Τι κόμμα τελικά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ;

3416

Ταξικές αφετηρίες φυσιογνωμίας των πολιτικών κομμάτων

Η μαρξιστική ανάλυση των πολιτικών σχηματισμών δεν παραμένει στα επιφαινόμενα, δηλαδή απλά στο είδος της πολιτικής που ασκούν, αλλά επιχειρεί να διερευνήσει τις βαθύτερες ταξικές αιτίες που υπαγορεύουν την φυσιογνωμία, τις επιδιώξεις και την πολιτική τους, είτε στο επίπεδο της διακυβέρνησης, είτε σε εκείνο της αντιπολίτευσης. Μ’ αυτή την έννοια είναι εξαιρετικά κρίσιμο για τις δυνάμεις της εργατικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, να διερευνηθούν τα χαρακτηριστικά του σημερινού μνημονιακού κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, έτσι ώστε να απαντηθεί η αιτιολογία του γιατί το κόμμα της ιστορικής ριζοσπαστικής Αριστεράς οδηγήθηκε να μετασχηματισθεί και να λειτουργεί ως φορέας επιβολής νέων μνημονίων, σε σχέση με την μέχρι το 2015 πορεία του ως εκφραστή λαϊκών συμφερόντων και διεκδικήσεων. Αυτή η μετάλλαξη ήταν προϊόν βολονταριστικών αλλαγών («προδοσία – κωλοτούμπα» της ηγετικής του ομάδας), ή υπήρξε το εν ψυχρώ αποτέλεσμα της ίδιας της βαθύτερης ταξικής φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ ;

Και πρώτα από όλα χρειάζεται να απαντηθεί το ερώτημα του τι δεν ήταν και δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι έτσι κλασικό αστικό πολιτικό κόμμα, με την έννοια της λειτουργίας του ως πολιτικού βραχίονα της ελληνικής αστικής τάξης, ανεξάρτητα από το γεγονός της υπαγωγής του στην αστική πολιτική. Η διαφοροποίησή του με την συντηρητική παράταξη είναι σαφής, στο βαθμό που η ΝΔ εκπροσωπεί ευθέως τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της ελληνικής εργοδοσίας και των ανώτερων στρωμάτων των μικροαστικών τάξεων. Μ’ αυτή την έννοια δεν ταυτίζεται με την δεξιά, παρόλη την αντικειμενική σύγκλιση σε βασικές μνημονιακές κατευθύνσεις, καταγγέλλοντάς την ως φορέα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, και τοποθετώντας τον εαυτό του στην αντίπαλη όχθη.

Δεν είναι εξίσου και απέχει πολύ από το να είναι ένα λαϊκό εργατικό κόμμα που αντιπαλεύει τα μνημόνια και αμφισβητεί τους όρους της σύγχρονης αστικής κυριαρχίας σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (οικονομία, εκπαίδευση, πολιτισμό κλπ.), προσβλέποντας στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Πολύ περισσότερο που ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε, και όταν λειτουργούσε ως αντιπολιτευτική δύναμη, δεν είχε τέτοιου είδους χαρακτηριστικά. Ο κόσμος της εργατικής τάξης ήταν ο μεγάλος «ξένος» στην πολιτική υπόσταση του ΣΥΡΙΖΑ : Τα εργατικά στρώματα, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, οι αυτοαπασχολούμενοι κλπ. του έδωσαν την εκλογική τους προτίμηση, ως αντιμνημονιακή δύναμη, σε καμία όμως περίπτωση δεν εντάχθηκαν σ’ αυτόν, εφόσον το ευρύτερο πολιτικό του στίγμα ήταν βαθειά μικροαστικό, και ως εκ τούτου δεν δημιουργούσε όρους οργανικής σχέσης με την εργατική τάξη.

Τέλος, σε καμία περίπτωση αυτός ο πολιτικός σχηματισμός δεν είναι σοσιαλδημοκρατική πολιτική δύναμη, όπως αρέσκονται να τον χαρακτηρίζουν δυνάμεις της Αριστεράς (μια και εγκατέλειψε την αριστερή του φυσιογνωμία), γιατί απουσιάζουν δύο θεμελιώδη στοιχεία που χαρακτήρισαν την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία : Αφενός η οργανική σχέση εκπροσώπησης με τμήματα των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας (με την εξαίρεση μιας μερίδας δημοσίων υπαλλήλων). – Αφετέρου η προβολή και εφαρμογή ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος που να περιλαμβάνει την προάσπιση των δημόσιων επιχειρήσεων, την σχετική αναδιανομή του εισοδήματος, την βελτίωση των μισθολογικών επιπέδων, την ανάπτυξη των κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας. Τίποτε από αυτά δεν χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ καθώς και όλο το ρεύμα της ανανεωτικής Αριστεράς από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.

Η ταξική διαπάλη στις γραμμές της ριζοσπαστικής Αριστεράς

Ο ιστορικός ΣΥΡΙΖΑ, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και μέχρι το καλοκαίρι του 2012 (όταν αναδείχθηκε δηλαδή σε αξιωματική αντιπολίτευση), λειτούργησε ως ένας αντι-νεοφιλελεύθερος σχηματισμός, ανοιχτός στην κοινωνική κίνηση, με ρηξικέλευθα χαρακτηριστικά (κίνημα αποτροπής αναθεώρησης άρθρου 16 του Συντάγματος, κίνημα νεολαίας Δεκέμβρη 2008, τα «15 Σημεία Στόχοι Πάλης του Κινήματος» κλπ.). Με την απαρχή εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής τον Μάϊο του 2010 και την ανάδειξη στο προσκήνιο του πανελλαδικού απεργιακού κινήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε καθαρά αντιμνημονιακά λαϊκά χαρακτηριστικά, σηματοδοτώντας στην κοινωνία και στο εσωτερικό του την ανατολή ενός ρεύματος λαϊκού ριζοσπαστισμού. Όλα αυτά, και με την συνέργεια και επίδραση του κινήματος της πλατείας Συντάγματος, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας , επέφεραν την ευρεία μεταστροφή της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά, πράγμα που αξιοποίησε με επιτυχία ο ΣΥΡΙΖΑ (εκλογές Μαίου και Ιουνίου 2012).

Η αναρρίχηση στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πράγμα που «μύρισε εξουσία», στάθηκε η κορύφωση του προηγούμενου ΣΥΡΙΖΑ του λαϊκού ριζοσπαστισμού, αλλά και η απαρχή μετασχηματισμού στο κόμμα του μικροαστικού εκσυγχρονισμού. Σ’ αυτό το μεταίχμιο πραγματοποιήθηκε η «άλωση» του ΣΥΡΙΖΑ από τις δυνάμεις του ΣΥΝ, που απαρτίζονταν από στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας (πανεπιστημιακοί, μηχανικοί, δικηγόροι, οικονομολόγοι κ.ά.), που κατέστησαν πολιτικά πλειοψηφικές (προεδρικοί, ανανεωτικοί, κίνηση 53+), που ήταν αντίθετα στην φυσιογνωμία του πρότερου ΣΥΡΙΖΑ, αλλά βλέποντας την εκλογική άνοδο προσέτρεξαν να ακροβολισθούν εν όψει της διαφαινόμενης εξουσίας. Από την άλλη πλευρά αυτό το ρεύμα του μικροαστικού εκσυγχρονισμού, ήταν εκείνο που διακρίνονταν και επέβαλε τον εκλογικισμό, τον κυβερνητισμό και τον κοινοβουλευτισμό, που παραγκώνιζε ολοσχερώς το λαϊκό εργατικό κίνημα. Οι δυνάμεις του ρεύματος του λαϊκού ριζοσπαστισμού (Αριστερή Πλατφόρμα κλπ.) δεν κατόρθωσαν να αντιδράσουν, ή δεν είχαν συνείδηση των εξελίξεων που δρομολογούνταν.

Μ’ αυτή την έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ από το μεταίχμιο του Ιουνίου 2012 και μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, μετασχηματίζονταν από κόμμα του λαϊκού ριζοσπαστισμού, με αντιμνημονιακά και εν δυνάμει αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, σε σχηματισμό του μικροαστικού εκσυγχρονισμού, ενώ η εκλογική απήχηση που είχε επιτύχει το ρεύμα του λαϊκού ριζοσπαστισμού διατηρήθηκε (λόγω των λαϊκών προσδοκιών), σηματοδοτώντας εφεξής έναν πολιτικό σχηματισμό λαϊκής εργατικής εκπροσώπησης και ταυτόχρονα μικροαστικής εκσυγχρονιστικής ηγεμονίας. Επρόκειτο για το ιστορικό ρεύμα της «ανανέωσης» που σηματοδοτήθηκε από το ΚΚΕ εσωτερικού, την Ελληνική Αριστερά, την οικουμενική συγκυβέρνηση του 1989, τον μετέπειτα Συνασπισμό.

Στη νεοελληνική μεταπολιτευτική κοινωνική εξέλιξη, ένα σημαντικό μέρος των νέων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας, δεν ενσωματώνονταν στη δεξιά πολιτική (λόγω του αυταρχικού και αντιλαϊκού της χαρακτήρα), ούτε στην ελληνική σοσιαλδημοκρατία (λόγω του λαϊκού εργατικού της χαρακτήρα), και έτσι επιδίωκαν να διαδραματίσουν έναν αυτοτελή εκσυγχρονιστικό πολιτικό ρόλο, κυρίως ως «συμπλήρωμα» της αστικής πολιτικής (κλασικό παράδειγμα οι κυβερνήσεις συνεργασίας του 1989). Αυτές οι δυνάμεις ήταν κυρίαρχες στο ΚΚΕ εσωτερικού και στην ΕΑΡ, αλλά είχαν και σημαντική παρουσία εντός των πλαισίων του ΚΚΕ, πράγμα που συνέβαλε στη δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού (ΚΚΕ – ΕΑΡ) της αναπτυξιολογίας, του εκσυγχρονισμού και της συναίνεσης.

Η χρυσή ιστορική ευκαιρία γι’ αυτές τις δυνάμεις ήρθε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την δράση του λαϊκού ριζοσπαστικού ρεύματος, κατέλαβε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ήταν ο προθάλαμος για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας. Ήταν η ευκαιρία για τα τμήματα αυτά της μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας, που έγιναν κυρίαρχα στον ΣΥΡΙΖΑ, να πραγματώσουν τον ρόλο που επί δεκαετίες ονειρεύονταν, και στον οποίο συστηματικά ασκούνταν : Να επιδείξουν την κυβερνητική «ευθύνη» της Αριστεράς, να βάλουν την εκσυγχρονιστική τους πινελιά στην καπιταλιστική ανάπτυξη, να διαμορφώσουν ευρείες συναινέσεις (συνεχείς επικλήσεις του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ προς τις άλλες αστικές δυνάμεις στο δρόμο της παλιάς λογικής της ΕΑΔΕ), να καταδείξουν την χρησιμότητά τους προς την αστική τάξη, να εγγράψουν τον «ορθολογισμό» στην άσκηση της αστικής πολιτικής.

Η επικράτηση των δυνάμεων του μικροαστικού εκσυγχρονισμού επέφερε όπως ήταν φυσικό τον παραγκωνισμό του ρεύματος του λαϊκού ριζοσπαστισμού και την υπόκλιση στις κατευθύνσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης (παραγωγική ανασυγκρότηση, εγκατάλειψη της πολιτικής αναδιανομής του εισοδήματος κλπ.). Αυτή η υπαγωγή του ΣΥΡΙΖΑ στο διάστημα Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015 στα κυρίαρχα αστικά συμφέροντα, για τα οποία ο μικροαστισμός αποτελεί ένα ομοειδές υποσύνολο, επόμενο ήταν να βαρύνει καθοριστικά στις εξελίξεις που ακολούθησαν μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων (Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2015). Η μνημονιακή μετάλλαξη δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά ήταν η άμεση συνέπεια της επικράτησης της αστικής πολιτικής : Η γονυκλισία στις υπαγορεύσεις των θεσμών της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης (εφαρμοστικοί νόμοι των μνημονίων, συνεχής αποπληρωμή των δόσεων του χρέους με ταυτόχρονη περικοπή των κοινωνικών δαπανών, συνεχής επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων, αποδεκατισμός του ασφαλιστικού συστήματος κλπ.) ήταν απότοκος της υπαγωγής στα ελληνικά αστικά συμφέροντα. Τα μνημόνια δεν είναι το αποτέλεσμα των αφόρητων πιέσεων των δανειστών στη χώρα, αλλά απεναντίας είναι η επιδίωξη και το αποτέλεσμα της κυριαρχίας των αστικών επιδιώξεων στον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ.

Κυρίαρχη διάσταση: πριμοδότηση των αστικών συμφερόντων

Προκύπτει έτσι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κανένα είδος γνωστού πολιτικού προτύπου (σοσιαλδημοκρατικού, αστικού ή αριστερού), αλλά για μια ιδιότυπη πολιτική υπόσταση, που στηρίχθηκε στην ψήφο της λαϊκής πλειονότητας, αλλά εξυπηρετεί τις επιδιώξεις της αστικής τάξης, επιχειρώντας ταυτόχρονα ορισμένους εκσυγχρονισμούς (που και αυτοί ακόμη καρκινοβατούν), φροντίζοντας ωστόσο να καλλιεργεί ένα προοδευτικό και αριστερό προσωπείο, αναγκαίο για την όποια συγκράτηση των λαϊκών εκλογικών του ερεισμάτων. Εάν βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωνε και την καπιταλιστική ανάπτυξη να προωθήσει, και στοιχειώδεις λαϊκές ανάγκες να καλύψει, τότε πραγματικά θα μπορούσε να έχει ισχύ, και να επιτελεί τον ρόλο ενός είδους σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Εντούτοις αυτό δεν είναι εφικτό για δύο προφανείς λόγους : Η ανάκαμψη του επιχειρηματικού κεφαλαίου και της κερδοφορίας του προϋποθέτει και απαιτεί τη μονιμοποίηση των μνημονιακών μέτρων, που είναι απαράβατος όρος για τη σταθεροποίηση και παραπέρα άνοδο της καπιταλιστικής κερδοφορίας. – Από την άλλη έτσι επιτείνεται η εξαθλίωση και δυσπραγία της κοινωνικής πλειονότητας, που όχι μόνον δεν βλέπει την εφαρμογή μέτρων φιλολαϊκού χαρακτήρα, αλλά βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπη με εισοδηματικές μειώσεις και φορολογικές επιβαρύνσεις.

Άρα ο ΣΥΡΙΖΑ μπατάρει μονόπατα στην εξυπηρέτηση της αστικής πολιτικής στο ελληνικό και ευρωπαϊκό πεδίο, και γι’ αυτό η πολιτική του υπόσταση είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά εύθραυστη και επισφαλής. Πρόκειται για μια κυβερνητική εξουσία που δεν έχει κοινωνικά στρώματα στα οποία να μπορεί να βασιστεί, με την εξαίρεση του περιορισμένου μεγέθους των μικροαστικών δυνάμεων της διανοητικής εργασίας : Είναι «ξένος» προς την εργατική τάξη, με την οποία η ανανεωτική Αριστερά ποτέ δεν είχε σχέσεις, μακριά από τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα της εκτελεστικής εργασίας, σε απόσταση από τις διαβαθμίσεις της αστικής τάξης, της οποίας τα συμφέροντα εξυπηρετεί, χωρίς όμως να αποτελεί το έμπιστο και γνήσιο τέκνο της, που παραμένει η συντηρητική παράταξη.

