Αυτή τη φορά η εξαίρεση της Ελλάδας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ήταν για καλό.
Η διόρθωση που ανακοίνωσε ο διεθνής οργανισμός στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής στο Μπαλί της Ινδονησίας για τους ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας το επόμενο έτος, από 1,8% που είχε προβλέψει τον Απρίλιο σε 2,4%, ναι μεν επαναλήφθηκε για δεκάδες χώρες και περιοχές του κόσμου, αλλά για τους άλλους δεν ήταν τόσο ευχάριστη. Το μήνυμα που έστειλε, μέσα από την έκδοση Παγκόσμιο Οικονομικό Περισκόπιο (World Economic Outlook), που αποτελεί σημείο αναφοράς για πολιτικούς και ερευνητές, είναι ότι η παγκόσμια οικονομία εφέτος και τον επόμενο χρόνο δεν αναμένεται να αναπτυχθεί, αλλά θα μείνει στα ίδια επίπεδα με πέρυσι: 3,7% ή 0,2% χαμηλότερα απ’ ότι είχε προβλέψει μόλις τον Απρίλιο. Το ίδιο θα συμβεί και το 2020, ενώ τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 2023, προβλέπεται επιβράδυνση, με την μεγέθυνση να φτάνει το 3,6%.
Η αιτία πίσω από την αρνητική αναθεώρηση των προβλέψεων βρίσκεται σε ένα κράμα αιτιών που περιλαμβάνουν:
Πρώτο, τις εμπορικές κυρώσεις που επέβαλε ο Τραμπ στην Κίνα και άλλες χώρες, που αφορούν εξαγωγές της ασιατικής υπερδύναμης οι οποίες υπερβαίνουν τα 200 δισ. δολ. Οι αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή εστιάζονται στα προβλήματα που θα συναντήσουν οι αλυσίδες αξίας καθώς συστατικά τους μέρη θα ακριβύνουν ή θα καθυστερούν να παραδοθούν.
Δεύτερο, υψηλότερες τιμές του πετρελαίου που από τον Ιούνιο του 2017 έχουν αυξηθεί κατά 70% ή 30 δολάρια ανά βαρέλι.
Τρίτο, το βέβαιο ενδεχόμενο της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής ειδικά εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών που είναι πιθανό να προκαλέσουν αλλαγές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τις ροές κεφαλαίων με απομείωση των εισροών συναλλάγματος στις χώρες της περιφέρειας. Το ΔΝΤ κάνει λόγο ειδικότερα για «μη βιώσιμες μακροοικονομικές πολιτικές» και «υποβοηθούμενη οικονομική μεγέθυνση». Αυτή η κατάσταση έχει αρχίσει να αλλάζει με 2 αυξήσεις επιτοκίων για το 2018 και 3 προγραμματισμένες για το 2019 από την Fed, ενώ μόλις τον Ιούνιο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι το πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού θα ολοκληρωθεί στο τέλος του χρόνου. Από τον Οκτώβριο δε, οι μηνιαίες αγορές ομολόγων μειώνονται από 30 σε 15 δισ. ευρώ.
Τέταρτο, αρνητικές εξελίξεις σε μια σειρά χώρες όπως η Τουρκία και η Αργεντινή (με τα εθνικά τους νομίσματα να έχουν υποτιμηθεί κατά 40% και 27% από τον Φεβρουάριο) που μπορεί να έχουν κοινή αιτία το σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής, σε δεύτερο χρόνο ωστόσο λειτουργούν ως αυτοτελείς εστίες αναζωπύρωσης των οικονομικών πυρκαγιών. Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, όπως αναφέρει η έκθεση του οργανισμού, «μετά από λίγα χρόνια η μεγέθυνση στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες αναμένεται να μειωθεί σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από εκείνα πριν την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση μια δεκαετία πριν».
Ιδιαίτερα ανησυχητική για την κοινωνική σταθερότητα είναι η πρόβλεψη του ΔΝΤ για εμβάθυνση των διεθνών οικονομικών ανισοτήτων. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «περίπου 45 αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες που αντιπροσωπεύουν το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ προβλέπεται να αναπτυχθούν λιγότερο με κατά κεφαλήν όρους σε σχέση με τις αναπτυγμένες οικονομίες για την περίοδο 2018-2023 κι έτσι το επίπεδο ζωής να υποχωρήσει περαιτέρω». Στην άλλη άκρη της κλίμακας βρίσκονται χώρες όπως με μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και δημοσιονομικό χώρο, κι εδώ περιγράφεται ρητά η Γερμανία, «που θα πρέπει να αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις για να δώσουν ώθηση στην εν δυνάμει μεγέθυνση και να μειώσουν τις εξωτερικές ανισορροπίες».
Οι αντιθέσεις όμως οξύνονται κι εντός των ανεπτυγμένων χωρών. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι σχεδόν δεν υφίσταται αύξηση των πραγματικών μισθών! «Στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, για παράδειγμα, όπου τα ποσοστά ανεργίας είναι τα χαμηλότερα από το 2000 και το 1993 αντίστοιχα, οι μισθοί έχουν αυξηθεί συντηρητικά αντανακλώντας εν μέρει την αδύναμη αύξηση της παραγωγικότητας και πιθανά μια ελαστικότητα στην αγορά εργασίας μεγαλύτερη από αυτήν που αντανακλάται στους τίτλους για τους αριθμούς της ανεργίας». Με άλλα λόγια, η άλλη όψη της μείωσης της ανεργίας είναι η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, που ως αποτέλεσμα έχει την καθήλωση των μισθών. Έτσι η ανάκαμψη δεν πραγματοποιείται χωρίς θέσεις εργασίας, όπως συνέβαινε την δεκαετία που προηγήθηκε της κρίσης στην στεγαστική αγορά των ΗΠΑ, αλλά πλέον χωρίς μισθούς και χωρίς ευημερία. Από το jobless στο «wageless» και «welfareless» recovery…
Το σημαντικότερο πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας ωστόσο είναι ότι η συμπλήρωση δέκα ετών από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης με την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς (που προκάλεσε μειώσεις στο ΑΕΠ 91 κρατών τα οποία αντιπροσωπεύουν τα 2/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, όταν η κρίση του 1982 έπληξε «μόλις» 48 οικονομίες και το 46% του παγκόσμιου ΑΕΠ) βρίσκει την διεθνή οικονομία σε πολύ πιο αδύναμη θέση. Για παράδειγμα, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει αυξηθεί, με τον αντίστοιχο μέσο να βρίσκεται στο 52% όταν πριν την κρίση του ’08 βρισκόταν στο 36%, που σημαίνει ότι πολλές περισσότερες οικονομίες σε σχέση με τότε κινδυνεύουν να βγουν εκτός αγορών σε ένα ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων με τα οποία δανείζονται. Επιπλέον, οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών σε ΗΠΑ, Φρανκφούρτη και αλλού είναι πολλές φορές μεγαλύτεροι καθώς η έξοδος από την κρίση δεν συντελέστηκε με αύξηση της παραγωγής και του ΑΕΠ, που θα επέτρεπε το ξεφούσκωμα των ισολογισμών, αλλά με πακτωλούς δημόσιου χρήματος που πλούτισε τις τράπεζες και τις αγορές κεφαλαίων.
Πόσο μακριά να πάει αυτό το μοντέλο «ανάπτυξης»;
*Πηγή: Νέα Σελίδα