Τηλεργασία και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων

465
Τηλεργασία και απορρύθμιση

Η πανδημία επιτάχυνε τους ρυθμούς επέκτασης μορφών εργασιακών καθεστώτων που ήδη είχαν αρχίσει να κυριαρχούν στις αγορές εργασίας δεκαετίες πριν, στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων μετασχηματισμών. Η κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων δογμάτων περί ανταγωνιστικότητας και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, αλλά και οι πολιτικές «έκτακτης ανάγκης» για την αντιμετώπιση της κρίσης του 2008 και της κρίσης της πανδημίας, αμφισβήτησαν σε βάθος το μεταπολεμικό μοντέλο εργασιακών σχέσεων όσον αφορά τις συνθήκες, τον χρόνο και την αμοιβή της εργασίας δηλ. τη παραδοσιακή τυπική σχέση εξαρτημένης εργασίας, πλήρους και σταθερού ωραρίου, αορίστου χρόνου διάρκειας. Το δόγμα της ανταγωνιστικότητας προέταξε την ανάγκη διαρκούς αναδιοργάνωσης της διαδικασίας παραγωγής των αγαθών και υπηρεσιών και των προϊόντων και προέβαλε την απαίτηση για διαρκή κινητικότητα και «προσαρµογή» του εργατικού δυναμικού στις συνεχώς µεταβαλλόµενες ανάγκες των επιχειρήσεων.

 

Παρά τις επικλήσεις στα πλεονεκτήματα της τηλεργασίας (απελευθέρωση ελεύθερου χρόνου εργασίας από το «κέρδος» του χρόνου μετάβασης και επιστροφής προς και από τον τόπο εργασίας, περιβαλλοντικό κέρδος και συμφιλίωση της εργασιακής και ιδιωτικής ζωής), ο κίνδυνος να «σβήσει η διαφορά ανάμεσα στον χρόνο εργασίας και τον προσωπικό χρόνο» είναι υπαρκτός, τονίζει ακόμη και ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας. Η ρευστοποίηση του χώρου και του χρόνου εργασίας επέρχεται γιατί γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του εργασιακού και προσωπικού χώρου.

 

‘Έξω από τo αυστηρό πλαίσιο έναρξης και λήξης του τυπικού ωραρίου, η επιχειρούμενη αναδιάταξη του χρόνου εργασίας με στόχο να περιοριστεί το «χάσιμο χρόνου», η επέκταση του εργάσιμου χρόνου εργασίας σε βάρος του ελεύθερου χρόνου, η ρευστοποίηση της εργασιακής και ιδιωτικής ζωής, αποτελεί για πολλές και πολλούς εργαζόμενες και εργαζόμενες πραγματικότητα. Ειδικότερα στις περιπτώσεις της διαρκούς εργασιακής διαθεσιμότητας που ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα ψηφιακού ελέγχου των εργαζομένων, και πέραν του τυπικού ωραρίου, αποδιοργανώνεται πλήρως η ιδιωτική ζωή των εργαζομένων.

 

η εργασία μπορεί να παρασχεθεί από τους εργαζόμενους εξ αποστάσεως, υποχρεωτικά σε ποσοστό 50% επί του συνολικού αριθμού των εργαζομένων που μπορούν να απασχοληθούν με το σύστημα αυτό. Η απάλειψη της συναίνεσης των εργαζομένων και η απουσία αναφοράς στην υποχρέωση των εργοδοτών να καλύπτουν τις δαπάνες του τεχνολογικού εξοπλισμού για την εφαρμογή του καθεστώτος της τηλεργασίας, οδήγησε στην απίσχναση της ισχύος και της αμοιβής της εργασίας, καταδεικνύοντας την ταξικότητα του μέτρου. Η περαιτέρω ενίσχυση της εξουσίας των εργοδοτών, στο όνομα της προστασίας της δημόσιας υγείας, ήρθε για να μείνει.

 

[…] η αναδιοργάνωση του χώρου και του χρόνου εργασίας δεν είναι αυτόματη συνεπαγωγή της τεχνολογικής καινοτομίας, του «ευφυούς κεφαλαίου», άλλα έκβαση της κοινωνικής σύγκρουσης, της ταξικής πάλης. Παρά τους πηχυαίους τίτλους για το «τέλος» της εργασίας, το «τέλος» του γραφείου, τα προτάγματα παραμένουν. Να υπερασπιστούμε και ανακαταλάβουμε τον ελεύθερο χρόνο, να μιλήσουμε για τη μείωση του χρόνου εργασίας. Να θέσουμε την τεχνολογία στην υπηρεσία των εργαζόμενων τάξεων.

 

Στο γενικό αυτό πλαίσιο, με αφορμή την πανδημία, η τηλεργασία επεκτάθηκε και προβλήθηκε ως η πλέον κατάλληλη μορφή εργασίας για την προστασία της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων αλλά και για την προστασία της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, η τηλεργασία δεν είναι καινούργιο καθεστώς εργασίας, καθώς εμφανίστηκε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές του 1980. Πρόκειται για μορφή «ευέλικτης» εργασίας, εξαρτημένης ή όχι, αορίστου ή ορισμένου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης˙ παρέχεται από απόσταση, με την εκτεταμένη χρήση τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού και υπηρεσιών. Έδρα της είναι το σπίτι, ή παρέχεται εν κινήσει[1] ή από χώρους ειδικά διαμορφωμένους για την τεχνολογική υποστήριξή της όπως τα τηλεχωριά[2] ή τα τηλεκέντρα[3]. Παρέχεται επίσης και διασυνοριακά, όπως στην περίπτωση της εκτός συνόρων τηλεργασίας.[4]

 

Πριν την πανδημία, η τηλεργασία είχε περιορισμένη εφαρμογή˙ το 2019, περίπου 260 εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονταν στο σπίτι τους, δηλαδή περίπου το 7,9% του εργαζόμενου πληθυσμού.[5] Στις χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος, αναφέρει Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ΔΟΕ – ILO), ουσιαστικά όλες/οι οι εργαζόμενες/οι από το σπίτι (σε μεγαλύτερο ποσοστό οι γυναίκες) εργάζονται ανεπίσημα ως αυτο-απασχολούμενες και αυτο-απασχολούμενοι, εν αντιθέσει με τις πλούσιες χώρες, όπου η πλειονότητα των τηλεργαζόμενων είναι μισθωτοί. Στην Ευρωπαϊκή ‘Ένωση η τηλεργασία, σε σταθερή ή περιστασιακή βάση, επεκτείνεται σταθερά πριν την πανδημία. Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η τηλεργασία δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλους τους κλάδους, όπως για παράδειγμα στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα ή σε επαγγέλματα που έχουν σχέση με την γραμμή παραγωγής. Εφαρμόζεται κυρίως σε επαγγέλματα του τομέα των υπηρεσιών, σε επαγγέλματα γραφείου, με μεγαλύτερο ποσοστό στους αυτο-απασχολούμενος σε σχέση με την μισθωτή εξαρτημένη εργασία. Η πανδημία αύξησε το ποσοστό των εργαζομένων που εντάχθηκαν σε καθεστώς τηλεργασίας κυρίως στις Σκανδιναβικές χώρες και τις χώρες της Benelux.[6]

 

 

 

Στην ιστορία της αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων, για τον τεχνίτη-μάστορα, τον ανειδίκευτο μετανάστη-εργάτη και μετανάστρια -εργάτρια, τον εργαζόμενο και την εργαζόμενη της γραμμής παραγωγής, την εργαζόμενη και τον εργαζόμενο των υπηρεσιών, ο χρόνος και ο τόπος αποτελούν βασικές «συντεταγμένες» της οργάνωσης της εργασίας. Ωστόσο, η τηλεργασία ως μορφή εργασίας, παρεχόμενη μακριά από τον συνήθη τόπο εργασίας, μηδενίζει την απόσταση μεταξύ του οίκου και του χώρου εργασίας, και σε συνδυασμό με πολλές άλλες προϋπάρχουσες «ευελιξίες», κινείται στο πλαίσιο της απορρύθμισης των όρων και συνθηκών εργασίας.

 

Παρά τις επικλήσεις στα πλεονεκτήματα της τηλεργασίας (απελευθέρωση ελεύθερου χρόνου εργασίας από το «κέρδος» του χρόνου μετάβασης και επιστροφής προς και από τον τόπο εργασίας, περιβαλλοντικό κέρδος και συμφιλίωση της εργασιακής και ιδιωτικής ζωής), ο κίνδυνος να «σβήσει η διαφορά ανάμεσα στον χρόνο εργασίας και τον προσωπικό χρόνο» είναι υπαρκτός, τονίζει ακόμη και ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας. Η ρευστοποίηση του χώρου και του χρόνου εργασίας επέρχεται γιατί γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του εργασιακού και προσωπικού χώρου. ‘Έξω από τo αυστηρό πλαίσιο έναρξης και λήξης του τυπικού ωραρίου, η επιχειρούμενη αναδιάταξη του χρόνου εργασίας με στόχο να περιοριστεί το «χάσιμο χρόνου», η επέκταση του εργάσιμου χρόνου εργασίας σε βάρος του ελεύθερου χρόνου, η ρευστοποίηση της εργασιακής και ιδιωτικής ζωής, αποτελεί για πολλές και πολλούς εργαζόμενες και εργαζόμενες πραγματικότητα. Ειδικότερα στις περιπτώσεις της διαρκούς εργασιακής διαθεσιμότητας που ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα ψηφιακού ελέγχου των εργαζομένων, και πέραν του τυπικού ωραρίου, αποδιοργανώνεται πλήρως η ιδιωτική ζωή των εργαζομένων.

 

Με μονομερή απόφαση του εργοδότη

 

Η Ελλάδα έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά τηλεργασίας, καθώς εκτιμάται ότι πριν την πανδημία το ποσοστό των εργαζομένων που δούλευαν με καθεστώς τηλεργασίας ήταν μόλις 5,3%. Στην ελληνική νομοθεσία η τηλεργασία ορίζεται ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας εφόσον αυτή παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα συνεχείς μήνες.[7] Στη σύμβαση περιγράφονται οι υποχρεώσεις του εργοδότη,[8] τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του εργαζόμενου. Η αξιοποίηση αυτής της μορφής εργασίας ενεργοποιήθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ ελλείψει κατάλληλων εργασιακών χώρων και συνολικότερων μέτρων προστασίας για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.

 

Μέχρι την έκδοση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ),[9] η τηλεργασία είχε οικειοθελή χαρακτήρα, αποτελούσε δηλαδή προϊόν συμφωνίας εργοδότη-εργαζομένου.[10] Με την εν λόγω κανονιστική πράξη ο εργοδότης έχει πλέον τη δυνατότητα με απόφασή του, δηλαδή μονομερώς, να καθορίζει ότι ο εργαζόμενος θα εργάζεται εξ αποστάσεως. Όπως αναφέρεται, η εργασία μπορεί να παρασχεθεί από τους εργαζόμενους εξ αποστάσεως, υποχρεωτικά σε ποσοστό 50% επί του συνολικού αριθμού των εργαζομένων που μπορούν να απασχοληθούν με το σύστημα αυτό. Η απάλειψη της συναίνεσης των εργαζομένων και η απουσία αναφοράς στην υποχρέωση των εργοδοτών να καλύπτουν τις δαπάνες του τεχνολογικού εξοπλισμού για την εφαρμογή του καθεστώτος της τηλεργασίας, οδήγησε στην απίσχναση της ισχύος και της αμοιβής της εργασίας, καταδεικνύοντας την ταξικότητα του μέτρου. Η περαιτέρω ενίσχυση της εξουσίας των εργοδοτών, στο όνομα της προστασίας της δημόσιας υγείας, ήρθε για να μείνει.

 

Ο οδηγός του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ),[11] που εκδόθηκε μέσα στην πανδημία, προβάλλει τα πλεονεκτήματα της τηλεργασίας, αποτυπώνοντας τις τάσεις του κεφαλαίου όσον αφορά το εργασιακό καθεστώς. Σε αυτή την κατεύθυνση, στο Πόρισμα Πισσαρίδη αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ένα μεγάλο ποσοστό των εργαζόμενων και των εργοδοτών του τομέα προτιμούν την τηλεργασία από τη φυσική παρουσία, που συχνά σημαίνει διαφορετικό και ευέλικτο ωράριο. Η νομοθεσία για τον χρόνο απασχόλησης πρέπει να διευκολύνει αυτή την επιλογή». Ήδη ο τραπεζικός τομέας, που αξιοποίησε το έκτακτο εργατικό δίκαιο, ζητεί να καταργηθεί η συναίνεση των εργαζομένων όσον αφορά την υπαγωγή σε καθεστώς τηλεργασίας, τουλάχιστον για την πλειονότητα του προσωπικού του.[12]

 

Να ξαναμιλήσουμε για τον χρόνο εργασίας και τον ελεύθερο χρόνο

 

Το «έκτακτο» εργατικό δίκαιο που θεσμοθετήθηκε κατά την διάρκεια της πανδημίας μετέτρεψε την αγορά εργασίας σε «αγορά χρόνου εργασίας» προσαρμοσμένη στις ανάγκες των επιχειρήσεων που λειτουργούσαν κατά τη διάρκεια του lockdown που επέβαλε η κυβέρνηση σε κλάδους της οικονομίας. Ταυτόχρονα όμως ενισχύθηκε το διευθυντικό δικαίωμα με την πλήρη εξουσία των εργοδοτών να χρησιμοποιούν την «ευελιξία». Η δυνατότητα των εργοδοτών να αλλάζουν χωρίς την συναίνεση των εργαζομένων το καθεστώς της διά ζώσης εργασίας σε τηλεργασία, σε συνδυασμό με την αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών να ελέγξουν τα ωράρια των εργαζομένων, αλλά και το «πάγωμα» της υποχρέωσης των εργοδοτών να ενημερώνουν τις διοικητικές αρχές για το ωράριο και τις τροποποιήσεις του, οδήγησαν τις τηλεργαζόμενες και τους τηλεργαζόμενους σε εξοντωτικά ωράρια και έντονο εργασιακό στρες. Η άρνηση των εργοδοτών στον ιδιωτικό τομέα,[13] αλλά και του κράτους στον δημόσιο τομέα, να καλύψουν το κόστος του τεχνολογικού εξοπλισμού των τηλεργαζόμενων επέβαλε στο πλαίσιο του καθεστώτος της τηλεργασίας μια ιδιαίτερη εκδοχή της «ατομικής ευθύνης», υποχρεώνοντάς τους να καλύψουν οι ίδιοι τη δαπάνη του τεχνολογικού εξοπλισμού.

 

Στην ιστορική πορεία του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού των μέσων παραγωγής και της συνεπακόλουθης οργάνωσης της εργασίας, η τεχνολογία υπηρέτησε και υπηρετεί το καθεστώς συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ωστόσο, η αναδιοργάνωση του χώρου και του χρόνου εργασίας δεν είναι αυτόματη συνεπαγωγή της τεχνολογικής καινοτομίας, του «ευφυούς κεφαλαίου», άλλα έκβαση της κοινωνικής σύγκρουσης, της ταξικής πάλης. Παρά τους πηχυαίους τίτλους για το «τέλος» της εργασίας, το «τέλος» του γραφείου, τα προτάγματα παραμένουν. Να υπερασπιστούμε και ανακαταλάβουμε τον ελεύθερο χρόνο, να μιλήσουμε για τη μείωση του χρόνου εργασίας. Να θέσουμε την τεχνολογία στην υπηρεσία των εργαζόμενων τάξεων.

 

[1] Η κινητή ή νομαδική τηλεργασία δεν έχει σταθερό τόπο εργασίας. Παρέχεται από εργαζόμενους στον τόπο που τους επιτρέπει να κάνουν χρήση του τεχνολογικού τους εξοπλισμού (π.χ ξενοδοχείο, πάρκο, τρένο, εστιατόριο κ.λπ)

 

[2] Τα τηλεχωριά είναι ολόκληρα χωριά εξοπλισμένα με τον κατάλληλο τεχνολογικό εξοπλισμό, με διασυνδεδεμένα σπίτια με το τηλεκέντρο του χωριού ή άλλου χωριού.

 

[3] Τα τηλεκέντρα είναι χώροι με πρόσβαση στον τηλεπικοινωνιακό και τεχνολογικό εξοπλισμό, αποκομμένοι από την επιχείρηση/σεις στους οποίους εργάζονται εργαζόμενοι και εργαζόμενες διαφορετικών επιχειρήσεων ή της ίδιας, διαφορετικών ειδικοτήτων και καθεστώτων εργασίας.

 

Δώρα Σταθοπούλου

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας