Σε θρίλερ για γερά νεύρα και σε βαθιά πολιτική κρίση των ΗΠΑ εξελίσσεται η υπόθεση της παραπομπής σε δίκη με βαριές κατηγορίες του Αμερικανού προέδρου, Ντ. Τραμπ, πράγμα που αν συμβεί τον οδηγεί σε καθαίρεση από το αξίωμά του.
Ως γνωστόν οι Δημοκρατικοί κατηγορούν τον πρόεδρο Τραμπ ότι παρενέβη στον Ουκρανό πρόεδρο Βολ. Ζελένσκι ώστε να διερευνηθεί εξονυχιστικά ο γιός του Τζο Μπαΐντεν, αντιπάλου του για το προεδρικό αξίωμα από τους Δημοκρατικούς, για παράνομες δραστηριότητες του σε Ουκρανική εταιρεία που εργαζόταν.
Η κίνηση των Δημοκρατικών για να αποπεμφθεί ο Τραμπ πρέπει να ψηφιστεί και από τα δύο σώματα του Κογκρέσου και την Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου οι Δημοκρατικοί έχουν την πλειοψηφία, αλλά και από την Γερουσία, η οποία επειδή είναι ρεπουμπλικανική θα πρέπει για να αποπεμφθεί ο πρόεδρος να “λιποτακτήσουν” ρεπουμπλικάνοι βουλευτές και να ψηφίσουν εναντίον του.
Το ερώτημα που αιωρείται είναι γιατί οι Δημοκρατικοί αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μιά τόσο μεγάλης κλίμακας ρηκτική κίνηση και να επιζητήσουν με τόσο πάθος, την αποπομπή του προέδρου των ΗΠΑ, αγνοώντας τις τρομακτικές συνέπειες που μιά τέτοια κίνηση τους και ιδιαίτερα η τυχόν αποπομπή του θα έχει στο πολιτικό σκηνικό και τα εν γένει συμφέροντα των ΗΠΑ;
Άραγε τα κίνητρα των Δημοκρατικών ήταν μόνο ηθικού χαρακτήρα και αφετηρία τους η προάσπιση του κύρους της εγχώριας πολιτικής από παρεμβάσεις τρίτων χωρών;
Το κίνητρο των Δημοκρατικών ήταν μόνο το πάθος τους για εξουσία;
Ή μήπως η φόρτιση τους εκκινούσε απλώς από μιά διάθεση προστασίας της παράταξης τους και της καλής φήμης του υποψηφίου τους;
Σίγουρα όλα τα παραπάνω, με μιά δύσκολα εντοπιζόμενη δοσολογία, έπαιξαν ρόλο ή τουλάχιστον χρησιμεύουν ως λίγο-πολύ πειστικά δημόσια επιχειρήματα.
Είναι, όμως, μόνο αυτά αρκετά για να δικαιολογήσουν μιά κίνηση από τους Δημοκρατικούς τόσο σεισμική στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ;
Είναι σχεδόν βέβαιον πως αν οι Δημοκρατικοί δεν είχαν ένα πολύ σοβαρό, απολύτως κρίσιμο για την λογική τους, πολιτικό λόγο, πολύ δύσκολα θα κατέφευγαν σε πρόταση αποπομπής του προέδρου.
Και αυτός ο κρίσιμος πολιτικός λόγος που προκαλεί στρατηγικό αγεφύρωτο χάσμα των Δημοκρατικών με τον Τράμπ, μάλλον είναι κάτι πολύ παραπάνω από τον υπερσυντηρητισμό του Τραμπ, από την υπερσυντηρητική και ακραία πολιτική του σε όλους τους τομείς και την παθογενή υποστήριξη του στους υπερπλούσιους των ΗΠΑ και τα προνόμια τους.
Έχω την αίσθηση ότι αυτό που περισσότερο ενοχλεί τους Δημοκρατικούς στον Τράμπ, είναι το γεγονός ότι με τις εμπορικές απειλές του σε Ε.Ε και Κίνα και την καταφυγή του σε μέτρα εμπορικού πολέμου προς ανταγωνιστικές χώρες (βλ. Κίνα κλπ), μοιάζει έτοιμος να θρυμματίσει την στρατηγική της “αγοραίας παγκοσμιοποίησης“, η οποία έχει γίνει σήμα κατατεθέν της “νέας εποχής” των πιο διεθνοποιημένων μερίδων του κεφαλαίου και δη του χρηματιστικού, αναβιώνοντας ένα είδος νέου “προστατευτισμού“.
Έχω τη αίσθηση, ότι ένα, επίσης, βασικό θέμα που ενοχλεί τους Δημοκρατικούς είναι η “ρήξη” την οποία επέφερε ο Τραμπ στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Γερμανική Ευρώπη, διασπώντας για πρώτη φορά μεταπολεμικά την Δύση, κάτι που εκδηλώθηκε έντονα με την ανοικτή υποστήριξή του Τραμπ στο Brexit και στον Μπ. Τζόνσον. Όπως μπορεί και να ενόχλησαν σφόδρα τους Δημοκρατικούς και οι περίεργες υπόγειες διαδρομές, αν και γεμάτες από αντιφάσεις, ανάμερα στις ΗΠΑ του Τραμπ και τη Ρωσία του Πούτιν.
Όπως και να έχει, πάντως, η υπόθεση, είναι βέβαιο ότι η έκβαση της κρίσιμης διαμάχης Τραμπ και Δημοκρατικών δεν θα επηρεάσει βαθιά μόνο την πορεία των ΗΠΑ, αλλά και την στρατηγική πορεία, την εικόνα, τον προσανατολισμό, τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις του σύγχρονου διεθνούς καπιταλισμού σε μιά εποχή βαθύτατης κρίσης του και σε μιά περίοδο που βιώνει σκληρές παρακμιακές καταστάσεις σε όλους τους τομείς.
Το τραγικό για τον πλανήτη και τους λαούς, είναι ότι την ίδια ώρα δεν βρίσκεται στο προσκήνιο μιά αξιόπιστη και σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά, η οποία έχει πραγματικά βγάλει συμπεράσματα από το παρελθόν και δεν ανακυκλώνει αποτυχημένες συνταγές και δόγματα, ικανή να αντιπαραθέσει ένα βιώσιμο μεταβατικό εναλλακτικό πρόγραμμα που θα αναπτερώσει ελπίδες, θα συνεγείρει και θα ανοίξει νέους προοδευτικούς ορίζοντες σε επί μέρους χώρες, σε ηπείρους και στον κόσμο.
Αυτό είναι το μέγα αίτημα της εποχής μας.
Γιώργος Αρτινός