Τα Putinomics και τα Erdoganomics

1790
σότσι

Ο κ. Ερντογάν μοιάζει σε πολλά με τον κ. Πούτιν. Είναι και οι δύο μακρόβιοι ηγέτες. Και οι δύο καλούνται να αντιμετωπίσουν οικονομίες που μαστίζονται από τη διαφθορά.

Και οι δύο –ο καθένας σε διαφορετική κλίμακα– πιστεύουν ότι οι χώρες τους αδικήθηκαν και διεκδικούν την κληρονομιά του παρελθόντος.

Ο Πούτιν την «περιουσία» της Σοβιετικής Ενωσης, ο Ερντογάν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι δύο πρόεδροι βάσισαν την πολιτική τους επιβίωση στην οικονομία καθώς πόνταραν στην οικονομική σταθερότητα και στην αύξηση του ιδιωτικού εισοδήματος.

Ο Πούτιν το 2014 κλήθηκε να διαχειριστεί την κρίση, που προκλήθηκε από την πτώση των τιμών του πετρελαίου και τις κυρώσεις.

Ο Ερντογάν σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπος με μία οικονομική πραγματικότητα η οποία μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική κρίση.

Τα Putinomics αποδείχθηκαν σωτήρια (η οικονομία έχει σταθεροποιηθεί, ο πληθωρισμός βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ο προϋπολογισμός είναι σχεδόν εξισορροπημένος) και χάρισαν στον Πούτιν τη νίκη στις εκλογές.

Τώρα μένει να δούμε αν και τα Erdoganomics θα έχουν τα ίδια αποτελέσματα. Η οικονομική πολιτική του κ. Ερντογάν βασίστηκε:

Πρώτον, στη μακροοικονομική σταθερότητα, με έμφαση στο δημόσιο χρέος (226,8 δισ. δολάρια, από τα οποία  90,6 δισεκατομμύρια δολάρια ήταν σε ξένο νόμισμα) και στα δημοσιονομικά ελλείμματα.

Δεύτερον, στη βελτίωση των ιδιωτικών εισοδημάτων.

Τρίτον, στη στήριξη του ιδιωτικού τομέα, όταν δεν ερχόταν σε αντίθεση με πολιτικούς του στόχους.

Οπως ο Πούτιν, έτσι και ο Ερντογάν, πρέπει να διαχειριστεί οικονομίες με μεγάλο βαθμό εξάρτησης από το εξωτερικό. Ο Ρώσος πρόεδρος εξαρτάται από τις πωλήσεις ενέργειας, πρώτων υλών και αγροτικών προϊόντων και τα ξένα κεφάλαια.

Ο Τούρκος πρόεδρος από την εισροή κεφαλαίων – κυρίως βραχυπρόθεσμων και τις εισαγωγές.

Σήμερα, οι ισορροπίες στην τουρκική οικονομία κινδυνεύουν να ανατραπούν λόγω της ραγδαίας διολίσθησης της τουρκικής λίρας (η μέση ισοτιμία δολαρίου/λίρας ήταν τον Απρίλιο 4,06, έναντι 3,66 λιρών τον ίδιο μήνα πέρυσι).

Πρόσφατα η Fitch έκανε έναν παραλληλισμό της σημερινής Τουρκίας με την Αργεντινή και την Ουκρανία, οι οποίες έχουν προσφύγει στο ΔΝΤ για να αντιμετωπίσουν την οικονομική κατάρρευση.

Αν μελετήσει κανείς την οικονομική του πολιτική, θα διαπιστώσει ότι, αν και αντισυμβατική –για τα δεδομένα του ΔΝΤ και των υπέρμαχων των πολιτικών λιτότητας της Γερμανίας–, ήταν απόλυτα συνεπής. Αξιοποίησε τη δυνατότητα της ελεύθερης διακύμανσης της τουρκικής λίρας, αντί να ακολουθήσει το ευαγγέλιο της «εσωτερικής υποτίμησης».

Για τον λόγο αυτό, αύξησε πολύ λιγότερο τα επιτόκια παρά τις αντίθετες υποδείξεις των υπέρμαχων της συμβατικής οικονομικής πολιτικής. Παράλληλα, στήριξε την ιδιωτική κατανάλωση.

Η παροχή επιδομάτων στους συνταξιούχους, η παροχή εγγυήσεων του Δημοσίου σε δάνεια, το «πάγωμα» των επιτοκίων σε κάποιες κατηγορίες ιδιωτικών δανείων, αν και έχουν δημοσιονομικό κόστος, εντούτοις ενίσχυσαν την κατανάλωση.

Τέλος, εφάρμοσε στοχευμένες πολιτικές ενίσχυσης νευραλγικών τομέων της τουρκικής οικονομίας. Για παράδειγμα, πριν από λίγες μέρες, ανακοίνωσε σημαντική μείωση της φορολογίας στις μεταβιβάσεις ακινήτων.

Φυσικά, αυτά είχαν παρενέργειες όπως τον υψηλό πληθωρισμό. Οι αρχικές παραδοχές προέβλεπαν ότι το 2018 ο πληθωρισμός θα ήταν 11%, ενώ τώρα μιλούν για 13%-15%.

Αλλά για τον Ερντογάν το μείζον πρόβλημα είναι το υψηλό χρέος τουρκικών επιχειρήσεων σε συνάλλαγμα.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της τουρκικής κεντρικής τράπεζας, ο εξωτερικός δανεισμός των επιχειρήσεων τον Μάρτιο ανήλθε σε 226,8 δισ. δολάρια, ή περίπου το 30% του ΑΕΠ (το 2016, ήταν 190 δισ. δολάρια).

Η επιθετική διολίσθηση έκανε το κόστος εξυπηρέτησης αβάστακτο. Ετσι, τώρα, εταιρείες –όπως η Yiıdız Holding, η Godiva– και ο Τούρκος δισεκατομμυριούχος Ferit Şahenk ζήτησαν τη βοήθεια των τραπεζών προκειμένου να γίνει αναδιάρθρωση των δανείων τους σε ξένο νόμισμα.

Ενδεικτικό είναι ότι τα δάνεια υπό στενή παρακολούθηση στην Akbank, τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα στην Τουρκία, σχεδόν τριπλασιάστηκαν στα 22,3 δισεκατομμύρια λίρες στο τέλος Μαρτίου σε σύγκριση με έξι μήνες νωρίτερα. Μια παρόμοια εικόνα παρατηρείται σε ολόκληρη τη χρηματοπιστωτική βιομηχανία της χώρας.

Εχουν εκδηλωθεί όμως και άλλα προβλήματα λιγότερο επικίνδυνα. Ενα από αυτά είναι η αύξηση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου. Τον Μάιο, οι αποδόσεις των διετών ομολόγων υπερέβησαν το 17% έναντι 13% στα τέλη Φεβρουαρίου.

Επίσης, έχουν επηρεαστεί και οι  εισροές χαρτοφυλακίου, οι οποίες, ενώ αυξήθηκαν κατά 78% τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, τον Μάρτιο, μειώθηκαν κατά 1,4 δισ. δολάρια και φαίνεται ότι η τάση αυτή συνεχίστηκε τον Απρίλιο και τον Μάιο. Τέλος, το ισοζύγιο πληρωμών εμφάνισε έλλειμμα 6,5%, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από τα αποθεματικά των κεντρικών τραπεζών.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Κατ’ αρχάς ότι το πρόβλημα της τουρκικής οικονομίας είναι πολιτικό, καθώς εξυπηρετεί τις άμεσες πολιτικές επιδιώξεις –επικράτηση στις εκλογές– του Ερντογάν.

Κατά δεύτερον, ότι ο κ. Ερντογάν θέλει να αγοράσει πολιτικό χρόνο, αφού θεωρεί ότι η κατάσταση είναι ελεγχόμενη. Επομένως, το μέλλον της τουρκικής οικονομίας δεν θα κριθεί από την ισοτιμία της λίρας, αλλά από το αποτέλεσμα των εκλογών.

*  Ο Γιάννης Σιώτος είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας

Πηγή: efsyn.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας