Το διαρκές έγκλημα ενάντια στους συμβασιούχους

2226
τουρκία

Ένα διαρκές έγκλημα είναι σε εξέλιξη ενάντια στην πιο αδύναμη και ευάλωτη κατηγορία εργαζομένων του δημοσίου: τους ελαστικά εργαζόμενους συμβασιούχους. Ένα έγκλημα που αποδεικνύει τον κυνισμό με τον οποίο αλλεπάλληλες κυβερνήσεις εκμεταλλεύτηκαν την αγωνία μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας να μπορέσουν να βρουν εργασία
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, οι κυρίαρχες τάξεις αντιμετώπισαν τον κρατικό μηχανισμό ως μέσο εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους αλλά και ως μέσο οικοδόμησης κοινωνικών συμμαχιών. Η διαχείριση της πρόσβασης στην εργασία στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα ισχυρό πολιτικό εργαλείο. Το ρουσφέτι δεν ήταν μόνο στρέβλωση ως προς έναν ιδεότυπο αξιοκρατίας, ήταν και ένας τρόπος απόσπασης συναίνεσης και οικοδόμησης κοινωνικού μπλοκ γύρω από την κυρίαρχη στρατηγική. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων παραχωρούσαν σε μερίδες των εργατικών, αγροτικών και μικροαστικών τάξεων δυνατότητα εργασίας στο δημόσιο, με την εξασφάλιση που αυτό προσέφερε, όχι όμως με όρους κοινωνικής κατάκτησης αλλά παραχώρησης και εκλογικής συναλλαγής. Στη μετεμφυλιακή περίοδο αυτό πήρε και μια ακόμα πιο έντονη διάσταση απαίτησης ιδεολογικής συμμόρφωσης, όχι μόνο με τη διαδικασία της «ανάνηψης» αλλά και με την πρόσδεση στον έναν ή τον άλλον πολιτευτή ή κομματάρχη.
Στη Μεταπολίτευση η κοινωνική πίεση αυξήθηκε –την ίδια ώρα που οι ανάγκες του ευρύτερου δημόσιου τομέα επεκτείνονταν– και είδαμε ένα νέο κύμα μαζικών διορισμών και επί Ν.Δ. αλλά και επί ΠΑΣΟΚ, όχι πάντα με διαφανείς και αξιοπρεπείς διαδικασίες. Ειδικά στην περίοδο του ΠΑΣΟΚ, αυτό αντανακλούσε –στρεβλά και ηγεμονευόμενα– και μια απαίτηση να δικαιωθούν τα κοινωνικά στρώματα που είχαν αδικηθεί στην προηγούμενη περίοδο.
Εξαίρεση αποτέλεσαν οι κλάδοι όπου το σύστημα διορισμών ήταν ούτως ή άλλως διάφανο και αντικειμενικό, όπως ήταν η εκπαίδευση, με το σύστημα της επετηρίδας. Η απουσία ρουσφετολογικών διορισμών σε αυτούς τους χώρους άφησε εξαρχής ένα χνάρι ιδιαίτερης αξιοπρέπειας και αγωνιστικότητας.
Οι σταδιακές μετατοπίσεις του κυρίαρχου λόγου και της κυρίαρχης στρατηγικής, ιδίως από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 και μετά, όταν η Ελλάδα μπήκε σε μια φάση καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και όπου το αίτημα του «εκσυγχρονισμού» δεν είχε πια το πρόσημο του «προοδευτικού» αλλά διεκδικούσε ουσιαστικά την εισαγωγή νεοφιλελεύθερων πολιτικών, η πίεση ενάντια στο ρουσφέτι έγινε πολύ μεγαλύτερη. Την ίδια περίοδο βλέπουμε να αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των εργαζομένων στο δημόσιο με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, σταδιακά όλο και περισσότερο ορισμένου χρόνου. Για τις αστικές κυβερνήσεις γινόταν ολοένα και πιο βολικό να καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα μέσα από ελαστικές σχέσεις εργασίας, έτσι ώστε να διατηρούν τη δυνατότητα, άμα χρειαστεί, να απαλλαγούν από αυτούς. Στο ίδιο φόντο και με δεδομένη τη μεγάλη πίεση για διορισμό στο δημόσιο άρχισε να προβάλλεται η ανάγκη να εισαχθούν θεσμοί όπως οι διαγωνισμοί και να υπάρξει, υποτίθεται, διαφάνεια στην όλη διαδικασία. Αυτό ήρθε να εξυπηρετήσει η καθιέρωση του ΑΣΕΠ το 1994. Βέβαια, αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι η πρώτη μεγάλη εφαρμογή του νέου τρόπου διορισμού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση με τον διαγωνισμό του 1998 θα οδηγήσει σε μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικές συγκρούσεις στην Ελλάδα, την περίφημη «μάχη του εξεταστικών».
Από τη δεκαετία του 1990, η μετατόπιση του ιδεολογικού μέσου όρου θα βάλει στο στόχαστρο, όπως και σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, την εργασία στο δημόσιο. Είναι η γνωστή ρητορική για τους «τεμπέληδες» δημοσίους υπαλλήλους, το «βόλεμα» της μονιμότητας, την απουσία «παραγωγικότητας» σε αντιδιαστολή προς τον ιδιωτικό τομέα. Η ρητορική αυτή υπέκρυπτε τον κυνισμό μιας ταξικής στρατηγικής. Η απασχόληση στο δημόσιο, με την εργασιακή σταθερότητα που προσέφερε, λειτουργούσε ως ένας συνολικότερος τελεστής στις εργασιακές σχέσεις. Η δυνατότητα απασχόλησης στο δημόσιο, με μονιμότητα, έστω και με χαμηλότερες απολαβές, υποχρέωνε και τον ιδιωτικό τομέα, στις αντίστοιχες ειδικότητες, να πρέπει να προσφέρει αξιοπρεπείς συνθήκες και απολαβές. Επομένως, η ανάγκη μείωσης της απασχόλησης στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά και ο περιορισμός της μόνιμης απασχόλησης στο δημόσιο δεν αποτελούσαν απλώς οικονομικούς υπολογισμούς για τη μείωση του μισθολογικού κόστους· εντάσσονταν και σε μια συνολικότερη ταξική στρατηγική για την τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης σε βάρος της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας.
Την ίδια ώρα, από τη δεκαετία του 1990 και μετά γενικεύεται το φαινόμενο της μαζικής πρόσληψης προσωπικού που κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες με συμβάσεις έργου ή ορισμένου χρόνου, οι οποίες ανανεώνονταν διαρκώς συντηρώντας μια χωρίς προηγούμενο συνθήκη ομηρίας, καθώς σε ολόκληρους κλάδους δεν γίνονταν για πολλά χρόνια μόνιμοι διορισμοί αλλά διαρκείς προσλήψεις συμβασιούχων. Αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις έπαιρνε σχεδόν τραγικές μορφές, εάν αναλογιστούμε ότι οι «συμβασιούχοι της μίας μέρας» του Ιπποδρόμου παρέμειναν σε αυτή την ακραία συνθήκη επισφάλειας για δεκαετίες και μόλις τώρα ολοκληρώνεται η πρόσληψή τους στο δημόσιο με συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Σε αυτό το έδαφος ήταν που γεννιόταν και η διαρκής πίεση για μετατροπή συμβάσεων σε αορίστου ή των συμβάσεων αορίστου σε μόνιμους διορισμούς, που με τη σειρά της αποτελούσε και ένα πολιτικό εργαλείο στα χέρια των κυβερνήσεων για την απόσπαση συναίνεσης. Αυτό οδηγούσε σε διαδοχικά κύματα «μονιμοποιήσεων» που αποτελούσαν ταυτόχρονα κατάκτηση των εργαζομένων απέναντι στην επισφάλεια, αλλά και συντηρούσαν τον μηχανισμό των προσλήψεων από το παράθυρο με την ελπίδα μελλοντικής μονιμοποίησης.
Προφανώς και το ταξικό αίτημα ήταν και παραμένει η κατάργηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας και η κατοχύρωση ενιαίου καθεστώτος μονιμότητας σε όλο το δημόσιο, παράλληλα με μαζικούς διορισμούς με βάση αντικειμενικά και διάφανα συστήματα. Ωστόσο, οι πολιτική προτεραιότητα των κυβερνήσεων ήταν η διατήρηση της ομηρίας και παράλληλα η κατά περιόδους πολιτική εκμετάλλευση της όποιας «λύσης».
Την ίδια στιγμή, γίνεται ένα κρίσιμο θεσμικό πια έγκλημα: η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1998-2001. Στο όλο κλίμα που περιγράφηκε, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος στο άρθρο 103: «Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου».
Η αθλιότητα αυτής της ρύθμισης έγκειται στο ότι ουσιαστικά πηγαίνει το θεσμικό καθεστώς των εργαζομένων στο δημόσιο πιο πίσω και από την εργατική νομοθεσία του 1920, όταν και κατοχυρώθηκαν τα δικαιώματα που προκύπτουν από τη σύμβαση αορίστου χρόνου. Η παραδοχή ότι οι επαναλαμβανόμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου αποτελούν καταχρηστική πρακτική και ότι σε αυτή την περίπτωση επιβάλλεται η αντιμετώπιση της εργασιακής σχέσης ως αορίστου χρόνου αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο της εργατικής νομοθεσίας, τον οποίο ήρθε να παραβιάσει το ίδιο το Σύνταγμα της χώρας!
Η θεσμική αυτή εξέλιξη δεν ανέκοψε την πίεση από τους ελαστικά απασχολούμενους στο δημόσιο. Διαμορφώθηκε μάλιστα ένα πολύ μεγάλο κίνημα συμβασιούχων σε όλο το διάστημα, με πρωτοπόρο ρόλο συνδικαλιστριών και συνδικαλιστών της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ανάμεσα στα άλλα το κίνημα αυτό εκμεταλλεύτηκε και το γεγονός ότι υπήρχε Ευρωπαϊκή Οδηγία που σαφώς επέβαλλε τη μετατροπή των συνεχόμενων συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Ο συνδυασμός ανάμεσα σε πολύ μεγάλες και διαρκείς κινητοποιήσεις και δικαστικές αποφάσεις που δικαίωναν τους εργαζόμενους που κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες οδήγησε τελικά στο ΠΔ 164/2004 («ΠΔ Παυλόπουλου») που επέτρεψε σε χιλιάδες συμβασιούχους να αποκτήσουν επιτέλους σύμβαση αορίστου χρόνου, σε μια από τις μεγαλύτερες νίκες του εργατικού κινήματος ενάντια στην ελαστική εργασία.
Ωστόσο, οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ επιχείρησαν αυτό να αποτελέσει το τελευταίο μεγάλο κύμα μονιμοποιήσεων και να επεκταθούν ακόμα περισσότερο οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Προς τούτο, εκμεταλλεύονταν και το γεγονός ότι ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του έργου που παρήγαγε το δημόσιο και για το οποίο χρειαζόταν επιπλέον προσωπικό αφορούσε έργα χρηματοδοτούμενα από ευρωπαϊκούς πόρους, που είχαν ημερομηνία λήξης. Την ίδια στιγμή, οι διαρκείς μετοχοποιήσεις και ιδιωτικοποιήσεις και η λειτουργία, ούτως ή άλλως, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, είχαν γενικεύσει τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Παράλληλα, μια σειρά νομοθετήματα κυρίως των κυβερνήσεων Σημίτη είχαν κάνει εντός του δημοσίου υποχρεωτική την ανάθεση της καθαριότητας, της φύλαξης και άλλων δραστηριοτήτων σε εργολαβικά συνεργεία, που λειτουργούσαν με συνθήκες πρωτοφανούς εργοδοτικής ασυδοσίας, όπως έδειξε και η δολοφονική επίθεση ενάντια στην Κωνσταντίνα Κούνεβα τον Δεκέμβριο του 2008.
Με τον ερχομό των μνημονίων, η κατάσταση των συμβασιούχων επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο. Η πρόβλεψη για μείωση κατ’ έτος του αριθμού των συμβασιούχων οδήγησε σε χιλιάδες περικοπές θέσεων. Μεγάλο μέρος της μείωσης του συνολικού αριθμού των απασχολούμενων στο δημόσιο προήλθε ουσιαστικά από μαζικές απολύσεις συμβασιούχων. Προφανώς και ένας αριθμός συμβασιούχων διατηρήθηκε αλλά με πολύ πιο ελαστικές σχέσεις εργασίας, είτε μιλάμε για τα ΕΣΠΑ (π.χ. αναπληρωτές στην εκπαίδευση, όπου έχουν σταματήσει ουσιαστικά οι μόνιμοι διορισμοί) είτε, ακόμα χειρότερα, για τα πεντάμηνα αρχικά και οχτάμηνα μετά των «ωφελούμενων» κύρια στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Την ίδια ώρα, πρακτικά οι εκπρόσωποι της τρόικας απαγορεύουν στους περισσότερους κλάδους τους μαζικούς διορισμούς, κάνοντας την καταφυγή σε συμβασιούχους αναγκαστική. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στο πλαίσιο της γενικότερης συνθηκολόγησής της, δεν μπόρεσε να κάνει κάτι διαφορετικό επί της ουσίας και αποδέχτηκε το μνημονιακό πλαίσιο.
Αυτό πήρε ιδιαίτερα δραματική μορφή στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπου χιλιάδες εργαζόμενες/οι στην καθαριότητα κινδύνευαν να πεταχτούν στον δρόμο εάν δεν υπήρχαν παρατάσεις των συμβάσεών τους. Εκεί υπήρξαν και κάτω από την πίεση μαζικών κινητοποιήσεων δύο νομοθετικές παρεμβάσεις που δεν έλυναν μεν το πρόβλημα συνολικά αλλά τουλάχιστον εξασφάλιζαν τη μη απόλυση. Η πρώτη ήταν το άρθρο 16 του Ν.4429/2016, που παρέτεινε όλες τις συμβάσεις μέχρι το τέλος του 2017, και η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 4456/2017, που θεωρούσε σύννομες τις σχετικές δαπάνες για να προσπεραστούν προβλήματα που υπήρχαν.
Τώρα έρχεται το Ελεγκτικό Συνέδριο και με μια απόφασή του που δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουνίου του 2017 κρίνει αντισυνταγματικές τις παρατάσεις και ταυτόχρονα θέτει και ζήτημα για τις μέχρι τώρα πληρωμές των εργαζομένων. Η απόφαση αυτή δεν αντανακλά μόνο τον ιδιότυπο κυνισμό που αναπτύσσεται στις κορυφές του δικαστικού σώματος (όταν φυσικά δεν πρόκειται για τις δικές του απολαβές) – ας θυμηθούμε εδώ την προκλητική νομιμοποίηση των μνημονίων από το ΣτΕ. Αντανακλά και τις πραγματικές συνέπειες της συνταγματικής μεταρρύθμισης του 1998-2001 καθώς προσφέρει το συνταγματικό πρόσχημα για τις απολύσεις συμβασιούχων. Την ίδια ώρα αναδεικνύεται ότι δεν αποτελούν λύση τα διάφορα θεσμικά μπαλώματα που δοκιμάζει η κυβέρνηση, παραμένοντας όμως εντός της μνημονιακής λογικής. Αντίθετα, αυτό που απαιτείται είναι όντως συνολική και οριστική νομοθετική ρύθμιση που να εξασφαλίζει όχι την παράταση της ομηρίας αλλά τη μόνιμη και αξιοπρεπή εργασία των εργαζομένων στην καθαριότητα σε ρήξη με τους μνημονιακούς περιορισμούς και τις δεσμεύσεις τους. Άλλωστε, ακόμη και το Ελεγκτικό Συνέδριο αναγνωρίζει στην απόφασή του ότι πρόκειται για εργαζόμενους που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Οι πρόσφατες δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού Πάνου Σκουρλέτη επιβεβαίωσαν τις καταστροφικές επιπτώσεις αυτών των πολιτικών. Ουσιαστικά παραδέχτηκε ότι αναγκαστικά πάμε για περίπου 6.500 απολύσεις (η ΠΟΕ-ΟΤΑ εκτιμά ότι ο πραγματικός αριθμός θα είναι μεγαλύτερος και θα ξεπεράσει τις 10.000) και ως λύση πρότεινε δίμηνες παρατάσεις κάποιων συμβάσεων και την προοπτική 2.400 μονίμων διορισμών, όταν και εάν γίνουν. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι μαζικές απολύσεις αλλά και το γεγονός ότι αυτή η αποδιάρθρωση των υπηρεσιών καθαριότητας των δήμων θα μεγαλώνει και την πίεση να επεκταθούν πρακτικές ιδιωτικοποίησης αυτών των υπηρεσιών.
Ο αγώνας των εργαζομένων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν είναι ούτε συντεχνιακός ούτε κλαδικός. Είναι κομμάτι μιας μεγάλης μάχης ενάντια στην επέλαση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο και όχι μόνο. Γι’ αυτό και πρέπει να νικήσει. Γι’ αυτό και πρέπει να στηριχτεί από όλες και όλους μας.
*Πηγή: ektosgrammis.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας