Δύο εβδομάδες αφότου ο διάδοχος και πραγματικός κυβερνήτης της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπας Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν (φωτογραφία), εξαπέλυσε, στο όνομα της καταπολέμησης της διαφθοράς, μαζικές συλλήψεις μελών της βασιλικής οικογένειας και λοιπών αξιωματούχων, σε συνδυασμό με το πάγωμα των τραπεζικών τους λογαριασμών που ανέρχονται σε 800 δισ. δολάρια, οι απορίες για το πού οδεύει η χώρα-εγγυητής της διεθνούς ενεργειακής και χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής αντί να λιγοστεύουν, πολλαπλασιάζονται.
Είναι νωρίς ακόμη για να απαντηθεί το κρίσιμο ερώτημα αν ο αυταρχικός “μεταρρυθμιστικός οίστρος” του διαδόχου προοιωνίζεται έναν αυθεντικό εκσυγχρονισμό του βασιλείου που πρωταγωνιστεί στη διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική ή αντίθετα επιταχύνει τις διαλυτικές διεργασίες που επιδιώκει να φρενάρει.
Όπως και είναι δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα αν οι εκκαθαρίσεις αποτελούν το προοίμιο μιας από τις μεγαλύτερες ιδιωτικοποιήσεις στην ιστορία, καθώς ο πρίγκιπας Μοχάμαντ φιλοδοξεί να στρέψει τη σαουδαραβική οικονομία σε ένα μοντέλο απεξαρτημένο από το πετρέλαιο, ή αντίθετα συνιστούν μία από τις πιο ιδιόμορφες κρατικοποιήσεις
Μαζική ρευστοποίηση
Ήδη οι μεγαλόσχημοι του βασιλείου καταφεύγουν σε μαζική ρευστοποίηση στοιχείων ενεργητικού και τα χρηματιστήρια του Περσικού Κόλπου είδαν την κεφαλαιοποίησή τους να υποχωρεί κατά 6,8 δισ. δολάρια τις πρώτα τρία 24ωρα των εκκαθαρίσεων.
Παράλληλα, η τιμή του πετρελαίου ισορροπεί σε επίπεδα περί τα 62 δολάρια ανά βαρέλι, γεγονός που πάντως έχει το πλεονέκτημα να αυξάνει τα σαουδαραβικά δημόσια έσοδα.
Διπλή αποτυχία
Οι εκκαθαρίσεις αποτελούν τη σπασμωδική απάντηση του ισχυρού άνδρα του βασιλείου όχι μόνο στην ανάγκη του να σταθεροποιήσει την εξουσία του αλλά και στη διπλή ήττα που έχει υποστεί το Ριάντ την τελευταία τριετία. Η πρώτη αφορά τις αποτυχημένες πολεμικές προσπάθειες (ανοικτή στην περίπτωση της Υεμένης, κεκαλυμμένη στην περίπτωση της Συρίας) με τις οποίες οι Σαούντ θέλησαν να προβάλουν την κυριαρχία τους στην περιοχή και να ανασχέσουν ό,τι θεωρούν ως ιρανική απειλή. Δεδομένων των τεράστιων εξοπλιστικών και επιχειρησιακών δαπανών της Σαουδικής Αραβίας, η αποτυχία στο πεδίο αυτό έχει και οικονομική διάσταση.
Η δεύτερη ήττα αφορά την ισοπέδωση των τιμών του πετρελαίου και τον ιδιόμορφο τριγωνικό ανταγωνισμ
Το “Όραμα 2030”
Όλα αυτά σε μια χώρα όπου μόλις καθιερώθηκε φορολογία (ΦΠΑ της τάξης του 5% για ορισμένα προϊόντα), όπου η διάμεση ηλικία του πληθυσμού είναι τα 27,5 έτη και η ανεργία των νέων 23,3% και όπου το 67% του ντόπιου εργατικού δυναμικού απασχολείται στον δημόσιο τομέα.
Ο διάδοχος Μοχάμαντ προσανατολίζεται σε ένα μεγάλο επενδυτικό σχέδιο, ονόματι “Όραμα 2030” για την ταχεία εκβιομηχάνιση της οικονομίας – αλλά βέβαια αυτό σημαίνει ακόμη μεγαλύτερες δαπάνες για επενδύσεις. Τη λύση υποτίθεται ότι θα δώσει η αναμενόμενη για το 2018 είσοδος του κρατικού πετρελαϊκού γίγαντα Aramco στο Χρηματιστήριο – όπου το 5% των μετοχών αναμένεται να αποφέρει περί τα 200 δισ. δολάρια. Μια άλλη λύση, ενδεχομένως να βρέθηκε μόλις με τη μέθοδο που περιγράφουν οι Financial Times…
Οι ανησυχίες και η διγλωσσία των ΗΠΑ
Ο Σαουδάραβας διάδοχος δρα “απερίσκεπτα”, “χωρίς να ζυγίζει τις συνέπειες των πράξεών του” και θα μπορούσε έτσι “να βλάψει τα συμφέροντα των ΗΠΑ”, σύμφωνα τουλάχιστον με τις εκτιμήσεις των θεματοφυλάκων τους σε State Department, Πεντάγωνο και CIA, που επικαλείται πρόσφατο δημοσίευμα των New York Times.
Πράγματι ο Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν καταρρίπτει όλους τους πυλώνες της σταθερότητας του βασιλείου: ενότητα της βασιλικής οικογένειας, σύμπλευση με το ιερατείο, εμπιστοσύνη της διεθνούς επιχειρηματικής κοινότητας.
Ωστόσο, είναι η ίδια η αμερικανική διγλωσσία που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την παρούσα κρίση. Διότι αν η “θεσμική Αμερική” αντιμετωπίζει με επιφύλαξη την κατάσταση και επιδιώκει να χαλιναγωγήσει τον ανοικονόμητο πρίγκιπα, ο Ντόναλντ Τραμπ και το περιβάλλον του τον επαινούν και τον ενθαρρύνουν με κάθε ευκαιρία.
Για την Aramco και το Ισραήλ
Αρκεί κανείς ενδεικτικά να θυμηθεί ότι λίγο μετά τη θεαματική επίσκεψη τον Μάιο του Αμερικανού προέδρου στη Σαουδική Αραβία, ξέσπασε η κρίση του αποκλεισμού του Κατάρ από τους ισχυρούς γείτονές του, με τον Τραμπ να σχολιάζει από το Twitter θετικά μια πρωτοβουλία που απειλούσε το εμιράτο με τη μεγαλύτερη αμερικανική βάση στην περιοχή.
Η ερμηνεία αυτής της στάσης δεν μπορεί να είναι άσχετη με το ότι ο Τραμπ δημοσίως “φλερτάρει” το Ριάντ ώστε η αναμενόμενη εγγραφή της Aramco να γίνει στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Ούτε και με το ότι τόσο ο Λευκός Οίκος όσο και το βασιλικό παλάτι του Ριάντ ευθυγραμμίζονται, με την ένθερμη μεσολάβηση και του Ισραήλ, σε μια πολιτική πάση θυσία αποδυνάμωσης του Ιράν και της περιφερειακής του επιρροής.
Κινήσεις προσέγγισης
Ήδη στη λιβανέζικη εφημερίδα Αλ Αχμπάρ δημοσιεύθηκε υπόμνημα π
Η συνέχεια δόθηκε με τη δήλωση την Πέμπτη του αντιστρατήγου Γκάντι Άιζενκοτ, αρχηγού του ισραηλινού Γενικού Επιτελείου προς τη σαουδαραβική εφημερίδα Alaf ότι “με την προεδρία Τραμπ είναι εφικτή μια νέα συμμαχία στην περιοχή με στρατηγικό σχέδιο να αντιμετωπισθεί η ιρανική απειλή” και ότι η χώρα του θα μπορούσε να ανταλλάσσει πληροφορίες με το Ριάντ περί Ιράν.