Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη εδώ και πολύ καιρό βρίσκεται σε αναταραχή και σε εξαέρωση. Το ένα λάθος διαδέχεται το άλλο και εμφανίζει σοβαρότατα προβλήματα συντονισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένας δεν αναλαμβάνει τις πολιτικές ευθύνες που προκύπτουν από τη διαχείριση των γεγονότων, οι οποίες γίνονται μπαλάκι που ο ένας υπουργός πετάει στον άλλο. Σ΄ αυτήν την κυβέρνηση φαίνεται να πιστεύουν πως όλες οι αστοχίες, σοβαρές και μη, δεν είναι ευθύνη όσων διοικούν, αλλά οφείλονται σε ανώτερες δυνάμεις που προέρχονται από τη θεϊκή βούληση.
Η φράση: «είμαι υπεύθυνος για ό,τι συνέβη και θα λογοδοτήσω δημόσια», είναι το ζητούμενο από την αρχή της θητείας αυτής της κυβέρνησης. Κανένας, λόγου χάρη, δε φταίει μέχρι τώρα για την προκλητική συμπεριφορά της αστυνομίας, η οποία παραβίασε το οικογενειακό άσυλο συμπολιτών μας, χτύπησε αναίτια διαδηλωτές, προχώρησε σε προπηλακισμούς φωτογράφων, δημοσιογράφων και σε αυθαίρετες συλλήψεις πολιτών. Ουδείς απολογήθηκε για τη λίστα του κ. Πέτσα, για το φιάσκο με τις μάσκες που στάλθηκαν στα σχολεία και για την προκλητικά ειρωνική συμπεριφορά του κ. Γεωργιάδη απέναντι στους ανθρώπους της εστίασης. Αλλά, όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός δε νιώθει την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη από τους πολίτες για τις ευθύνες, προσωπικές και κυβερνητικές (Πάρνηθα, Ικαρία, περίπτωση Λιγνάδη), πώς θα παραδειγματιστούν οι υπουργοί του;
Είναι χαρακτηριστική η ιστορία με τον κ. Λιγνάδη. Ούτε ένας δε βγήκε να αναλάβει το πολιτικό κόστος για την υπόθεση. Ο κ. Μητσοτάκης προκάλεσε συζήτηση γι΄ αυτό το θέμα στη Βουλή χωρίς, ωστόσο, να δώσει πειστικές απαντήσεις. Το ερώτημα ποιος προξένεψε τον κ. Λιγνάδη και ποιος τον επέλεξε για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή έμεινε μετέωρο. Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση ναυάγησε. Στην προσπάθεια συγκάλυψης του προβλήματος ο ένας υπουργός άδειαζε τον άλλο και η αλήθεια συσκοτίστηκε. Ο άρτι αποχωρήσας από το κυβερνητικό σχήμα κ. Ταραντίλης είπε ότι ο κ. Λιγνάδης παραιτήθηκε για προσωπικούς λόγους. Η κ. Μενδώνη, η οποία ως αρμόδιος υπουργός ακύρωσε τον διαγωνισμό που είχε προκηρυχθεί για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο, για να προσλάβει τον κ. Λιγνάδη, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι ο τελευταίος εξαπάτησε την κυβέρνηση και ότι πρόκειται για επικίνδυνο άνθρωπο. Παρενέβη η κ. Πελώνη, επισημαίνοντας ότι αυτό θα το κρίνουν τα δικαστήρια και χαρακτηρίζοντας τη δήλωση της υπουργού Πολιτισμού ως άστοχη. Τέλος ο κ. Γεραπετρίτης αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση ζήτησε από τον κ. Λιγνάδη να παραιτηθεί, τραβώντας το χαλί από τα πόδια του κ. Ταραντίλη, ο οποίος πιθανώς να έφυγε από το κυβερνητικό σχήμα γι΄ αυτόν τον λόγο.
Η προσπάθεια κουκουλώματος απέτυχε, βέβαια, παταγωδώς, αλλά δημιούργησε νέα σοβαρά ερωτήματα. Γιατί δεν ανέλαβε κάποιος την πολιτική ευθύνη; Η επιλογή Λιγνάδη ήταν απόφαση της κ. Μενδώνη ή επιβλήθηκε από το Μαξίμου; Αν ευθύνεται η υπουργός, γιατί την κρατάει στη θέση της ο πρωθυπουργός; Ο δημόσιος έπαινος του κ. Μητσοτάκη στην υπουργό του και η απαίτηση από τους άλλους να μην είναι αχάριστοι και να τη στηρίξουν, γιατί ούτε λίγο ούτε πολύ τους έχει εξυπηρετήσει λύνοντας θέματα συναρμοδιότητας των υπουργείων τους, λες και πρόκειται για προσωπικά ρουσφέτια και δεν αποτελεί αυτό ζήτημα καλύτερης λειτουργίας του κράτους, προβληματίζει.
Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης και η παραίτηση, όταν απαιτείται, είναι πράξη γενναιότητας και υγιούς λειτουργίας της δημοκρατίας. Είναι απόδειξη ειλικρίνειας και χαρακτηρίζει υπεύθυνους πολιτικούς. Ο πρωθυπουργός, σε τελική ανάλυση, είναι υπόλογος για τη λειτουργία της κυβέρνησής του και έχει την υποχρέωση, όταν υπάρχουν λάθη, να τα καταλογίζει. Φαίνεται, όμως, ότι κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε τη συγκάλυψη στην υπόθεση του κ. Λιγνάδη και την ίδια στιγμή, λειτουργώντας εκδικητικά, αφήνει έναν απεργό πείνας να αργοπεθαίνει. Αν συμβεί το απευκταίο και χάσει τη ζωή του ο κ. Κουφοντίνας, δε θα αναλάβει και πάλι κανένας καμιά πολιτική ευθύνη. Πολύ δε περισσότερο ο πρωθυπουργός.
Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας