Τεχνολογία και Σοσιαλιστική Στρατηγική

2077
τεχνολογία

«Ο,τιδήποτε άλλο, εκτός από το κεφάλαιο». Για τους οικονομολόγους της κυρίαρχης ιδεολογίας η παραπάνω φράση αποτελεί τον σιωπηρό κανόνα που κατευθύνει την συζήτηση για τα αίτια της κοινωνικής ανισότητας. Από την νευρική απάντηση του Greg Mankiw προς το κίνημα Occupy, ως τον ισχυρισμό του Tyler Cowen, ότι η τεχνολογία έχει καταστήσει την μεσαία τάξη παρωχημένη, αυτοί που είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να εξηγήσουν τα οικονομικά στους Αμερικανούς είναι πρόθυμοι να δικαιώσουν τους πλούσιους.

Το επιχείρημα του Cowen, συγκεκριμένα, αναπτύσσει ένα συλλογιστικό μοτίβο που γίνεται ολοένα και πιο κυρίαρχο στην αντιπαράθεση για το ζήτημα της κοινωνικής ανισότητας. Καθώς έρχονται αντιμέτωποι με αδιάσειστα στοιχεία για την άνοδο του 1% των πλουσιότερων, πολλοί οικονομολόγοι έχουν βρει καταφύγιο στην ιδέα της «τεχνολογικής ανάπτυξης που οδηγεί σε μεροληψία υπέρ ορισμένων δεξιοτήτων». Υποστηρίζουν ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει εξαλείψει τη ζήτηση για μια μία σειρά από ικανότητες του εργαζόμενου πληθυσμού, επιβραβεύοντας ταυτόχρονα όσους διαθέτουν ταλέντα που ταιριάζουν στο νέο μοντέλο οικονομίας.Σε μια άλλη εποχή, η παραπάνω θέση θα ήταν επικίνδυνη. Η αντίληψη ότι η τεχνολογική πρόοδος θα απέφερε τους καρπούς της σε όλα τα τμήματα της κοινωνίας υπήρξε διαχρονικά βασικό στοιχείο της αμερικανικής ιδεολογίας.

Σήμερα, παρόλα αυτά, στην εποχή που τα αντιπολιτευτικά κινήματα βρίσκονται σε υποχώρηση, το στοιχείο της τεχνολογικής ανάπτυξης παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο. Εκεί που η τεχνολογική ανάπτυξη συντηρούσε κάποτε την ελπίδα για την εξομάλυνση των ατελειών της αμερικανικής κοινωνίας, προβάλλεται σήμερα ως η αιτία των ατελειών αυτών και ως αιτιολόγηση για την μονιμότητά τους.

Παρόλα αυτά, ορισμένοι δεν είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την ουτοπική προοπτική που προσφέρει η τεχνολογία. Μία οργάνωση που αυτοαποκαλείται Ινστιτούτο για την Εμπειρία των Πελατών (Institutute of Customer Experience – ICE) – θυγατρική εταιρία της Human Factors International Α.Ε. – υπέβαλε ένα τολμηρό σχέδιο (στο Indiegogo[1], φυσικά) για την άμεση καταπολέμηση της μάστιγας της κοινωνικής ανισότητας. Το σχέδιο είναι μία εφαρμογή για smartphones που λέγεται Equalize.

Στο σύντομο βίντεο που συνόδευε την υποβολή του σχεδίου, η διευθύνουσα σύμβουλος του Ινστιτούτου, η Apala Lahiri Chavan (που διατηρεί λογαριασμό στο Twitter με το όνομα “Futurist Apala”) προσφέρει στους χρήστες της εφαρμογής την δυνατότητα να μειώσουν την ανισότητα, όπως αυτή εκδηλώνεται σε έξι βασικούς τομείς, από το έμφυλο ζήτημα ως την πείνα και την ευτυχία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω μίας εφαρμογής για smartphones που επιτρέπει στους χρήστες να συγκεντρώνουν πόντους, που λέγονται “smileys”, προσφέροντας διάφορες μορφές εθελοντικής εργασίας, από τη δωρεά βιβλίων ως την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε παιδιά.

Αυτού του είδους η «παιχνιδοποίηση» υπόσχεται ταχύτερες και πιο αποτελεσματικές λύσεις στο ζήτημα της ανισότητας από αυτές που μπορούν να προσφέρουν οι κυβερνήσεις μέσω της «αξιοποίησης των υπηρεσιών του χρήστη».

Η τεχνοφοβία μοιάζει μάλλον ως η μόνη απάντηση της Αριστεράς στο ζήτημα. Για κάθε ανισότητα, μας παρουσιάζεται μια υποτιθέμενη πολιτικά ουδέτερη λύση, βασισμένη στην τεχνολογία, που υπόσχεται να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των φτωχών χωρίς να θίξει σε καμία περίπτωση τα προνόμια των ισχυρών. Σε ένα τόσο αποπολιτικοποιημένο κλίμα, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί ριζοσπάστες έχουν καταστεί καχύποπτοι απέναντι στην τεχνολογία και βλέπουν τις κυριαρχικές κοινωνικές σχέσεις ως εγγεγραμμένες στις ίδιες τις παραγωγικές δυνάμεις.

Μια τέτοια στάση, όπως κι αν δικαιολογείται, αδικεί την παρακαταθήκη που έχει αφήσει η σοσιαλιστική θεωρία στο ζήτημα της τεχνολογίας. Από την εποχή της γέννησης του σύγχρονου εργατικού κινήματος, ο προβληματισμός γύρω από τη θέση που έχει η τεχνολογική πρόοδος στις προσπάθειες αντιμεπτώπισης του «κοινωνικού ζητήματος» υπήρξε βασικό στοιχείο για τη σοσιαλιστική θεωρία.

Αν μελετήσουμε ορισμένες θέσεις που καθόρισαν τον σοσιαλιστικό τρόπο σκέψης στο ζήτημα της τεχνολογίας, μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε, για να ξαναχτίσουμε ένα ρόλο για εκείνους που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν αυτά που ο Μπρεχτ ονόμασε «τα νέα δεινά» στα χέρια των «παιχνιδοποιών» κι όσων παρεμποδίζουν την εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Ο Μαρξ και το Ξόρκι του Μάγου

Η τεχνολογική ανάπτυξη βρισκόταν στο επίκεντρο της σκέψης του Μαρξ γύρω από την καπιταλιστική κοινωνία και τα ζητήματα που σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Σε αντίθεση με τους ουτοπικούς σοσιαλιστές που προηγήθηκαν, ο Μαρξ υπήρξε ανυποχώρητος στο ότι ο δικός του σοσιαλισμός θα ήταν επιστημονικός, συμβατός με τις πρόσφατες κατακτήσεις της ανθρώπινης γνώσης.

Η θέση αυτή στην πραγματικότητα υποβάθμισε σημαντικά το βαθμό στον οποίο διανοητές όπως ο Robert Owen και ο Charles Fourier υπήρξαν και αυτοί παιδιά του Διαφωτισμού, αφιερωμένοι στην ορθολογική χειραφέτηση της ανθρωπότητας. Παρόλα αυτά, η παραπάνω θέση αποτέλεσε μια ισχυρή διακήρυξη που χάρασσε την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον επιστημονικό και τον ουτοπικό σοσιαλισμό.

Η ενασχόληση, όμως, του Μαρξ με το ζήτημα της επιστήμης και της τεχνολογίας υπήρξε πολύ βαθύτερη από τον απλό ανταγωνισμό για την ηγεμονία εντός του σοσιαλιστικού κινήματος. Ήταν ο πρώτος που προσδιόρισε από πού προερχόταν ο απίστευτος τεχνολογικός δυναμισμός του καπιταλισμού. Ενώ οι αστοί οικονομολόγοι, όπως ο AdamSmith, είδαν τον καταμερισμό της εργασίας και την ανάπτυξη των αγορών ως νομοτελειακή πηγή τεχνολογικής προόδου, ο Μαρξ είδε τα ταξικά ρήγματα που βρίσκονται κάτω από αυτή τη διαδικασία.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι το ότι αναγνώρισε την παραγωγικότητα του καπιταλισμού στον τεχνολογικό τομέα ως μία από τις βασικές αρετές του. Χωρίς το πλεόνασμα που δημιούργησε ο καπιταλισμός, το δόγμα της κοινωνικής ισότητας θα σήμαινε απλά την γενίκευση των αναγκών. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ επαίνεσε ακόμη πιο εκστατικά τον καπιταλισμό:

«H μπουρζουαζία, στη διάρκεια των εκατό μόλις χρόνων της κυριαρχίας της, έχει δημιουργήσει πιο μαζικές και πιο κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις από ότι είχαν όλες οι προηγούμενες γενιές μαζί».

Είναι ξεκάθαρο πως ο Μαρξ δεν ήταν τεχνοφοβικός. Κι όμως λίγο παρακάτω από το συγκεκριμένο απόσπασμα ακολουθεί ένα από τα πιο διάσημα χωρία σε όλο του το έργο. Παραπέμποντας στον Goethe, παρομοιάζει το κεφάλαιο με «το μάγο που δεν μπορεί να ελέγξει πια τις δυνάμεις του κάτω κόσμου που αφύπνισε με τα ξόρκια του».

Όπως παρατηρεί ο S. S. Prawer στο βιβλίο του «Ο Καρλ Μαρξ και η Παγκόσμια Λογοτεχνία», η μνεία του Μαρξ περιέχει στην πραγματικότητα μια σημαντική διαφοροποίηση από το πρωτότυπο κείμενο του Goethe. Στο έργο του Goethe, είναι ο νεαρός μαθητευόμενος του μάγου που χάνει των έλεγχο των δυνάμεων, ενώ για τον Μαρξ είναι ο ίδιος ο μάγος. Δεν θα υπάρξει κάποιος υπεύθυνος ενήλικος που θα έρθει ως από μηχανής θεός να συμμαζέψει το χάος που θα έχει προκαλέσει το κεφάλαιο. Για τον Μαρξ, η παραγωγικότητα και η αναρχία του καπιταλισμού συνδέονταν στην ίδια του την ουσία.

Η κριτική για την καταστροφικότητα του κεφαλαίου που ασκεί ο Μαρξ στο Μανιφέστοσυμβαδίζει με την αντίληψή του για τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Ως ένας καλός ριζοσπαστικός διανοητής του Διαφωτισμού, έστρεψε τις αξίες του ορθολογισμού ενάντια στο σύστημα που ισχυριζόταν ότι τις ενσάρκωνε. Ενώ ιδεολόγοι από τον Smith ως τον Bentham ισχυρίζονταν ότι ο καπιταλισμός ενσάρκωνε τον ορθολογισμό καθώς άφηνε ελεύθερες τις ανθρώπινες δυνάμεις να καινοτομήσουν, ο Μαρξ είδε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί απέκρυπταν έναν δομικό παραλογισμό που βρίσκεται στην καρδιά του συστήματος.

Στον καπιταλισμό, παρατηρούμε κρίσεις «οι οποίες, σε παλαιότερες εποχές, θα έμοιαζαν με παραλογισμό – την επιδημία την υπερ-παραγωγής». Το σύστημα δημιουργεί όλο και μεγαλύτερα επίπεδα παραγωγικότητας από την ανθρώπινη εργασία, ενώ ταυτόχρονα θέτει αυτήν την παραγωγικότητα πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο. Ο Μαρξ, για τον οποίο το υπέρτατο αγαθό ήταν η συνειδητή εξουσία του καθενός πάνω στην μοίρα του, έβλεπε στην αντίθεση αυτή το κλειδί για την καταστροφή του καπιταλισμού.

Παρά το ότι επικεντρωνόταν στους συστημικούς παραλογισμούς του κεφαλαίου, ο Μαρξ υπήρξε προσεκτικός και στο ζήτημα της ταξικής φύσης των τεχνολογικών του ανισοτήτων. Υπό τον καπιταλισμό, ο εργάτης είναι «κάθε μέρα και ώρα υποδουλωμένος από τη μηχανή,» για την οποία μετατρέπεται σε ένα «απλό εξάρτημα», αναλώσιμο και αντικείμενο εκμετάλλευσης. Τον ταξικό χαρακτήρα της τεχνολογικής ανάπτυξης θα μελετούσε πιο προσεκτικά ο Μαρξ στα έργα του Grundrisse και Κεφάλαιο, όπου διερεύνησε πιο διεξοδικά τις επιπτώσεις του εκμηχανισμού της παραγωγής και τους ταξικούς αγώνες που αυτός προκάλεσε.

Η θεωρητική παρακαταθήκη που άφησε ο Μαρξ στο ζήτημα της τεχνολογίας είναι, λοιπόν, σύνθετη και αποτελείται από δύο ζεύγη αντιθέσεων. Πρώτον, εξαιτίας του τεχνολογικού δυναμισμού του, έβλεπε στο κεφάλαιο τόσο την καταδίκη όσο και την σωτηρία της ανθρωπότητας. Αρνούμενος είτε την απλή αποδοχή είτε την απόρριψη του χαρακτήρα της τεχνολογικής προόδου στον καπιταλισμό, ο Μαρξ προτίμησε να την αναλύσει, αναγνωρίζοντας τις κινητήριες δυνάμεις της και τον ρόλο που δύναται να παίξει στην διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Δεύτερον, ο Μαρξ επέστησε την προσοχή του τόσο σε μορφές παραλογισμού που απελευθερώνει η παραγωγικότητα του καπιταλισμού σε γενικό – κοινωνικό επίπεδο, όσο και σε μορφές κυριαρχίας που εμφανίζονται σε συγκεκριμένο – ταξικό επίπεδο, όπως η επίπτωση του εκμηχανισμού στους εργάτες.

Ως εκ τούτου, ο Μαρξ χάραξε ένα νέο δρόμο σκέψης στις συζητήσεις για το ζήτημα της τεχνολογίας, που θα επιζούσε πάνω από έναν αιώνα μετά το θάνατό του. Η γενιά των σοσιαλιστών που ακολούθησε τον Μαρξ απέτυχε, σε γενικές γραμμές, να διατηρήσει αυτό το δρόμο σκέψης και υπέπεσε είτε στη μία είτε στην άλλη πλευρά των αντιθέσεων, την υπέρβαση των οποίων αυτός αναζητούσε.

Οι σοσιαλιστές στην Εποχή του Τέυλορ

Οι σοσιαλιστές που ήρθαν αντιμέτωποι με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επακόλουθη φρίκη γνώρισαν έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτόν που άφησε ο Μαρξ το 1883. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, η επιστήμη είχε προχωρήσει με τρομακτική ταχύτητα, όπως καταμαρτυρεί η χρήση του αερίου μουστάρδας και του πολυβόλου. Επιπροσθέτως, ο ταξικός χαρακτήρας αυτής της αλλαγής είχε γίνει όλο και πιο προφανής, καθώς ο Τεϋλορισμός και η επιστημονική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας προσπαθούσαν να υποβάλλουν τους εργάτες στο εργοστάσιο στις ίδιες αρχές λειτουργίας που είχαν και οι μηχανές του εργοστασίου.

Η εμφάνιση των νέων ειδών επιστημονικής γνώσης υπήρξε αφορμή για μια σημαντική διαμάχη εντός του σοσιαλιστικού κινήματος. Οι θέσεις κυμαίνονταν από την απόλυτη απόρριψη ως την πιο εκστατική αποδοχή των νέων τεχνολογιών της αποδοτικότητας. Κατά μήκος αυτού του φάσματος απόψεων, οι σοσιαλιστές απέτυχαν να διατηρήσουν τα θεωρητικά και πολιτικά επιτεύγματα του Μαρξ, οπισθοχωρώντας σε μια ορισμένη μονομέρεια που τους καθιστούσε ανίκανους να αντιμετωπίσουν βασικές πλευρές της συγκυρίας.

Οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (International Workers of the World – IWW) αποτέλεσαν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της παρορμητικής απόρριψης της τεχνολογίας στο σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι IWW, που είναι περίφημοι στην Αριστερά για τον ακτιβισμό τους, απέκτησαν μια ορισμένη κακοφημία ως υπέρμαχοι του σαμποτάζ. Είναι διάσημη η δήλωση του “Big” Bill Haywood στο Cooper Union ότι: «Δεν γνωρίζω τίποτα άλλο που να μπορεί να φέρει τόση ευχαρίστηση σε εσάς και τόση οργή στο αφεντικό, όσο μια μικρή δολιοφθορά στο σωστό μέρος και στο σωστό χρόνο. Ανακαλύψτε τι σημαίνει αυτό. Δεν πρόκειται να σας βλάψει και θα σακατέψει το αφεντικό».

Εξαιτίας των παραπάνω, ο Haywood και άλλοι αριστεροί απομακρύνθηκαν από το Αμερικανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Socialist Party of America – SPA) και έπρεπε να οργανώσουν τους IWW χωρίς την υποστήριξη μιας μεγαλύτερης οργάνωσης. Οι IWW κάθε άλλο παρά αναθεώρησαν· αντιθέτως διεύρυναν την υποστήριξή τους στις πρακτικές δολιοφθοράς, ανάγοντάς την σε γενική αρχή που περιελάμβανε πολλά περισσότερα από την καταστροφή των μηχανών.

Κατά τη διάρκεια της ιδιαίτερα δριμείας απεργίας του 1912 στο Patterson, την οποία καθοδηγούσαν οι IWW, σημειώθηκαν καταστροφές βιομηχανικής περιουσίας αξίας μόλις 25$. Για τους IWW το σαμποτάζ είχε κυρίως την έννοια της συνειδητής υπαναχώρησης από την αποδοτικότητα, με οποιοδήποτε μέσο. Σαμποτάζ αποτελούσε η απλή αξίωση να έχουν οι ίδιοι οι εργάτες την εξουσία να καθορίζουν το ρυθμό και το επίπεδο της προσπάθειας που θα κατέβαλλαν κατά την εργασία τους.

Εντός του πλαισίου του Τεϋλορισμού και της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, τα παραπάνω δεν ήταν παρά η κήρυξη του πολέμου ενάντια στους εργοδότες, πράγμα που οι IWW γνώριζαν καλά. Μεγάλο μέρος του αγώνα τους στράφηκε συνειδητά ενάντια στους «επιτηρητές της αποδοτικότητας», που αφαιρούσαν ενεργά ακόμη και τα ελάχιστα περιθώρια ελέγχου που είχαν οι εργάτες στο χώρο της εργασίας τους. Οι IWW αναγνώριζαν ότι η επιστημονική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, που περιελάμβανε τα πάντα, από τις μετρήσεις του χρόνου και των κινήσεων ως την εισαγωγή της γραμμής παραγωγής, αντιπροσώπευε την καταστροφή της εργατικής τάξης και ως εκ τούτου μάχονταν εναντίον της με τα αντίστοιχα μέσα.

Ο William English Walling, που ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και ήταν υποστηρικτής των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου, υποστήριζε ότι «κατ’ αντιστοιχία, όσο περισσότερο οι επιστημονικές μέθοδοι αύξησης της αποδοτικότητας εφαρμόζονται στην βιομηχανία, ένα από τα καλύτερα και πιο φυσικά όπλα του εργάτη είναι η επιστημονική ανάπτυξη μεθόδων παρεμβολής στην αποδοτικότητα». Για τους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου, ο στόχος ήταν να μπλοκάρουν με τα εργαλεία τους τα γρανάζια της προόδου, ακόμη και στην κυριολεξία αν χρειαζόταν.

Ο αγώνας των IWW ενάντια στην επικράτηση του τεϋλορικού μοντέλου ήταν, φυσικά, εντελώς δικαιολογημένος. Ωστόσο, εξαιτίας της ακλόνητης άρνησής τους απέναντι στην τεχνολογική πρόοδο, υπονόμευσαν στοιχεία αυτού του αγώνα. Στο ζήτημα αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, οι IWW φαίνονταν περισσότερο απασχολημένοι με την καταστροφή της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων παρά με την οικοδόμηση μιας νέας.

Ο ακραίος αριστερισμός τους, που εκδηλωνόταν πολλές φορές με μια αδιαφορία για τη σύναψη συμβάσεων με τους εργοδότες, τους καθιστούσε παντελώς ανίκανους να κάνουν τακτικές υποχωρήσεις όταν κάτι τέτοιο ήταν αναγκαίο. Η παραπάνω ικανότητα αποτελεί πάντα σημαντικό ελιγμό για τους εργάτες που σε γενικές γραμμές βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με το κεφάλαιο, αλλά είναι ειδικότερα καίριας σημασίας στον αγώνα για την υπαναχώρηση από την αποδοτικότητα.

Γιατί στην τελική, αν οι εργάτες είναι υπερβολικά επιτυχημένοι σε μια τέτοια υπαναχώρηση, οι εργοδότες τους θα οδηγηθούν εκτός αγοράς από εταιρίες που επιβάλλονται πιο αποτελεσματικά στους εργάτες τους. Σε τέτοιες καταστάσεις, η δυνατότητα να διαπραγματεύεται κανείς μια προσωρινή οπισθοχώρηση που να διατηρεί έναν καλύτερο ταξικό συσχετισμό είναι καίριας σημασίας, και η άγνοια των IWW για την σοσιαλιστική παρακαταθήκη στο ζήτημα των προ-τεχνολογικών ενστίκτων, δεν τους επέτρεψε να λειτουργήσουν έτσι. Στο ζήτημα αυτό, αλλά και στις προσπάθειες των IWW γενικότερα, απεδείχθη ότι μια απλή απόρριψη των απαιτήσεων του κεφαλαίου δεν είναι ικανή να τις υπερνικήσει.

Στη Σοβιετική Ρωσία…

Η Σοβιετική Ένωση στις απαρχές της γνώρισε μια πολύ πιο ζωντανή αντιπαράθεση σχετικά με τις αρχές της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας. Πριν την επανάσταση, ο Βλαντιμίρ Λένιν είχε εκφράσει μια αμφιταλαντευόμενη στάση απέναντι στον Τεϋλορισμό. Στο άρθρο του «Το τεϋλορικό σύστημα – Η υποδούλωση του ανθρώπου από τη μηχανή» του 1914, είχε αφενός καταφερθεί ενάντια στη βαρβαρότητα του συστήματος και είχε παρουσιάσει τους προβληματισμούς του σχετικά με τις εμπλοκές που θα μπορούσε να προκαλέσει στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Ο Λένιν ήταν ξεκάθαρος στο ζήτημα του ταξικού περιεχομένου του Τεϋλορισμού. Σε ένα παλαιότερο άρθρο του για το ζήτημα, είχε δηλώσει ότι «τα επιτεύγματα στη σφαίρα της τεχνολογίας και της επιστήμης στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι παρά επιτεύγματα στην απόσπαση του ιδρώτα των εργατών». Στο άρθρο «Το τεϋλορικό σύστημα», σημείωνε πως η αύξηση της αποδοτικότητας που επέφερε η επιστημονική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας δεν ωφέλησε ποτέ τους εργάτες, αλλά τους έφερε μόνο υπερεργασία και ανεργία.

Το στοιχείο, όμως, του Τεϋλορισμού που κέντριζε το ενδιαφέρον του Λένιν ήταν τόσο η παραγωγικότητα που υποσχόταν όσο και η σπατάλη που δημιουργούσε. Παρατηρούσε με απογοήτευση ότι «αυτός ο ορθολογικός και αποδοτικός καταμερισμός της εργασίας περιορίζεται στο κάθε εργοστάσιο ξεχωριστά», ενώ η οικονομία ως σύνολο κυβερνιέται ακόμη από την αναρχία της αγοράς.

Ο Λένιν ανυπομονούσε για τη μέρα που εργάτες θα είχαν τον έλεγχο της οικονομίας και πίστευε ακράδαντα ότι θα «μπορούσαν να εφαρμόσουν αυτές τις αρχές του ορθολογικού καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας, όταν η τελευταία απελευθερωθεί από τη σκλαβιά του κεφαλαίου». Για τον Λένιν, ο Τεϋλορισμός ήταν βάρβαρος στην υφιστάμενη εκδοχή του, όμως θα μπορούσε εύκολα να επανανοηματοδοτηθεί από τους εργάτες σε μια σοσιαλιστική κοινωνία.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι Μπολσεβίκοι εφάρμοσαν στην πράξη αυτές τις ιδέες. Σε μια χώρα κακοποιημένη πρώτα από τους ιμπεριαλιστικούς κι έπειτα από τους εμφυλίους πολέμους, το ζήτημα της παραγωγικότητας της εργασίας ήταν πολύ πιο επείγον από ότι εμφανιζόταν στις προπολεμικές αναζητήσεις του Λένιν. Στον Τεϋλορισμό, ο Λένιν και άλλοι μπολσεβίκοι ηγέτες είδαν μια πιθανή λύση στο πρόβλημα της ανεπάρκειας αγαθών. Προσέλαβαν ειδικούς σε ζητήματα παραγωγικότητας από τις ΗΠΑ και εργάστηκαν για τον μετασχηματισμό του σοβιετικού εργατικού δυναμικού.

Η συζήτηση για τον Τεϋλορισμό εντός του κόμματος των Μπολσεβίκων σύντομα μετατράπηκε σε αντιπαράθεση μεταξύ δύο βασικών πτερύγων. Η πρώτη, που σχηματίστηκε γύρω από τον Alexei Gastev, έδειξε ενθουσιασμό για τις ενδεχόμενες μετρήσεις του χρόνου και των κινήσεων των Ρώσων εργατών και ξεκίνησε να οργανώνει εργαστήρια για την διεξαγωγή τέτοιων ερευνών. Μια δεύτερη ομάδα, που ήταν επίσης αφοσιωμένη στο ζήτημα της αποδοτικότητας στην παραγωγή, αλλά δεν ξετρελαινόταν με τις επιστημονικές αξιώσεις του Τεϋλορισμού, θα διαμόρφωνε τελικά μία οργάνωση που αυτοαποκαλούνταν Liga Vremya – η Λίγκα του Χρόνου. Αυτές οι δύο ομάδες θα αντιμάχονταν καθ’ όλη την πρώιμη περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Gastev υποστήριζε ότι κάποιες μέθοδοι της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας είχαν πολλά να προσφέρουν στους Ρώσους εργάτες. Πέρα από το ότι οδηγούσαν σε άνοδο του βιοτικού επιπέδου, η αναδιάρθρωση του εργοστασίου με επιστημονικά κριτήρια λειτουργούσε αντικειμενικά για το συμφέρον των εργατών. Αντιμέτωποι με την επιλογή ανάμεσα σε ένα χαοτικό κι σ’ ένα αποδοτικά οργανωμένο εργοστάσιο, ο Gastev δεν είχε καμία αμφιβολία για το πιο από τα δύο μοντέλα θα διάλεγαν οι εργάτες. Η εκστρατεία προπαγάνδας και καλλιέργειας του πάθους για τον Σοβιετικό Τεϋλορισμό θα μπορούσε να διεξαχθεί σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη μέθοδο των επιδείξεων.

Οι αντίπαλοι του Gastev, από την άλλη πλευρά, έδειχναν μεγαλύτερο σκεπτικισμό σχετικά με το τι θα μπορούσε να προσφέρει ο Τεϋλορισμός στην υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Σε αντίθεση με τον ανασχηματισμό των ενεργειών των εργατών γύρω από πιο αποδοτικά οργανωμένες γραμμές παραγωγής, έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στην αυτοματοποίηση των ανεπιθύμητων θέσεων εργασίας. Η Λίγκα του Χρόνου απέρριπτε τον Τεϋλορισμό, καθώς τον έβλεπε ως δέσμευση στενά στην αποδοτικότητα. Αντί να αναδιοργανώσει απλώς τον χώρο εργασίας, ήθελαν να ηγηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα σε έναν αγώνα για την αναδιοργάνωση ολόκληρης της κοινωνίας κατά τρόπο πιο αποδοτικό.

Οι προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση περιελάμβαναν την αντικατάσταση αόριστων εκφράσεων όπως το «ίσως» ή το «με κάποιο τρόπο» από έναν «ακριβή υπολογισμό» ή ένα «διεξοδικά μελετημένο σχέδιο» και την λήψη μέτρων για τη σταδιακή μείωση της διάρκειας των ομιλιών στις διασκέψεις. Η Λίγκα του Χρόνου προσπαθούσε να μεταδώσει το πάθος για την αποδοτικότητα στη ρωσική εργατική τάξη χρησιμοποιώντας μέσα διαφώτισης και προπαγάνδας. Αντιμετώπιζαν το εργαστήριο του Gastev ως το οχυρό της «χρονομετρικής βαρβαρότητας».

Εντέλει, ο Τεϋλορισμός δεν εφαρμόστηκε στην επαναστατική Ρωσία με κάποιον συστηματικό τρόπο, αν και αυτό ήταν περισσότερο αποτέλεσμα του χάους και των στερήσεων που επικρατούσαν στην μετεπαναστατική κοινωνία παρά της οργανωμένης αντίθεσης σε αυτόν. Μεταγενέστερα, στην ΕΣΣΔ υπό την ηγεσία του Στάλιν, οι αξιωματούχοι του Σοβιετικού κράτους κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες για την αύξηση της παραγωγικότητας. Είναι, όμως, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι προσπάθειες αυτές δεν στηρίζονταν τόσο στην αναδιάρθρωση της παραγωγής με πρότυπο τον Τεϋλορισμό αλλά περισσότερο στην προτροπή των εργατών με βάση ηθικά κίνητρα. Το Σταχανοφικό κίνημα, που προσπαθούσε να πείσει τους εργάτες να ακολουθήσουν το παράδειγμα ενός ανθρακωρύχου που είχε πετύχει νέα ρεκόρ παραγωγικότητας, αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της τάσης.

Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαράθεση γύρω από τον Τεϋλορισμό κατά την πρώιμη περίοδο του Σοβιετικού κράτους καταδεικνύει την κυριαρχία των προβληματισμών για το ζήτημα της παραγωγικότητας στις συζητήσεις των σοβιετικών περί επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας. Η απελπισία που επικρατούσε και το εύθραυστο της σοβιετικής κοινωνίας συνέβαλαν αναμφίβολα στην ανάπτυξη του παραπάνω προβληματισμού, αλλά όπως μαρτυρούν και τα προπολεμικά κείμενα του Λένιν, το έντονο ενδιαφέρον για τις δυνατότητες που είχε ο Τεϋλορισμός διαπερνούσε σε βάθος τη σκέψη των Μπολσεβίκων.

Παρά το γεγονός ότι μελέτησαν τόσο τους συστημικούς παραλογισμούς του καπιταλισμού όσο και την αναγκαιότητα της τεχνολογικής προόδου για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, οι Σοβιετικοί θεωρητικοί αγνόησαν σχετικά τον ταξικό χαρακτήρα του Τεϋλορισμού.

Το φορντιστικό «ειδύλλιο» του Γκράμσι

Η πιο ενθουσιώδης από πλευράς σοσιαλιστών υποστήριξη του Τεϋλορισμού κατά την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν προήλθε, παρόλα αυτά, από την ηγεσία του νέου Σοβιετικού κράτους, αλλά από ένα κελί φυλακής. Ο Αντόνιο Γκράμσι, γράφοντας μέσα από μια φασιστική φυλακή, υπήρξε ενθουσιώδης σχετικά με τις προοπτικές που γεννούσε για την υπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού το μοντέλο που ονόμαζε Φορντισμό.

Προβληματιζόμενος, όπως πάντα, για τη σχετική καθυστέρηση της Ιταλίας, ο Γκράμσι έβλεπε το Φορντισμό ως απειλή για τα οπισθοδρομικά και παρασιτικά στρώματα της ιταλικής κοινωνίας. Ο Φορντισμός αντιπροσώπευε τις πιο εκσυγχρονιστικές τάσεις στην καπιταλιστική κοινωνία. Πράγματι, ο Γκράμσι θεωρούσε το Φορντισμό τόσο μεγάλο επίτευγμα, ώστε δεν ήταν σίγουρος αν το μοντέλο αυτό μπορούσε να εφαρμοστεί πλήρως υπό το καπιταλιστικό καθεστώς· πιθανώς μόνο ο σοσιαλισμός να μπορούσε να ολοκληρώσει την ανάπτυξή του.

Ο Γκράμσι πίστευε ότι ο Φορντισμός καθιστούσε αναγκαίο το μετασχηματισμό της εργατικής τάξης, ώστε να προσαρμοστεί στις νέες μεθόδους βιομηχανικής παραγωγής. Υποστήριζε ότι η σύγχρονη βιομηχανία απαιτούσε «μιαν αυστηρή πειθάρχηση των σεξουαλικών ενστίκτων (στο επίπεδο του νευρικού συστήματος) και μαζί με αυτή την ενίσχυση του θεσμού της «οικογένειας»… και τη ρύθμιση και σταθερότητα των σεξουαλικών σχέσεων».

Πιο συγκεκριμένα, ο Γκράμσι θεωρούσε ότι αυτού του είδους η καταπίεση των σεξουαλικών ενστίκτων – την οποία χαρακτήριζε αλλού πάλη «ενάντια στο ζωώδες στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης» – ήταν θετική. Η εργατική τάξη απειλούνταν και απωθούνταν από την «ελευθεριότητα» των μεσοστρωμάτων, που ήταν ανίκανα να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της βιομηχανικής κοινωνίας.

Η ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ αποτελούσε μία πτυχή της κατασκευής του νέου ανθρώπου της βιομηχανικής εποχής, και ο Γκράμσι πίστευε, όσο κι αν φαντάζει απίθανο, ότι η αμερικανική εργατική τάξη υποστήριζε την ποτοαπαγόρευση, αλλά αυτή υπονομευόταν από τους μεσοαστούς λαθρεμπόρους.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι ο Γκράμσι δεν ασκούσε κριτική στο Φορντισμό. Η κριτική του, όμως, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την εφαρμογή του συστήματος αυτού στο πλαίσιο της ταξικής κοινωνίας. Στον καπιταλισμό, η κατασκευή του ανθρώπου της βιομηχανικής εποχής, που προέκυπτε ως ανάγκη εξαιτίας των σύγχρονων τεχνικών παραγωγής, μπορούσε να επιτύχει μόνο μερικώς, καθώς θα επιβάλλονταν πάντοτε εξαναγκαστικά και από τα πάνω στους εργάτες. Ο Γκράμσι υποστήριξε ότι ο Φορντισμός μπορούσε να αναπτυχθεί ολοκληρωτικά μόνο όταν η εργατική τάξη καταλάμβανε την εξουσία και προσαρμοζόταν συνειδητά στις απαιτήσεις του μοντέλου αυτού.

Στη σκέψη του Γκράμσι, οι προβληματισμοί σχετικά με την παραγωγικότητα κατέληξαν να κυριαρχούν επί των αντιλήψεων περί κοινωνικής αλλαγής. Αντί η τεχνολογία να καθιστά το σοσιαλισμό δυνατό, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας μετατράπηκε σε απλό μέσο για την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων. Φυσικά, στοιχεία της παραπάνω αντίληψης υπήρχαν πάντοτε και στον Μαρξ. Στα εγκώμια, όμως, που πλέκει ο Γκράμσι για τον άνθρωπο της βιομηχανικής εποχής και την σεξουαλική πειθαρχία, η αντίληψη αυτή αναδεικνύεται ως κεντρικό στοιχείο της σοσιαλιστικής προοπτικής.

O Γκράμσι και άλλοι σοσιαλιστές κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, αποδείχθηκαν ανίκανοι να διατηρήσουν την λεπτότητα της σκέψης του Μαρξ απέναντι στον τεχνολογικό δυναμισμό του κεφαλαίου. Δεν θα πρέπει να τους κρίνουμε πολύ αυστηρά γι’ αυτό. Από τις προκλήσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το κελί μιας φασιστικής φυλακής, οι επαναστάτες αυτοί ήρθαν αντιμέτωποι με τις κοινωνικές αντιθέσεις που γεννά η επιστήμη και η τεχνολογία κατά τρόπο πολύ πιο αιχμηρό από ότι ο Μαρξ. Θα πρέπει, όμως, να αναγνωρίσουμε ότι δεν ανταπεξήλθαν στις απαιτήσεις, προκειμένου να βελτιωθούμε στο μέλλον.

Η Νέα Αριστερά και οι Μηχανές

Η Νέα Αριστερά των δεκαετιών ‘60- ‘70, παρά το γεγονός ότι δεν ηγήθηκε ποτέ αγώνων τόσο μεγάλων όσο ο Λένιν και ο Γκράμσι, έκανε καλύτερη δουλειά όσον αφορά τη διατήρηση της περίπλοκης ανάλυσης του Μαρξ σχετικά με το δυναμικό ρόλο της τεχνολογίας στον καπιταλισμό. Υπάρχουν δύο θεωρητικές συνεισφορές που είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για όσους ριζοσπαστικούς προβληματίζονται γύρω από το ζήτημα της τεχνολογίας στο σήμερα: το έργο του Harry Braverman «Εργασία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός» και η διαφωτιστική δουλειά του Βρετανού σοσιαλιστή ChrisHarman γύρω από το ζήτημα της ψηφιοποίησης.

OBraverman ήταν ένας Αμερικανός τροτσκιστής, ο οποίος, μετά από μια μακρά θητεία ως σιδηρουργός, κατέληξε διευθυντής του MonthlyReviewPress, του τμήματος δηλαδή έκδοσης βιβλίων του ομώνυμου, αξιοσέβαστου σοσιαλιστικού περιοδικού. Όσο βρισκόταν σε αυτή τη θέση, έγραψε το «Εργασία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός», το οποίο αντλούσε στοιχεία τόσο από την προσωπική του εμπειρία στον εργασιακό χώρο όσο και από μια εκτενή μελέτη της θεωρίας για την διοίκηση επιχειρήσεων, από τον Frederick Winslow Taylor ως τον Peter F. Drucker.

Ο Braverman κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τεϋλορισμός βρισκόταν στην καρδιά της σύγχρονης πρακτικής διαχείρισης της εργασίας. Για αυτόν, όμως, η έννοια του Τεϋλορισμού ήταν εντελώς διαφορετική από αυτό που αντιλαμβάνονταν οι περισσότεροι άνθρωποι. Τόσο στη λαϊκή συνείδηση όσο και στη συνείδηση της Αριστεράς, το στοιχείο που ξεχώριζε στον Τεϋλορισμό ήταν η εμμονή του με τις βέλτιστες πρακτικές και την αποδοτικότητα. Το χρονόμετρο αποτελεί το σύμβολο αυτής της εκδοχής του Τεϋλορισμού: μια τακτική για το μετασχηματισμό της εργασίας, προκειμένου να καταστεί αυτή πιο αποδοτική.

O Braverman υποστήριξε πως η παραπάνω οπτική αγνοούσε παντελώς το ταξικό φορτίο του Τεϋλορισμού, το οποίο είναι απαραίτητο στοιχείο για την κατανόηση του όλου εγχειρήματος. Ο Τεϋλορισμός, όπως υποστήριξε, δεν ήταν απλά μια αφηρημένη πρακτική για την βελτίωση της αποδοτικότητας της εργασίας, αλλά μία πρακτική διαχείρισης της μισθωτής εργασίας σε μία καπιταλιστική κοινωνία.

Ερευνώντας διεξοδικά το εκτενές έργο του Taylor, ο Braverman κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τεϋλορισμός θα μπορούσε να συνοψιστεί σε τρεις θεμελιώδεις αρχές:

Πρώτον, στην αποσύνδεση της εργασίας από τις ικανότητες των εργατών. Αυτό σήμαινε τον ανασχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας, ώστε να μην στηρίζεται στα ταλέντα που έφερνε μαζί του κάθε εργάτης. Μεγάλο κομμάτι της βιομηχανικής παραγωγής κατά τα τέλη του 19ουαιώνα στηριζόταν στους εξειδικευμένους εργάτες, η γνώση των οποίων για την παραγωγική διαδικασία συχνά ξεπερνούσε αυτήν των εργοδοτών τους· Ο Taylor αντελήφθη ότι κάτι τέτοιο έφερνε τους εργάτες σε εξαιρετικά πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τον εργοδότη τους, στην μεταξύ τους πάλη για τον ρυθμό της εργασίας.

Οι καπιταλιστές όχι μόνο ήταν ανίκανοι να εφαρμόσουν τεχνικές που αγνοούσαν, αλλά δεν είχαν καν τη δυνατότητα να εκφέρουν κρίση όταν οι εργάτες τους έλεγαν ότι η παραγωγική διαδικασία δεν μπορούσε να κινηθεί ταχύτερα. Η εργασία έπρεπε να ανασχεδιαστεί έτσι ώστε οι εργοδότες να μην βασίζονται στους υπαλλήλους τους για τη γνώση της παραγωγικής διαδικασίας.

Η κατάσταση αυτή έπρεπε να αναστραφεί. Ο Braverman ονόμασε τη δεύτερη αυτή αρχή «διαχωρισμό της σύλληψης από την εκτέλεση». Στο παρελθόν, οι ίδιοι οι εργάτες σχεδίαζαν μεγάλο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας, αποφασίζοντας για το πότε και πόσο γρήγορα θα περατώσουν τα διάφορα καθήκοντα.

Ο Taylor υποστήριξε πως και το στοιχείο αυτό αποδυνάμωνε τη θέση των εργοδοτών σε σχέση με τους εργαζόμενούς τους. Η παραγωγική διαδικασία δεν θα μπορούσε ποτέ να εξορθολογιστεί όσο οι εργάτες είχαν τον έλεγχο του σχεδιασμού της. Οι εργάτες δεν θα αντικαθιστούσαν ποτέ μία διαδικασία που εκτελείται από οκτώ εργάτες με μία που εκτελείται από επτά. Αυτού του είδους οι αλλαγές είναι, φυσικά, αυτές που επιδιώκει πάντοτε η διαχείριση της παραγωγικής διαδικασίας. Προκειμένου να τις επιτύχει, η σύλληψη της ιδέας θα έπρεπε να διαχωριστεί από την εκτέλεσή της εντός της επιχείρησης.

Ο διαχωρισμός αυτός έδωσε τη δυνατότητα να εφαρμοστεί η τελική αρχή της επιστημονικής διαχείρισης της παραγωγής: η εκ μέρους της διοίκησης της επιχείρησης χρήση του μονοπωλίου της γνώσης και του ελέγχου που έχει πάνω στην παραγωγή, ώστε να ανασχεδιάσει κάθε πτυχή της παραγωγικής διαδικασίας. Από τη στιγμή που η διοίκηση είχε διαχωρίσει την παραγωγή από τις ικανότητες των εργατών και την σύλληψη από την εκτέλεση, θα μπορούσε να ελέγχει κάθε στιγμή της παραγωγικής διαδικασίας, να το φτάσει στα άκρα και να δει σε ποια σημεία θα μπορούσαν να πιεστούν περισσότερο οι εργάτες.

Η αυτοματοποίηση της εργασίας που αναπόφευκτα επέφερε η παραπάνω διαδικασία αποτέλεσε θείο δώρο για τους εργοδότες στο πλαίσιο της ευρύτερης ταξικής πάλης, καθώς διευκόλυνε απίστευτα τη χρήση απεργοσπαστών. Ήταν πολύ ευκολότερο να βρει κανείς απεργοσπάστες ικανούς να πατούν κουμπιά σε μια γραμμή παραγωγής παρά να βρει εργάτες με την υψηλή εξειδίκευση του ύστερου 19ου αιώνα.

Με τη διατύπωση των τριών αυτών γενικών αρχών, ο Braverman αποκατέστησε την έμφαση που έδινε ο Μαρξ στις ταξικές επιπτώσεις που έχει η τεχνολογία στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η επιστημονική διεύθυνση της παραγωγής δεν αποτελούσε ταξικά ουδέτερη τεχνική αύξησης της αποδοτικότητας, αλλά σχέδιο για τον έλεγχο των εργατών στο πλαίσιο της πάλης τους ενάντια στο κεφάλαιο. Η αποτυχία κατανόησης της θέσης αυτής είναι εμφανής στα έργα του Λένιν και του Γκράμσι για τον Τεϋλορισμό και το Φορντισμό, πράγμα που οδηγεί με σχετική ακρίβεια στα μονομερή συμπεράσματα που έβγαλαν σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής τεϋλορικών τεχνικών στην μετα-καπιταλιστική κοινωνία.

O Braverman έχει δεχτεί πολλές φορές την άδικη επίκριση ότι αγνοεί τη συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων στη θεώρησή του. Η παραπάνω κριτική παρανοεί τη θέση του, η οποία λαμβάνει ως δεδομένη την αντίσταση των εργατών στις πιέσεις του κεφαλαίου και διερευνά τον τρόπο με τον οποίο το κεφάλαιο προσπαθεί να υπερνικήσει την αντίσταση αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, αληθεύει ότι άφησε εκτός βιβλίου τους προβληματισμούς που σχετίζονταν περισσότερο με την πάλη των εργατών.

Οι προβληματισμοί αυτοί αναπτύχθηκαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, την ίδια περίπου περίοδο που εκδόθηκε το «Εργασία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός». Το 1979, η βρετανική εργατική τάξη βρισκόταν ξεκάθαρα στην έναρξη μιας περιόδου ήττας. Το αγωνιστικό κύμα που είχε κορυφωθεί το 1974, με την πτώση της κυβέρνησης των Συντηρητικών, είχε υποχωρήσει ταχέως και η Margaret Thatcher ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την επίθεσή της στην εργατική τάξη.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι εργοδότες, αναλογιζόμενοι τα χρόνια των εργατικών αγώνων από τους οποίους είχαν μόλις γλυτώσει, στράφηκαν στον εκμηχανισμό και την ψηφιοποίηση. Ένας τρόπος αντιμετώπισης της αστάθειας του μισθολογικού κόστους ήταν να επενδύσουν στις μηχανές αντί για τους εργάτες. Τα παραπάνω συνέπεσαν χρονικά με την ανάπτυξη ψηφιακής τεχνολογίας κατάλληλης να χρησιμοποιηθεί επικερδώς σε περιβάλλον γραφείου. Ως εκ τούτου, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τον εκτοπισμό διαφόρων υπαλλήλων γραφείου στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν την περίοδο εκείνη μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Αυτό ήταν το γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου ο αείμνηστος Βρετανός σοσιαλιστής Chris Harman έγραψε ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο: «Κινδυνεύει η δουλειά σου από μια μηχανή;». Ο Harman αποτελούσε ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος των Εργατών (Socialist Workers Party), το οποίο είχε την εποχή εκείνη ως βάση του την εργατική τάξη, ως αποτέλεσμα της δουλειάς που είχε κάνει στο κίνημα των συνδικαλιζόμενων στον κλάδου του εμπορίου.

Για τους σοσιαλιστές στις ΗΠΑ σήμερα, οι ριζοσπαστικές οργανώσεις θεωρούνται εξ ορισμού αποκομμένες από την εργατική τάξη, όμως στην Βρετανία της δεκαετίας του ’70, τα προγράμματα των σοσιαλιστικών οργανώσεων δοκιμάζονταν στην πράξη από επιτελεία και υποστηρικτές σε εργατικούς χώρους σε ολόκληρη τη χώρα. Το βιβλιαράκι του Harman προσπαθούσε να παρέχει μια στρατηγική κατεύθυνση σε αγωνιστές της εργατικής τάξης που προσαρμόζονταν σε μια περίοδο οπισθοχώρησης.

Για τους σκοπούς του άρθρου, το πιο σημαντικό τμήμα του φυλλαδίου είναι το «Για ποιο πράγμα να παλέψουμε». Για τον Harman, το βασικό ζητούμενο ήταν η διατήρηση του εργατικού ελέγχου εντός του εργασιακού χώρου. Όπως το έθετε ο ίδιος: «Αυτό που αμφισβητούμε δεν είναι η τεχνολογία, αλλά ο έλεγχος της τεχνολογίας από διοικήσεις αφοσιωμένες στην επίτευξη κέρδους».

Η στρατηγική που σκιαγραφούσε ήταν πιο εκλεπτυσμένη συγκριτικά με εκείνη των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου. Αντί να αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια εισαγωγής περαιτέρω μηχανικών μέσων στον χώρο εργασίας, παρότρυνε τους εργάτες να θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις στις προσπάθειες της διοίκησης για εξορθολογισμό, κάθε μία από τις οποίες στόχευε στην διατήρηση της ισχύος της εργατικής τάξης. Σε αυτές περιλαμβάνονταν αιτήματα όπως:

  • Καμία χρήση τεχνολογικών μέσων αξιολόγησης της ταχύτητας ή της ακρίβειας κάθε επιμέρους εργαζομένου
  • Συμμετοχή στη διαπραγμάτευση όλων των εργαζομένων που πρόκειται να επηρεαστούν από την τεχνολογική αλλαγή, άμεσα ή έμμεσα
  • Όχι στην θυματοποίηση των εργατών που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις νέες τεχνολογίες
  • Καμιά επιτάχυνση του ρυθμού εργασίας μέσω της μείωσης προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης ή παραίτησης
  • Γραπτές δεσμεύσεις από πλευράς διοίκησης για μη εισαγωγή νέων τεχνολογιών χωρίς προηγούμενη συμφωνία των μελών του σωματείου

Όλα αυτά χάρασσαν μια στρατηγική για τους εργάτες που ήταν δεκτική της τεχνολογικής αλλαγής στους χώρους εργασίας, αλλά και αφοσιωμένη στο να διοχετεύσει την αλλαγή αυτή σε κατευθύνσεις που δεν θα έβλαπταν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης εντός των εγκαταστάσεων παραγωγής.

O Harman επιθυμούσε, πιο συγκεκριμένα, να προτείνει μια στρατηγική διαφοροποιημένη από εκείνη που ανέπτυσσαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, οι οποίες ζητούσαν απλώς εγγυήσεις ενάντια στις απολύσεις. Η στρατηγική αυτή, όμως, επέτρεπε μια πιο σταδιακή αποδυνάμωση των σωματείων.

Κάθε επιχείρηση υφίσταται σε κάποιο βαθμό εναλλαγή του εργατικού δυναμικού της σε έναν ορισμένο χρόνο και, με το να μην αντικαθιστούν τους υπαλλήλους που αποχωρούσαν εθελουσίως, οι εργοδότες μπορούσαν να επιβάλλουν μεγαλύτερο φόρτο εργασίας στου εναπομείναντες, χωρίς καν να χρειαστεί να προβούν σε απολύσεις. Τα σχέδια των συνδικαλιστικών οργανώσεων που αποσκοπούσαν αποκλειστικά στη διατήρηση σταθερών των επιπέδων απασχόλησης και των αμοιβών, χωρίς να αμφισβητούν πλέον την διαχειριστική εξουσία των εργοδοτών, επέτρεπαν στους εργοδότες να επιτυγχάνουν τους στόχους τους περισσότερο μέσα από σταδιακές αλλαγές παρά μέσα από δραστικές αναδιαρθρώσεις.

Για τον Harman, ο ιδανικός στόχος της κινητοποίησης κάθε σωματείου γύρω από το ζήτημα της τεχνολογίας δεν αφορούσε απλώς την επίτευξη μίας συμφωνίας γύρω από τα επικείμενα, αλλά την κατάληψη ισχυρότερων θέσεων μάχης εκ μέρους των εργατών για τον επόμενο γύρο αντιπαραθέσεων. Όπως και στην ανάλυση του Braverman, η οπτική αυτή υποδείκνυε μία κατανόηση των κινήτρων που οδηγούν το κεφάλαιο στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών βαθύτερη από αυτήν που μαρτυρεί το έργο του Λένιν ή του Γκράμσι.

Ταυτόχρονα, η επικέντρωσή του στην επίτευξη συμφωνιών με την διοίκηση, που θα επέτρεπαν στον εξορθολογισμό να προχωρήσει, υπό την προϋπόθεση της διατήρησης της ισχύος της εργατικής τάξης, προσφέρει πολλά περισσότερα σε στρατηγικό επίπεδο από ότι μια καθολική απόρριψη της τεχνολογικής αλλαγής στους χώρους εργασίας.

Βγάζοντας το Κεφάλαιο από την πρίζα

Ο Braverman και ο Harman έχουν πολλά να προσφέρουν στους ριζοσπάστες που αναμετρώνται σήμερα με το ζήτημα της καπιταλιστικής τεχνολογίας και με τους ιδεολογικούς της υπερασπιστές. Αντί να θεωρούν τις εξουσιαστικές σχέσεις εγγεγραμμένες στα τεχνολογικά δημιουργήματα, όπως πολλοί ριζοσπάστες συνηθίζουν σήμερα, οι Braverman και Harman προσέγγισαν το ζήτημα της τεχνολογίας στην βάση των ευρύτερων ταξικών συνθηκών εντός των οποίων αυτή βρίσκει εφαρμογή.

Όσο βρίσκονται υπό τον έλεγχο των καπιταλιστών, τα τεχνολογικά επιτεύγματα αποτελούν, όπως υποστήριζε ο Λένιν, επιτεύγματα στην απόσπαση του ιδρώτα των εργατών. Αυτό, όμως, δεν εξαντλεί τις προοπτικές της τεχνολογικής προόδου, η οποία, όπως αντιλαμβανόταν ο Λένιν και ο Μαρξ, μπορεί να υποσχεθεί την χειραφέτηση από την εργασία, ακόμη και αν σήμερα φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα.

Οι θεωρητικές συνεισφορές τους προτείνουν ορισμένες κατευθυντήριες για τους σύγχρονους αγώνες γύρω από το ζήτημα της τεχνολογίας. Πάνω από όλα, το ζήτημα της διατήρησης και της διεύρυνσης της εργατικής ισχύος εντός του χώρου εργασίας θα πρέπει να είναι κεντρικό στοιχείο αυτών των αγώνων.

Κομβικής σημασίας είναι η πρόταση ότι οι προσεγγίσεις του ζητήματος της τεχνολογίας που επικεντρώνονται πρωτίστως σε προβληματισμούς αναφορικά με τη διανομή του πλούτου δεν είναι σήμερα επαρκείς. Οι εγγυήσεις για διατήρηση θέσεων εργασίας ή ακόμη και μισθών και προνομίων ενόψει επερχόμενων τεχνολογικών αλλαγών απλώς δεν επαρκούν· η ταξική ισχύς των εργοδοτών είναι τόσο μεγάλη ώστε τέτοιου είδους συμφωνίες μπορούν κάλλιστα να συμβαδίζουν με το τσάκισμα της ισχύος της εργατικής τάξης εντός των παραγωγικών εγκαταστάσεων. Μάλιστα, το κεφάλαιο εμφανίζεται συχνά πολύ πρόθυμο να διατηρήσει τα προνόμια της παρούσας γενιάς εργαζομένων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι η επόμενη γενιά δεν θα τα απολαύσει ποτέ.

Η παραπάνω οπτική έχει σήμερα ιδιαίτερη σημασία, καθώς η διαδικασία ανοικοδόμησης της ισχύος της εργατικής τάξης σ’ ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο θα είναι αδιαμφισβήτητα μακρά. Οι καπιταλιστές θα συνεχίσουν να εισάγουν νέες τεχνολογίες που θα δυσχεραίνουν την εργασιακή ζωή και, για το άμεσο μέλλον, η τεχνοκρατική ηγεμονία των ειδικών σε θέματα παραγωγικότητας και των όσων υπονομεύουν την εξέλιξη της ανθρωπότητας, υπερασπιζόμενοι το statusquo, θα έχει συνέχεια, μαζί με τα παθολογικά ιδεολογήματα που τους συνοδεύουν.

Η μαρξιστική θεώρηση για τις πολλαπλές πλευρές που έχει η τεχνολογία στο καπιταλιστικό σύστημα θα είναι κομβικής σημασίας για την κατανόηση των παραπάνω διαδικασιών. Για την πραγματική, όμως, αλλαγή της κατάστασης θα απαιτηθεί η διατύπωση μιας στρατηγικής για την οργάνωση των εργατών και την αντίστασή τους.

*Ο Paul Heideman είναι διδάκτορας Αμερικανικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Rutgers του Newark.

Πηγή: https://www.jacobinmag.com/2015/04/braverman-gramsci-marx-technology

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

 


[1]Σ.τ.Μ: Το Indiegogo είναι μία ιστοσελίδα στην οποία μπορεί κάποιος να υποβάλλει ένα σχέδιο ή μία ιδέα ζητώντας από το κοινό να τη χρηματοδοτήσει, ώστε να υλοποιηθεί. Πρόκειται για τη μέθοδο ανεύρεσης κεφαλαίων που καλείται crowdfunding.

*Πηγή: antapocrisis.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας