Σαφές μήνυμα προς την ελληνική κυβέρνηση να μην εφησυχάσει και να συνεχίσει ακάθεκτη μέχρι τελικής πτώσης στο δρόμο των νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων και προς τις ελληνικές τράπεζες να επιταχύνουν την πώληση των NPEs και τους πλειστηριασμούς, έστειλε ο πρόεδρος της Deutsche Bundesbank, Dr. Jens Weidmann στην ομιλία που παρέθεσε ως Κεντρικός Ομιλητής, με τίτλο «Exploring the agora: Lessons for a more stable economic and monetary union» (Παρατηρώντας την αγορά: Διδάγματα για μία πιο σταθερή οικονομική και νομισματική ένωση).
Όπως ανέφερε ο κ. Weidman «πριν από δέκα ημέρες, η Ελλάδα ολοκλήρωσε με επιτυχία, ωστόσο ότι η 20η Αυγούστου (τέλος του τρίτου προγράμματος προσαρμογής) δεν είναι η τελική γραμμή, αλλά ορόσημο σε έναν μακρύ δρόμο προς την ανάκαμψη».
Παράλληλα τόνισε χαρακτηριστικά πως «η ανακοίνωση της “αποστολής που επιτεύχθηκε” θα ήταν πρόωρη: η δουλειά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί».
Όσον αφορά τις τράπεζες ο κ. Weidmann τόνισε χαρακτηριστικά πως «οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν τις πωλήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων – NPEs – πιο εντατικά».
Επίσης ανέφερε πως μια αποτελεσματικότερη δευτερογενής αγορά για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (όπως ζήτησε η Τράπεζα της Ελλάδος) θα ωφελήσει την ελληνική οικονομία.
Ο κ. Weidmann αναφέρθηκε, επίσης, στις σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες που επέφεραν οι προσαρμογές αυτές.
«Αναγνωρίζοντας τις θυσίες, έχω μεγάλο σεβασμό για τον ελληνικό λαό και τον τρόπο με τον οποίο όλοι εσείς υπομείνατε αυτή τη δύσκολη περίοδο».
Όπως επισημάνθηκε από τον κ. Weidman, «πρόσθετες, αναπτυξιακής φύσεως, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα ενισχύσουν ουσιαστικά την ελληνική οικονομία, την προσφορά περισσότερων ευκαιριών απασχόλησης και την ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας και των πραγματικών μισθών».
Όσον αφορά την ελληνική οικονομία ο κ. Weidman ανέφερε πως «η ελληνική οικονομία έχει γίνει πιο ανοιχτή.
Η οικονομική ανάκαμψη αποδίδει επίσης καρπούς στην αγορά εργασίας.
Το πρώτο τρίμηνο του 2018, η απασχόληση ξεπέρασε το κατώτατο όριο από τα τέλη του 2013 κατά σχεδόν 8%.
Ομοίως, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από περίπου 28% τον Ιούλιο του 2013 σε 19,5% τον Μάιο του 2018.
Σε αυτό το επίπεδο, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό».
Έκανε ιδιαίτερη αναφορά για το γεγονός πως σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρομέτρου (άνοιξη 2018), μόνο ένα μικρό ποσοστό, δηλαδή το 2%, των Ελλήνων εκτιμά την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας τους ως καλή.
Ίσως ακόμη πιο ξεκάθαρα, το υπόλοιπο 98% αντιλαμβάνεται την οικονομική κατάσταση ως κακή.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με μια κατά το μάλλον ή ήττον ομοιόμορφο διαχωρισμό όλων των ερωτηθέντων της ΕΕ όταν ρωτήθηκαν για τις αντίστοιχες οικονομίες τους.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η οικονομική ανάκαμψη δεν έχει φτάσει ακόμα στον πληθυσμό.
Σύμφωνα με τον κ. Weidman οι πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ευνοούν την ανάπτυξη θα έφερναν την οικονομία σε πιο απότομη αναπτυξιακή πορεία και θα προσέφεραν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης και ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας και των πραγματικών μισθών.
Τραπεζικό σύστημα
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Weidman «μια πιο ευημερούσα οικονομία θα βοηθούσε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να ανακάμψει από την κρίση.
Ωστόσο, η σοβαρότητα του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων σημαίνει ότι δεν πρόκειται απλά να πάει μακριά.
Ενώ οι τράπεζες έχουν δείξει την προθυμία τους και την ικανότητά τους να ενεργούν με τη διεξαγωγή σημαντικών διαγραφών και πωλήσεων, υποστηρίζω πλήρως αυτό που είπε πρόσφατα ο Γιάννης Στουρνάρας στους Financial Times, όταν είπε “πρέπει να είμαστε πιο φιλόδοξοι στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν τις πωλήσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων εντατικότερα”.
Η ταχεία επίλυση του προβλήματος του NPL θα επέτρεπε στον ελληνικό τραπεζικό τομέα να εκπληρώσει τον παραδοσιακό του ρόλο στην παροχή πίστωσης στην πραγματική οικονομία και στην κατανομή των πόρων στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.
Δημοσιονομική πολιτική
Παράλληλα ο κ. Weidman ανέφερε πως «τώρα, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ESM, οι δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές στην Ελλάδα θα παρακολουθούνται στενά.
Για να αναφέρω ξανά τον Γιάννη Στουρνάρα: “Οι αγορές θα πάρουν μια σκληρή προσέγγιση.” Και σε αυτό θα ήθελα να προσθέσω: δεν μπορείτε πραγματικά να διαφωνήσετε μαζί τους.
Η εμπιστοσύνη των επενδυτών πρέπει να αποκατασταθεί και να διατηρηθεί.
Αυτό απαιτεί, μεταξύ άλλων, την κατάλληλη πορεία της δημοσιονομικής πολιτικής. Χάρη στα συμφωνηθέντα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, οι ανάγκες ρευστότητας θα είναι μάλλον περιορισμένες κατά τα προσεχή έτη.
Η πορεία προς τη μελλοντική ευημερία για την Ελλάδα θα μπορούσε να αποδειχθεί κατά τα προσεχή έτη ότι μπορεί να επιμείνει σε μια υγιή δημοσιονομική πορεία και να φέρει τον δείκτη χρέους της σε μια σταθερή πτωτική τροχιά.
Διδάγματα από την κρίση
Σύμφωνα με τον κ. Weidman «η κρίση μας έχει διδάξει ότι οι οικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες στα επιμέρους κράτη μέλη δεν είναι μόνο ένα εθνικό πρόβλημα.
Στην πράξη μάθαμε τι ένας από τους προκατόχους μου, Hans Tietmeyer, σήμανε όταν πρόβλεψε πριν από περισσότερα από 20 χρόνια ότι μια νομισματική ένωση δημιουργεί έναν μοιραίο δεσμό μεταξύ των κρατών μελών της, επειδή οι αλληλεξαρτήσεις εντείνουν δραματικά.
Πράγματι, έπρεπε να μάθουμε σκληρά πόσο γρήγορα μια τοπική κρίση μπορεί να εξελιχθεί σε μια κρίση στη ζώνη του ευρώ.
Οι ιδρυτές του ευρώ προσπάθησαν να εξασφαλίσουν αυτόν τον γνωστό κίνδυνο.
Απαγόρευαν την εκτύπωση χρημάτων για τη χρηματοδότηση δημόσιων ελλειμμάτων, απέκλεισαν τη διάσωση των κυβερνήσεων και θέσπισαν διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Ωστόσο, οι επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις μόνιμα επηρέασαν τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Όπως γνωρίζετε, το Ελληνικό Δάνειο για το 2010 δημιουργήθηκε ad hoc.
Το θεσμικό πλαίσιο έχει προσαρμοστεί και βελτιωθεί έκτοτε. Μια βελτίωση ήταν να δημιουργηθεί μια μόνιμη εγκατάσταση διάσωσης.
Ο ESM μπορεί να χορηγήσει υπό όρους οικονομική ενίσχυση στα κράτη μέλη, εάν χρειαστεί, για να αποτρέψει μια εθνική κρίση να διακυβεύσει τη σταθερότητα ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ζώνης του ευρώ. Μια άλλη σημαντική βελτίωση ήταν η έναρξη της τραπεζικής ένωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η ενιαία εποπτεία των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ αποτελεί σημαντικό βήμα προς ένα πιο σταθερό ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Και αν μια τράπεζα αποτύχει παρόλα αυτά, υπάρχει μια σαφής ιεραρχία ως προς την ευθύνη.
Μαζί με αυστηρότερους δημοσιονομικούς κανονισμούς, η τραπεζική ένωση και ο ESM έχουν αναμφισβήτητα καταστήσει τη νομισματική ένωση πιο σταθερή. Εάν υπήρχαν νέες αναταραχές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή σε μεμονωμένα κράτη μέλη σήμερα, η ζώνη του ευρώ θα ήταν πολύ καλύτερα εξοπλισμένη για να τις αντιμετωπίσει πριν από οκτώ χρόνια».
Απαιτούνται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις
Ο κ. Weidman έκανε εκτενή ανάλυση για το μέλλον της Ευρωζώνης αλλά και για το γεγονός ότι χρειάζονται περαιτέρω μεταρρυθμίσιες για να καταστεί πιο ισχυρή.
Όπως ανέφερε «στην πραγματικότητα, οι ευρωπαίοι νομοθέτες έμαθαν από τα λάθη του παρελθόντος και βελτίωσαν τα πράγματα.
Ωστόσο, τα μέχρι στιγμής επιτεύγματα δεν αρκούν.
Υπάρχει συναίνεση μεταξύ των εμπειρογνωμόνων ότι απαιτούνται πρόσθετες μεταρρυθμίσεις για την περαιτέρω μείωση της ευπάθειας της ευρωζώνης σε κρίσεις.
Ωστόσο, δεν είναι σαφές ποιο είναι το δρόμο για να επιλέξετε να προχωρήσετε.
Επί αρκετό καιρό, έχει διεξαχθεί εντατική συζήτηση σχετικά με τη μελλοντική διάρθρωση της νομισματικής ένωσης.
Ορισμένες έννοιες και προτάσεις βρίσκονται στο τραπέζι. Διαφέρουν ως προς τη βαρύτητα που αποδίδουν σε κάθε διάκριση κινδύνου και την από κοινού ευθύνη, αφενός, και στην ατομική ευθύνη, ένα καθεστώς βασισμένο σε κανόνες και την αποφυγή ψευδών κινήτρων από την άλλη.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα της νομισματικής ένωσης να τηρείται η αρχή της ευθύνης.
Με λίγα λόγια, ορίζει ότι όποιος αποφασίζει για μια ενέργεια πρέπει επίσης να φέρει τις συνέπειες αυτής της απόφασης – αποκομίζοντας οφέλη ή υποφέροντας οποιοδήποτε μειονέκτημα ή απώλεια.
Δεν θα ήταν ούτε δίκαιη ούτε βιώσιμη εάν οι αποφάσεις μπορούσαν να γίνουν σε βάρος άλλων.
Θα δημιουργηθούν εσφαλμένα κίνητρα.
Για παράδειγμα, η ασφάλιση μπορεί να ενθαρρύνει τον αντισυμβαλλόμενο να αναλάβει περισσότερους κινδύνους.
Σήμερα, πολλοί Ευρωπαίοι ζητούν μεγαλύτερη κατανομή των κινδύνων.
Εάν δημιουργηθεί μια τέτοια κοινή ευθύνη, τα αντίστοιχα δικαιώματα κυριαρχίας θα πρέπει να μεταφερθούν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Διαφορετικά, η οργάνωση θα μπορούσε να συμβάλει στην ενδεχόμενη αναζωπύρωση αθέμιτων εξελίξεων.
Ωστόσο, η δική μου εντύπωση είναι ότι η προθυμία απόδοσης των δικαιωμάτων κυριαρχίας στις Βρυξέλλες είναι μάλλον περιορισμένη στα περισσότερα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.Επί του παρόντος, επομένως, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να ενταχθούν στο ισχύον πλαίσιο του Μάαστριχτ.
Αλλά αυτό δεν αποκλείει πλήρως τα στοιχεία της ευθύνης από κοινού.
Παραδέχομαι, για παράδειγμα, ότι μια κοινή ασφάλιση κατάθεσης θα μπορούσε να συμβάλει σε ένα πιο σταθερό χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς θα μειωνόταν ο κίνδυνος τρεχούμενων τραπεζών.
Ωστόσο, η ισορροπία μεταξύ ενεργειών και ευθύνης προϋποθέτει ότι οι κίνδυνοι που ανακύπτουν με εθνική ευθύνη δεν μπορούν να αλληλοενισχυθούν.
Θα πρέπει να μειωθούν πριν από τη θέσπιση του καθεστώτος. Αν όχι, μια κοινή ασφάλιση κατάθεσης θα οδηγήσει σε ανακατανομή των υπάρχοντων κινδύνων.
Σκέφτομαι εδώ το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά σκέφτομαι επίσης τα κρατικά ανοίγματα στους ισολογισμούς των τραπεζών. Από την κρίση χρέους, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να προσποιούμαστε ότι τα κρατικά ομόλογα είναι περιουσιακά στοιχεία χωρίς κίνδυνο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Bundesbank τάσσεται υπέρ της λήξης της προτιμησιακής αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους στον τραπεζικό τομέα.
Πρέπει να μειωθούν τα λανθασμένα κίνητρα – σταδιακά, βέβαια.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αποφύγουμε μια κατάσταση στην οποία οι τράπεζες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες επειδή έχουν αποθηκεύσει τεράστιες ποσότητες κρατικών ομολόγων.
Στη σημερινή συζήτηση για τη μεταρρύθμιση, πολλές έννοιες περιλαμβάνουν νέες φορολογικές διευκολύνσεις.
Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι ένας προϋπολογισμός της ζώνης του ευρώ θα προωθήσει την ανταγωνιστικότητα και τη σύγκλιση των οικονομιών μελών της ζώνης του ευρώ.
Ωστόσο, ένας τέτοιος προϋπολογισμός θα μπορούσε να είναι αντιπαραγωγικός αν αυξήσει τη δημοσιονομική επιβάρυνση που βαρύνει τους ευρωπαίους πολίτες.
Επιπλέον, δεν θα πρέπει να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για δημόσιο δανεισμό, δεδομένου ότι έχουν ήδη υψηλά επίπεδα χρέους. Από την άλλη πλευρά, εάν αποτελεί μέρος μιας θεμελιώδους μεταρρύθμισης των κονδυλίων της ΕΕ, ένας προϋπολογισμός της ζώνης του ευρώ θα μπορούσε να είναι μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη».