Eνα βήμα πριν από την ανοιχτή σύγκρουση με τον κυβερνητικό στρατό του Σύρου προέδρου Μπασάρ Ασαντ βρίσκεται η Τουρκία, καθώς η κλιμάκωση των συγκρούσεων στη βορειοδυτική επαρχία Ιντλίμπ απειλεί να διαρρήξει την εύθραυστη ρωσοτουρκική συνεννόηση για τη διαχείριση του Συριακού.
Ρόλο πυροκροτητή έπαιξε ο θάνατος πέντε Τούρκων στρατιωτών στη διάρκεια συγκρούσεων με τον συριακό στρατό κοντά στη στρατηγικής σημασίας κωμόπολη Σαρακέμπ, την περασμένη Δευτέρα. Είχε προηγηθεί, μία εβδομάδα νωρίτερα, ανάλογο επεισόδιο, που στοίχισε τη ζωή άλλων οκτώ Τούρκων στρατιωτών. Με την υποστήριξη της ρωσικής αεροπορίας, οι δυνάμεις του Ασαντ είχαν ήδη καταφέρει να εκπορθήσουν τους αντικαθεστωτικούς (κυρίως τζιχαντιστές) αντάρτες, που απολαμβάνουν τουρκική υποστήριξη, από μεγάλο μέρος της επαρχίας Ιντλίμπ, φτάνοντας σε απόσταση μόλις δέκα χιλιομέτρων από το κέντρο της ομώνυμης επαρχιακής πρωτεύουσας.
Με την κατάληψη του Σαρακέμπ, την περασμένη εβδομάδα, ο κυβερνητικός στρατός έθεσε υπό τον έλεγχό του τον κεντρικό αυτοκινητόδρομο Μ5, που ενώνει τη Δαμασκό με το Χαλέπι περνώντας από τη Χομς και τη Χάμα, σφίγγοντας τον κλοιό της πολιορκίας στους αντικαθεστωτικούς. Τον Σεπτέμβριο του 2018, Πούτιν και Ερντογάν είχαν συμφωνήσει στο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας να δημιουργήσουν ζώνη αποκλιμάκωσης στο Ιντλίμπ. Βάσει αυτής της συμφωνίας, ο τουρκικός στρατός εγκαταστάθηκε σε 12 σημεία ελέγχου, στην πλευρά των ανταρτών, ενώ αντίστοιχα ρωσικά σημεία ελέγχου δημιουργήθηκαν στην πλευρά που ήλεγχε ο στρατός του Ασαντ. Ωστόσο, με τα εδαφικά κέρδη που αποκόμισε πρόσφατα η Δαμασκός, επτά τουρκικά φυλάκια βρέθηκαν περικυκλωμένα, πίσω από τις γραμμές του συριακού στρατού, ουσιαστικά σε κατάσταση ομηρίας.
Εξοργισμένος από τη δυσοίωνη τροπή που έπαιρνε η συριακή περιπέτειά του, ο Ερντογάν έστειλε στο Ιντλίμπ μία τεθωρακισμένη ταξιαρχία, δύο μηχανοκίνητες ταξιαρχίες, όπως και ειδικές δυνάμεις του τουρκικού στρατού, αυξάνοντας τους εκεί στρατιώτες του σε 9.000. Ο Τούρκος πρόεδρος κατήγγειλε ότι ο Ασαντ παραβιάζει τη συμφωνία του Σότσι και απείλησε, την Τετάρτη, ότι αν πληγεί έστω και ένας ακόμη Τούρκος στρατιώτης, δεν θα διστάσει να προχωρήσει σε ανοιχτή ρήξη με τη Συρία. Αν και απέφυγε να εκτοξεύσει οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον της Μόσχας, είναι προφανές ότι μια ευρεία σύγκρουση με τον συριακό στρατό θα φέρει την Τουρκία σε τροχιά επικίνδυνης αναμέτρησης και με τη Ρωσία, η οποία στηρίζει τον Ασαντ και ελέγχει τον εναέριο χώρο πάνω από το Ιντλίμπ.
Από καιρό ήταν φανερό ότι το Ιντλίμπ θα καθόριζε το τέλος της παρτίδας στον ήδη εννεατή πόλεμο της Συρίας και θα λειτουργούσε ως ορός της αλήθειας για τις ρωσοτουρκικές σχέσεις. Ακριβώς κάτω από τα τουρκικά σύνορα, η συριακή αυτή επαρχία αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο θύλακο των αντικαθεστωτικών. Ο πληθυσμός της έχει ανέβει στα τρία εκατομμύρια, καθώς συνέρρευσαν σε αυτήν τζιχαντιστές και άλλοι αντάρτες από το Χαλέπι, τη Χομς, τη Χάμα και άλλες πόλεις, όπου ηττήθηκαν από τον στρατό του Ασαντ. Πολλοί από τους κατοίκους του Ιντλίμπ ωθούνται ήδη προς τον Βορρά, κοντά στα τουρκικά σύνορα, για να αποφύγουν τις συγκρούσεις.
Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί την απειλή ενός νέου προσφυγικού κύματος για να ασκήσει πίεση στους Ευρωπαίους, καθώς η αντιμεταναστευτική υστερία αναζωπυρώνεται σε πολλές πρωτεύουσες της Γηραιάς Ηπείρου.
Εκρηκτικό πρόβλημα
Ωστόσο, το μεταναστευτικό είναι υπαρκτό πρόβλημα, εκρηκτικών διαστάσεων για την Τουρκία και απειλεί να αποσταθεροποιήσει πολιτικά τον Ερντογάν, ο οποίος ήδη πλήρωσε βαρύ τίμημα στις δημοτικές εκλογές, ιδίως της Κωνσταντινούπολης. Από στρατηγική άποψη, αν ο Ασαντ πάρει και το Ιντλίμπ, η Τουρκία και οι δυτικοί της σύμμαχοι δεν θα έχουν κανένα ισχυρό διαπραγματευτικό ατού ενόψει της τελικής φάσης για την πολιτική λύση στη Συρία. Ακόμη χειρότερα, η απώλεια του Ιντλίμπ θα σημάνει για την Τουρκία ότι θα τεθούν υπό αμφισβήτηση και οι θύλακοι που κατάφερε να δημιουργήσει, επί συριακού εδάφους, με τις τρεις διαδοχικές εισβολές του 2017, του 2018 και του 2019 εναντίον των Κούρδων (Τζαραμπλούς, Αλ Μπαμπ και κυρίως Αφρίν). Ηδη, την περασμένη εβδομάδα, ηγέτες της κουρδικής πολιτοφυλακής YPG συναντήθηκαν, προφανώς με ρωσική μεσολάβηση, στη ρωσική αεροπορική βάση του Χμεϊμίμ με αντιπροσωπεία της Δαμασκού, επικεφαλής της οποίας ήταν ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών, για να συζητήσουν τις δυνατότητες ενιαίου μετώπου εναντίον του Τούρκου εισβολέα.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ερντογάν αποπειράθηκε να ασκήσει πίεση στη Ρωσία με εξαιρετικά παρακινδυνευμένες κινήσεις, που εξόργισαν το Κρεμλίνο. Πήγε στο Κίεβο, όπου καταδίκασε την προσάρτηση της Κριμαίας και ανήγγειλε στρατιωτική βοήθεια 34 εκατομμυρίων δολαρίων στην Ουκρανία. Δέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες στην Αγκυρα τον Αμερικανό απεσταλμένο Τζέιμς Τζέφρι, ο οποίος του προσέφερε πλήρη υποστήριξη απέναντι στον Ασαντ και στους Ρώσους.
Την ίδια ώρα, όλως τυχαίως, αμερικανικό εφετείο έβαζε στο ψυγείο τη δίωξη της τουρκικής τράπεζας Halkbank για παραβίαση του εμπάργκο στο Ιράν, μια πολύκροτη υπόθεση που απειλούσε τον Τούρκο υπουργό Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γαμπρό και πιθανό διάδοχο του Ερντογάν. Ολα αυτά έθεσαν επί τάπητος το ερώτημα εάν ο Τούρκος πρόεδρος είναι έτοιμος να επαναπροσεγγίσει τις ΗΠΑ, διαρρηγνύοντας τη στενή, πραγματιστική συνεργασία του με τη Ρωσία.
Σε τεντωμένο σχοινί
Η Ρωσία απέρριψε την αξίωση του Ερντογάν να αποσυρθεί ο συριακός στρατός από τα εδάφη που πρόσφατα κατέκτησε και κατηγόρησε εύλογα την Τουρκία ότι παραβίασε τη συμφωνία του Σότσι, αφού όχι μόνο δεν αφόπλισε τις τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως είχε δεσμευθεί, αλλά τους επέτρεψε να επιτίθενται εναντίον συριακών και ρωσικών στρατευμάτων. Άλλωστε, η Μόσχα γνωρίζει ότι έχει την υπεροπλία στο μπρα ντε φερ με την Άγκυρα, ενώ οι λίγοι Αμερικανοί στρατιώτες που έχουν απομείνει στη Συρία είναι οχυρωμένοι στις πετρελαιοπηγές, στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Ωστόσο, το βάθος που έχει αποκτήσει η ρωσοτουρκική συνεργασία (πύραυλοι S-400, αγωγός TurkStream) καθιστά πολύ επώδυνη και για τις δύο πλευρές μια ανοιχτή ρήξη. Δεν αποκλείεται η ένταση των ημερών να εκτονωθεί (προσωρινά;) με ένα «Σότσι Νο 2», μια νέα συμφωνία Πούτιν – Ερντογάν, που θα συμπεριλαμβάνει, ενδεχομένως, και τη Λιβύη, όπου οι δυνάμεις του υποστηριζόμενου από τη Ρωσία στρατάρχη Χαφτάρ άρχισαν από την Τρίτη να πολιορκούν κεντρικές συνοικίες της Τρίπολης.