Υποστολή της Σοβιετικής σημαίας στο Κρεμλίνο: 25 χρόνια λήθη, θλίψη ή κάτι περισσότερο;

4060
Σαν σήμερα, 26 Δεκεμβρίου 1991, η σοβιετική σημαία κυμάτισε για τελευταία φορά πάνω από το Κρεμλίνο. Είχε προηγηθεί το βράδυ των Χριστουγέννων του 1991 το διάγγελμα Γκορμπατσόφ με το οποίο ανακοίνωνε την τυπική πλέον διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, αναγνωρίζοντας το πρωτόκολλο της Άλμα-Άτα που λίγες μέρες νωρίτερα είχε κηρύξει τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Επί δύο περίπου χρόνια είχε προηγηθεί μια φαντασμαγορική διαδικασία αποσυγκρότησης του μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά, πολλά μπορεί κάποιος να σημειώσει. Από τον χαρακτήρα των μαζικών αλλά ταυτόχρονα αντιδραστικών κινητοποιήσεων ενάντια στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, μέχρι την απροκάλυπτη εμπλοκή της Δύσης και τις στημένες τηλεοπτικές υπερβολές που έφτιαχναν το απαραίτητο κλίμα για την «κατάρρευση σε ζωντανή μετάδοση» του τείχους του Βερολίνου, του καθεστώτος Τσαουσέσκου, του πραξικοπήματος του Αυγούστου κοκ. Παρόλα αυτά, τρία είναι τα βασικά σημεία στα οποία 25 χρόνια μετά, αξίζει κανείς να σταθεί:
Πρώτον στη μαζική νοσταλγία των λαών της Ανατολικής Ευρώπης για τα παλιά καθεστώτα. Όσο έντονη ήταν η αποστροφή προς οτιδήποτε θύμιζε σοσιαλισμό λίγες δεκαετίες νωρίτερα, τόσο βαθιά είναι σήμερα η διάψευση των προσδοκιών για τον υπαρκτό καπιταλισμό των στερήσεων, της ανεργίας, της φτώχειας. Και όσο και αν τα κέντρα μελετών προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία των ευρημάτων τους, κάθε έρευνα δίνει συντριπτικά και αδιάψευστα στοιχεία για αυτό που όλοι υποψιαζόμαστε, αλλά κανείς δεν τολμά να πει φωναχτά: Οι λαοί τότε ζούσαν καλύτερα, και αφού γεύτηκαν το όνειρο της ελεύθερης αγοράς, μπορούν πλέον να συγκρίνουν. Οι προπαγανδιστές του ακραίου κέντρου και της ελεύθερης οικονομίας μπορεί να βυσσοδομούν για τα αίσχη του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά θα μας επιτρέψουν να πιστέψουμε αυτούς που έζησαν στο πετσί τους και την παλιά και τη νέα κατάσταση. Ασφαλή συμπεράσματα από τη σύγκριση του υπαρκτού σοσιαλισμού και του υπαρκτού καπιταλισμού, μπορούν να βγάλουν οι λαοί από την ίδια τους την πείρα και όχι οι κρατικοδίαιτοι αεριτζήδες που μασάνε ΕΣΠΑ με δέκα μασέλες.
Δεύτερον στην ηχηρή διάψευση των προσδοκιών του υπόλοιπου κόσμου για την κοινωνία της δημοκρατίας και της ελευθερίας που θα ερχόταν με το τέλος του κομμουνισμού και του ψυχρού πολέμου. Επί εικοσιπέντε έτη δεν υπάρχει ούτε μια αλλαγή με θετικό και προοδευτικό πρόσημο. Από τις αντεργατικές ανατροπές και μεταρρυθμίσεις μέχρι την έκρηξη των πολεμικών αναμετρήσεων, των περιφερειακών συγκρούσεων και των σφαγών. Σε όλα τα επίπεδα, σε όλους τους τομείς, τα πράγματα για την κοινωνική πλειοψηφία έγιναν χειρότερα. Η ζωή μας έγινε πιο εντυπωσιακή, πιο γρήγορη, τεχνολογικά πολύ πιο εύκολη, αλλά κοινωνικά και οικονομικά πολύ πιο δύσκολη. Η μακρά πορεία υποχώρησης και τελικής κατάρρευσης του σοσιαλιστικού στρατοπέδου σήμαινε και την έκλειψη του αντίπαλου δέους στον καπιταλισμό. Το ξεσάλωμα του νεοφιλελευθερισμού την τελευταία εικοσιπενταετία στηρίχτηκε στην πτώση του μισητού αντιπάλου. Και ανεξάρτητα με το πόσο κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι η ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, ακόμη και υπό καπιταλιστικό καθεστώς, βελτιώθηκε με κατακτήσεις που παραχωρήθηκαν υπό τον φόβο της ΕΣΣΔ και του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Τρίτον στην επιφανειακή και λειψή αυτοκριτική και ανασκόπηση της κομμουνιστικής Αριστεράς για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τις αιτίες της. Τα απλοϊκά σχήματα για τον προδότη Γκορμπατσόφ και τα τελευταία μόνο άσχημα χρόνια, δεν κρύβουν τον βαθμιαίο επί δεκαετίες μετασχηματισμό των σοσιαλιστικών καθεστώτων σε κάτι απωθητικό ή και αποκρουστικό, αντιδημοκρατικό και γραφειοκρατικό. Η κινέζικη κριτική και το εγχείρημα της Πολιτιστικής Επανάστασης αποτελούν μια αναξιοποίητη ακόμα συμβολή με έκταση και βάθος ανεκμετάλλευτα. Τα σύγχρονα εγχειρήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς του 21ουαιώνα οφείλουν να αντλούν κριτικές συνεισφορές από ιστορικά ρεύματα και πολλαπλές συμβολές, και ανάμεσά τους η κινέζικη εμπειρία είναι η βασικότερη.
Είναι απαραίτητο η τολμηρή και ειλικρινής διαπίστωση ότι «τότε οι λαοί ζούσαν καλύτερα» (που πλέον πρέπει να γίνεται φωναχτά), να πηγαίνει μαζί με μια βαθιά και όχι επιφανειακή αυτοκριτική του κομμουνιστικού κινήματος, για τις αναπηρίες, τα σακατιλίκια, τις ασχήμιες και τα όρια της πρώτης απόπειρας. Μια τέτοια αυτοκριτική οφείλει να είναι τολμηρή, απολογιστική αλλά ταυτόχρονα επιθετική και όχι απολογητική.
Η υποστολή της σοβιετικής σημαίας – και ανεξάρτητα από το τι αυτή έφτασε να συμβολίζει τα τελευταία χρόνια- κόστισε ανυπολόγιστα στους λαούς και τα έθνη. Η σημερινή βαρβαρότητα σε όλη τη γη, και στην Ελλάδα, έχει στενή σχέση με αυτό που αποτυπώθηκε στον ιστό του Κρεμλίνου εικοσιπέντε χρόνια πριν. Και η πραγματικότητα παραστάσεων που χτίστηκε επιδέξια από εχθρούς και «φίλους» δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα που βιώνει σήμερα η κοινωνική πλειοψηφία.
Εικοσιπέντε χρόνια είναι λίγα ή πολλά για να γιατρευτούν οι πληγές που άφησε η πρώτη απόπειρα και να αντιστραφεί ο συσχετισμός δύναμης που κληρονομήθηκε από το κλείσιμο του εικοστού αιώνα; Η απάντηση δεν αφορά τον χρόνο καθαυτό, εικοσιπέντε χρόνια μπορεί να είναι πάρα πολλά ή και πολύ λίγα. Ο χρόνος εξαρτάται από πυκνότητα, την ποιότητα, το βάθος που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα εγχειρήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς. Και εδώ οι ελλείψεις είναι πολλές και η δουλειά που πρέπει να γίνει ακόμη περισσότερη.
*Πηγή: antapocrisis.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας