Αποκαλυπτική είναι η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για την έκταση της μετανάστευσης στο εξωτερικό νέων Ελλήνων και Ελληνίδων, στα χρόνια των μνημονίων, με την ανησυχητική διαπίστωση ότι η τάση φυγής συνεχίζεται ακόμη, αλλά και ο επαναπατρισμός είναι αβέβαιος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, από το 2008 μέχρι και το 2017 καταγράφηκε η φυγή 467.000 Ελλήνων ηλικίας 25-44 ετών, προς διάφορες χώρες του εξωτερικού, ενώ με την προσθήκη και εκείνων που έφυγαν στη διετία 2018 – 2019, ο συνολικός αριθμός έχει ξεπεράσει τις 500.000 άτομα.
Η μεγάλη έκρηξη έγινε στα έτη 2012 με τη φυγή 68.000 Ελλήνων, και το 2013 που έφυγαν 64.000 άτομα. Στα επόμενα χρόνια από 2014 και μέχρι το 2017, ο ρυθμός της μετανάστευσης είναι πάνω από 50.000 άτομα τον χρόνο.
Στα έτη 2008 – 2009 η ροή ήταν κοντά στις 23.000 ετησίως, ενώ το 2010, πρώτο έτος των μνημονίων, εκτοξεύτηκε στις 53.000 άτομα.
Οι συνέπειες είναι δραματικές στην ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την ΤτΕ τόσο βραχυχρόνιες όσο και μακροχρόνιες. Μάλιστα, χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο φαινόμενο, ως την πιο βαθιά απώλεια, της κρίσης και των μνημονίων. Γράφει συγκεκριμένα ότι «η πιο βαθιά όμως απώλεια, με δυσμενείς επιπτώσεις για τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή πορεία της χώρας, είναι η μαζική φυγή στο εξωτερικό ενός σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, δεξιότητες και επαγγελματικά προσόντα (brain drain), η οποία κατά τα χρόνια της κορύφωσης της ελληνικής κρίσης έλαβε τη μορφή μεγάλης εξόδου (“the Greek exodus”).
Οι επιπτώσεις
Εκτός όμως από τις συνέπειες που είχε το φαινόμενο της “διαρροής εγκεφάλων” στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και στην πορεία των δημόσιων εσόδων λόγω της μείωσης της κατανάλωσης, του εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών, εξαιρετικά δυσμενείς είναι επίσης οι επιπτώσεις στις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, καθώς οι νέοι απέχουν από την αγορά εργασίας και απασχολούνται σε άλλες χώρες με αβέβαιο τον επαναπατρισμό τους. Συγκεκριμένα, οι επιπτώσεις αφορούν:
-
τη μείωση του μεγέθους του εργατικού δυναμικού και τη χειροτέρευση της ποιότητάς του, λόγω στέρησης μέρους του πλέον παραγωγικού, ικανού και δυναμικού τμήματος,
-
την περαιτέρω επιδείνωση των δημογραφικών δεικτών της χώρας με ταυτόχρονη ταχεία αύξηση της πληθυσμιακής ομάδας των γηραιότερων και των μη οικονομικά ενεργών και
-
την αύξηση της αναντιστοιχίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι η μείωση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, η συρρίκνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων και η είσοδος σε ένα φαύλο κύκλο χαμηλών προσδοκιών, κοινωνικής και οικονομικής στασιμότητας και συνεχούς εξερχόμενης μεταναστευτικής ροής.