Σημειώσεις για το ''Τελευταίο Σημείωμα''

3279
αξίες
“Ένα μόνο μπορώ να ξέρω. Δεν χαλάλισα άσκοπα 25 χρόνια”. Οι λέξεις δεν εκστομίζονται από το παρελθόν. Η εικόνα είναι τωρινή και οι λέξεις απευθύνονται σε εμάς, σ’ αυτό το μίζερο παρόν, αλλά και στους μετά από εμάς.
 
Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα πιο επίκαιρο και σύγχρονο από αυτό. Ο κομμουνιστής Ακροναυπλιώτης που οδηγείται στην Καισαριανή για εκτέλεση απολογείται για τη ζωή που δεν χαλάλισε πηγαίνοντας από εξορία σε εξορία.
Ένας ορθολογισμός στην ανάλυση θα μπορούσε να ερμηνεύσει τις εικόνες και τις λέξεις διαφορετικά. Ένας μελλοθάνατος πρέπει να δώσει κουράγιο στην εαυτό του δικαιώνοντας τη ζωή του, χρειάζεται την ιστορική αισιοδοξία για να δικαιώσει τη θυσία του. Εξ άλλου δεν ξέρει αυτό που ξέρουμε εμείς, τις τόσες καταρρεύσεις!
Αλλά αυτός ο ορθολογιστής χάνει εκείνο που χάνουν πάντα οι τέτοιου είδους ορθολογιστές. Πως και το παρόν θα μετατραπεί σε παρελθόν. Και πως ο χρόνος δικαιώνει ή αδικεί τις ιστορικές απόπειρες, αλλά ποτέ δεν τις διαγράφει. Η Ιστορία επιστρέφει για να ανασκευάσει τις ανορθογραφίες της.
Επιπλέον, ο εν λογω ορθολογιστής δεν θα είχε δει την ταινία. Γιατί το βλέμμα του Ακροναυπλιώτη ήταν ευθύ και στραμμένο στο μεγάλο μέλλον. Ο σκηνοθέτης δεν τον έβαλε να μιλάει για τον εαυτό του και για εκείνο το παρόν.
Τον βάζει να απευθύνεται σ’ εμάς, στους θεατές και τους παραλήπτες της ταινίας.
Είναι σαν να βλέπεις στην εικόνα εκείνον τον υπέροχο, και πάντα σημερινό, στίχο του Μαν. Ρασούλη “τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή…”
Κι όπως είπε κάποιος, κατά πολύ νεότερός μου, άρα υπεράνω νοσταλγικής υποψίας, αυτοί οι άνθρωποι δεν σου δείχνουν ούτε μια στιγμή ότι ηττήθηκαν. Και στο ηττήθηκαν δεν περιέχεται το μακρινό αλλά και το άμεσο παρελθόν, του (ρέοντος) παρόντος περιλαμβανομένου.
Θέλω να πω για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη και της Ιωάννας Καρυστιάνη, “Το τελευταίο σημείωμα” (εδώτο τρέιλερ). Δεν θέλω και δεν μπορώ να κάνω κινηματογραφική κριτική. Έχω μάτια θεατή όχι αμέτοχου. Άρα η αισθητική και η πολιτική συγκίνηση ταυτίζονται σε τέτοιο βαθμό που με κάνουν ακατάλληλο για “αντικειμενική” κριτική.
Κι ύστερα, δεν ξέρω πού ακριβώς χωρίζονται αυτά τα πράγματα. Τι είναι “αντικειμενικά” καλό στην τέχνη και τι “υποκειμενικά”. Όταν μάλιστα το κύριο χαρακτηριστικό που διαχωρίζει την τέχνη από την καταγραφή της πραγματικότητας και την πραγματικότητα την ίδια, είναι ακριβώς η μεταφορά συμπυκνωμένης αίσθησης του κόσμου και της συγκίνησής του.
Κατόπιν τούτων, μερικές καταγραφές για την ταινία.
Το κύριο το ανέφερα πιο πάνω και μου ανήκει μόνο η μεταφορά του: δεν έχει ούτε μια στιγμή την αίσθηση πως οι άνθρωποι αυτοί, κρατούμενοι, βασανιζόμενοι και υποψήφιοι νεκροί είναι ηττημένοι στην Ιστορία.
Σε όλη την ταινία μεταδίδεται μια πραγματική και ολική αίσθηση ζωής. Η οποία δεν απέχει από την πραγματικότητα, απλώς την συμπυκνώνει. Ασχολούνται με τη ζωή ενώ οδεύουν αργά ή γρήγορα προς τον θάνατο. Την αγαπούν τη ζωή όσο τίποτα. Είναι ερωτευμένοι με πάθος, μεγαλώνουν λουλούδια, διαβάζουν και απαγγέλλουν ποιήματα, τραγουδούν και χορεύουν.
Μπορεί κάποιος να πει πως έχουν μια υπερβολή όλα αυτά στην ταινία. Ο χορός πριν την εκτέλεση, η αυτοθυσία του νεαρού, που ζητά να πάει με τους εκτελεσμένους για να μην τους αποχωριστεί κ.ά.
Αλλά όποιος δεν έχει φτάσει στα ακραία όρια δεν μπορεί να ξέρει τι είναι ακραία συμπεριφορά. Μιλάμε για μη κανονικές συνθήκες που δεν μπορούν να αξιολογηθούν με κανονικά κριτήρια συμπεριφοράς.
Κι ύστερα όλα καθηλώνονται, εδώ βρίσκεται και η απάντηση στους δύσπιστους, όταν ο Γερμανός διοικητής προτείνει στον Ναπ. Σουκατζίδη να βγει από τη σειρά και να σωθεί, και  να αντικατασταθεί από κάποιον άλλο, κι εκείνος αρνείται, γιατί δεν θα είναι ζωή αυτή που θα ζήσει μετά μέσα στην ατίμωση.
Δεν είναι το ατομικό μεγαλείο του ενός ανθρώπου, που ούτως ή άλλως είναι αδιαμφισβήτητο. Είναι το μεγαλείο της συλλογικής προσπάθειας. Μόνο μέσα σε αυτήν μπορούν να υπάρξουν οι άνθρωποι. Κι αυτήν την ανώτερη ανθρώπινη λειτουργία διασώζουν σε έναν κόσμο ατομικών επιλογών οι κομμουνιστές. Τότε, τώρα και πάντοτε.
Στις ακραίες συνθήκες, όπως εκείνες της γερμανικής κατοχής και του πολέμου,  δοκιμάζονται οι ανθρώπινες σχέσεις και αντοχές, και μπορείς να παρατηρήσεις τις συμπεριφορές, κυρίαρχων και κυριαρχούμενων σαν σε πειραματικό εργαστήριο.
Το φαινόμενο Σουκατζίδη, λοιπόν, επαναλήφθηκε πολλές φορές, με πολλές μορφές. Με αυτήν την έννοια η ταινία μιλάει για έναν τύπο ανθρώπου. Αυτό μπορούσε να θεωρηθεί κάπως σαν δεδομένο στα στρατόπεδα κομμουνιστών κρατουμένων. Οι παρόμοιες περιπτώσεις σε στρατόπεδα άλλων κατηγοριών ήταν εξαίρεση (ας μην λησμονήσουμε τον ρόλο των κάπο).
Εκείνο που κυριαρχεί είναι η συλλογική προσπάθεια. Με κορυφαία εκδήλωση την τελευταία επιθυμία να εκτελεστούν μαζί και οι 200.
Γίνεται συζήτηση σχετικά με την παραποίηση από το σενάριο του ιστορικού ντοκουμέντου  της εκτέλεσης που απαγγέλλει ο Γερμανός διοικητής, όπου η λέξη κομμουνιστές, αντικαθίσταται από τη λέξη Έλληνες.
Προσωπικά το πρόσεξα μόνο επειδή έχει γίνει η συζήτηση. Κι επειδή το πρόσεξα δεν μου έκανε εντύπωση πως αποκρύπτει κάτι από την ιδιότητα των κομμουνιστών. Μάλλον σαν άσκοπη ενέργεια του σεναρίου θα το έλεγα, καθώς σε όλη την ταινία πουθενά δεν κρύβεται η κομμουνιστική ιδιότητα και οι κομμουνιστικές αρετές των κρατουμένων. Ακόμα και στο εκτελεστικό απόσπασμα για τον κομμουνισμό και τη λαϊκή επανάσταση φωνάζουν.
Και κάποιες παρατηρήσεις που δεν αφορούν το σώμα, αλλά την επικαιρότητα της ταινίας.
Η ταινία αυτή αφορά την γερμανική-ναζιστική κατοχή. Και έρχεται στις οθόνες την εποχή της γερμανικής οικονομικής εισβολής στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Μπορεί να είναι δικός μου ο συνειρμός. Είναι όμως μόνο δικός μου; Όταν πρεσβείες και υπηρεσίες, μηχανισμοί και αναθεωρητές της Ιστορίας από κοινού προσπαθούν να εξαλείψουν ακόμα και τη λέξη γερμανικό από την κατοχή του 1941-44.
Προβάλλει το ρόλο των κομμουνιστών στην αντίσταση εναντίον του φασισμού, την εποχή που τα ευρωπαϊκά κέντρα και οι ακόλουθοί τους, πολιτικοί και τηλεοπτικοί “αστέρες” επιδίδονται στην “ανιδιοτελή” προσπάθεια ταύτισης του ναζισμού με τον κομμουνισμό.
Προβάλλει το ρόλο του φασισμού την εποχή που το φίδι έχει βγει από το αυγό του και απειλεί.
Συμμερίζομαι την άποψη ότι μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις λαθροχειρίες του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, πιστεύω ότι αυτό δεν είναι υπόθεση της ταινίας. Εξ άλλου τους 200 ως κομμουνιστές τιμά, όπως και άλλα κομμουνιστικά σύμβολα, ο Τσίπρας, πριν υπογράψει τα μνημόνια της υποταγής.
Θυμάμαι τις συζητήσεις που οργανώναμε στη δεκαετία του 80 στην αίθουσα στου Περισσού, με ταινίες του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Όπου θερμοί Κνίτες αναζητούσαν απαντήσεις στις ταινίες για τα χιλιάδες ερωτήματα που τους βασάνιζαν σχετικά με την πολιτική κατάσταση και την πολιτική του Κόμματος, που δεν τους χώραγε.
Νομίζω πως ήταν ο Κώστας Βρεττάκος ο σκηνοθέτης, με τα “Παιδιά της Χελιδόνας”, που απάντησε σε μια σχετική ερώτηση: Ζητάτε από τον σκηνοθέτη και την ταινία να δώσει τις απαντήσεις που πρέπει να δώσετε εσείς.
Πηγή: kommon.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας