Οι νέοι και οι νέες που ωρίμασαν κοινωνικά και πολιτικά στα δύσκολα χρόνια της τριπλής Κατοχής, είναι, ίσως, η πιο αδικημένη γενιά του τόπου. Σφραγίστηκε από τις συνέπειες της συμμετοχής της στον αντιφασιστικό αγώνα με τον πιο σκληρό τρόπο, διότι τα χρόνια που ακολούθησαν δεν οδήγησαν στην αποκατάσταση των ονείρων της, αλλά υπήρξαν για αυτήν ένας πολιτικός εφιάλτης. Αξίζει να ενθυμούμαστε αυτή τη γενιά σε κάθε ευκαιρία, είναι η γενιά των γονιών μας, η γενιά των παππούδων μας. Είναι ένα σημαντικό σημείο αναφοράς και προσανατολισμού για όλους μας μέσα στα χρόνια της κρίσης. Ο ελληνικός λαός έχει περάσει πολύ χειρότερα πράγματα στο παρελθόν, αλλά δεν άφησε να τον ταπεινώσουν και να του ακυρώσουν την αξιοπρέπειά του. Λιμοκτόνησε, θυσιάστηκε σε ολοκαυτώματα, αλλά δεν υπέκυψε: Δίστομο, Καλάβρυτα, Κάνδανος, Λυγκιάδες, Κατράνιτσα, Κερδύλλια κ.α. Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύεται με αφορμή τον φετινό εορτασμό της επετείου του “ΟΧΙ”, ως φόρος τιμής για τη σπουδάζουσα νεολαία της κατοχικής περιόδου, που αψήφησε τη βία του κατακτητή, κρατώντας ψηλά το λάβαρο της εθνικής αξιοπρέπειας. Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο με τις αναμνήσεις ενός πρωταγωνιστή των γεγονότων, του Γιώργου Καφταντζή.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Θεσσαλονίκη οι φοιτητές είχαν επιλέξει τις εθνικές επετείους ως ημέρες για να εκδηλώνουν την αντίθεσής τους στο κατοχικό καθεστώς και να υπενθυμίζουν στους Θεσσαλονικείς το φρόνημα της σπουδάζουσας νεολαίας της εποχής. Η σημειολογία του συγκεκριμένου τρόπου αντίδρασης και αντίστασης έχει καταγραφή σε διάφορες αφηγήσεις πρωταγωνιστών των συγκεκριμένων δράσεων.
Ο Γιώργος Καφταντζής μνημονεύει εκτενώς τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου του 1943. Περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την πορεία των φοιτητών της Θεσσαλονίκης μετά τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία της Αχειροποιήτου. Οι φοιτητές συντεταγμένοι σε πορεία ανά τετράδες κατηφόρισαν από την οδό Αγίας Σοφίας μέχρι κάτω στην παραλιακή οδό Νίκης και από εκεί κατευθύνθηκαν προς το Λευκό Πύργο, “κάτω από το θόρυβο ενός τανκ που περιπολούσε και το άγριο βλέμμα της Φελντ Τζενταρμερί”. [Γιώργος Καφταντζής, Το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στον καιρό της Κατοχής, σ. 136, Θεσσαλονίκη, 1998]
Στο άγαλμα του Βότση οι φοιτητές δημιούργησαν κύκλο, κατέθεσαν στεφάνι και ένας από αυτούς έκανε μια σύντομη προσφώνηση, στη συνέχεια όλοι μαζί έψαλλαν τον “εθνικό ύμνο, ενώ οι χωροφύλακες που στάλθηκαν να διαλύσουν τους φοιτητές, >χαιρετούσαν σε στάση προσοχής<”. [Γ. Καφταντζής, σ. 138] Από το άγαλμα του Βότση οι φοιτητές ανηφόρισαν προς τα πάνω και στην οδό Πολωνίας (σήμερα Αλεξάνδρου Σβώλου) τα τραγούδια τους έβγαλαν στο μπαλκόνι του σπιτιού του τον καθηγητή του ΑΠΘ Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, ο οποίος “δεν μπορούσε να μιλήσει από συγκίνηση, μόνο χαιρετούσε δακρυσμένος. Και σε μια στιγμή φέρνει την κρυμμένη ελληνική σημαία του σπιτιού του” και την πέταξε στους φοιτητές. Εκείνοι την πήραν, γονάτισαν και έψαλαν τον εθνικό ύμνο και μετά ξεκίνησαν για να τυλίξουν με τη σημαία αυτή το άγαλμα του Καρατάσου, το οποίο βρίσκεται απέναντι από το Πανεπιστήμιο. [Γ. Καφταντζής, σ. 138 κ.ε.]
Την πορεία ακολουθούσαν Γερμανοί μοτοσικλετιστές και στην πλατεία Σιντριβανίου – στο Γ΄ γυμνάσιο θηλέων, στρατωνίζονταν κατοχικά στρατεύματα- έγιναν συλλήψεις κάποιων φοιτητών. Ο όγκος των διαδηλωτών επέστρεψε και ζητούσε την απελευθέρωση των συναδέλφων τους. Τελικώς, εξαιτίας της επιμονής τους αφέθησαν ελεύθεροι οι συλληφθέντες. Μετά τη στέψη του αγάλματος του αγωνιστή της Εθνικής Επαναστάσεως του 1821 με τη σημαία του καθηγητή Χαράλαμπου Θεοδωρίδη και την απελευθέρωση των συντρόφων τους οι φοιτητές ενθαρρυμένοι συνέχισαν την πορεία τους προς το Διοικητήριο.
Την επόμενη χρονιά επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό. Οι φοιτητές μετά την κατάθεση στεφανιού στην προτομή του ναυάρχου Βότση μετέβησαν στο άγαλμα του Καρατάσου, το οποίο στεφάνωσαν. Ένας μοίραρχος τους παρακάλεσε να διαλυθούν αλλά αυτοί δεν εισάκουσαν τις παραινέσεις του, ενώ από την απέναντι μεριά του κτιρίου της Φιλοσοφικής οι Γερμανοί έριξαν μερικές πιστολιές. Οι φοιτητές και όσοι τους συνόδευαν κατευθύνθηκαν προς τον Άγιο Δημήτριο, όπου στην αυλή του ναού τραγούδησαν το “πέσατε θύματα αδέλφια εσείς” και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο Διοικητήριο, όπου έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο και διαλύθηκαν αφού δέχτηκαν επίθεση και έγιναν συλλήψεις. [Βλ. το κεφάλαιο “Εθνικές γιορτές” στο βιβλίο του Γιώργου Καφταντζή, Το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στον καιρό της Κατοχής].
Υ.Γ. Μετέφρασα ένα βιβλίο του Γερμανού ιστορικού Karl Heinz Roth (η γερμανική εκδοχή του κυκλοφόρησε το 2017) και η προσπάθεια βρίσκεται στο τελικό της στάδιο, μιας και το κείμενο πέρασε στα “χέρια” των φιλολόγων. Αμέσως μετά θα πάρει την άγουσα για το τυπογραφείο. Ευελπιστώ, το ίδιο και ο συγγραφέας και οι εκδότες, να δοθεί νέα ώθηση στην ενδοελληνική συζήτηση για το δίκαιο και βάσιμο αίτημα της χώρας μας για επανορθώσεις από την πλευρά της Ο.Δ. Γερμανίας, νόμιμου κληρονόμου του χιτλερικού καθεστώτος.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»
και της δημοτικής κίνησης Θεσσαλονίκης “Υψίπολις”