμού θα αδυνατεί να ανταποκρίνεται στο κόστος τους.
Εν όψει των βουλευτικών εκλογών του Ιουλίου
Δεν γνωρίζω κατά πόσον ο «νέος» ανερχόμενος πολιτικός «αστήρ» Βαρουφάκης, με βάση γερμανικό, ή άλλο σχέδιο, προορίζεται να αντικαταστήσει τον Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του ήδη αποδεκατιζόμενου ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εκφράζει την μια όψη του νομίσματος, αυτού δηλαδή που δίνει βάρος στη φορολογία, για να «αντιπολιτεύεται» με μεγαλύτερη «αξιοπιστία», στηρίζοντας τη Νέα Δημοκρατία. Μια Νέα Δημοκρατία ως εκφραστή του ετέρου πόλου και όψης του ιδίου νομίσματος, αυτού της μείωσης της κρατικής δαπάνης. Το σίγουρο είναι ότι η «δημιουργική» ασάφεια που χαρακτηρίζει το πρόγραμμα που ο Βαρουφάκης κατέθεσε εν όψει εκλογών, αυτήν την προοπτική ενισχύει.
Ταυτόχρονα καμία σοβαρή προσπάθεια δεν γίνεται από επίσης σοβαρούς, έντιμους, ικανούς και υπεύθυνους ανθρώπους για μια άλλη πολιτική. Μια πολιτική με βάση και στόχευση την απελευθέρωση και την εθνική ανεξαρτησία μέσω της νομισματικής κυριαρχίας. Μια πολιτική πρόταση που πάρα τη μοναδικότητά της, ως η μόνη αποτελεσματική για τη χώρα, προσώρας, έχει αφεθεί στην στήριξη από γραφικότητες και λούμπεν στοιχεία των δύο άκρων στο περιθώριο του πολιτικού φάσματος, που το μόνο που επιτυγχάνουν, ανεξαρτήτως προθέσεων, είναι να την εξευτελίζουν. Προσφέροντας έτσι τις καλύτερες των υπηρεσιών στο «καθεστώς» και τη μακροημέρευσή του.