Διατηρείται έτσι «αδιατάρακτα» στην διακυβέρνηση της χώρας, για τρεις συγκεκριμένους λόγους, παρά τον εκφυλισμένο του χαρακτήρα : Κατά πρώτο επειδή οι αστικές δυνάμεις βρίσκουν στον ΣΥΡΙΖΑ την πολιτική δύναμη που προάγει τα συμφέροντά τους, κατορθώνοντας ταυτόχρονα προς ώρας να εξουδετερώνει τις δυνητικές κοινωνικές αντιστάσεις. – Κατά δεύτερο, εξ αιτίας της ιστορικής παρακμής του εργατικού κινήματος στην πλειοψηφική ιδιωτική οικονομία, που παρόλες τις συνεχείς προκλήσεις αδυνατεί να απαντήσει αποτελεσματικά. – Κατά τρίτο επειδή έχει απέναντί του μια ΝΔ που είναι παραδομένη ψυχή και σώματι στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό (κατάργηση φορολογίας επιχειρήσεων, ιδιωτικοποιήσεις σε όλα τα επίπεδα, συρρίκνωση του τομέα των δημόσιων υπηρεσιών κ.ά.), πράγμα που λειτουργεί απωθητικά για τα εργατικά λαϊκά στρώματα. Ακόμη και τους αστικούς εκσυγχρονισμούς που διακαώς επιθυμούσε να υλοποιήσει, για να δικαιώσει εν μέρει την ύπαρξή του (σχέσεις με την εκκλησία, αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, αποκατάσταση της νομιμότητας στα ΜΜΕ κλπ.), αδυνατεί να τους προωθήσει.

Αν οι δύο από τους τρεις αυτούς παράγοντες (στήριξη των αστικών δυνάμεων στις κυβερνητικές του πρακτικές, βαθειά αντιλαϊκός χαρακτήρας των προσανατολισμών της συντηρητικής παράταξης) είναι ανεξάρτητοι από την παρέμβαση των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων, ωστόσο ο τρίτος παράγοντας (κινητοποίηση ή αδράνεια του λαϊκού παράγοντα) αντιπροσωπεύει το προνομιακό πεδίο παρέμβασης της Αριστεράς. Το κρίσιμο και καθοριστικό είναι η επικέντρωση της αριστερής κριτικής στην κυβερνητική υπηρέτηση των αστικών συμφερόντων, που αυτή προκαλεί την εφαρμογή των μνημονίων, της επιτροπείας κλπ., επειδή ο μικροαστικός εκσυγχρονισμός είναι η αποτελεσματικότερη θεραπαινίδα της αστικής πολιτικής. Αυτή αντί της εκτροπής σε κατευθύνσεις μονοδιάστατης ανάδειξης των όρων της ευρωπαϊκής τοκογλυφικής επιβολής, που αφήνει στο απυρόβλητο τον ελληνικό καπιταλισμό και τα πολιτικά του ενεργούμενα. Και από την άλλη πλευρά, δεν αρκεί να ασκούμε αυτή την κριτική, να αποκαλύπτουμε τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της μικροαστικής διακυβέρνησης, και από εκεί και πέρα να μεταθέτουμε την επίλυση των ζητημάτων στο όταν η Αριστερά αναδειχθεί στη διακυβέρνηση ή όταν έρθει στο προσκήνιο η εργατική εξουσία. Η λειτουργία της Αριστεράς ως άμεσου οργανωτή των λαϊκών δυνάμεων σε μια κατεύθυνση αντιμνημονιακού χαρακτήρα και αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού, είναι η μόνη που μπορεί να αφαιρέσει το έδαφος κάτω από τα πόδια του ΣΥΡΙΖΑ, να μεταστρέψει προς τα αριστερά το εκλογικό του ακροατήριο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας