Πώς κινείται ιστορικά η εργατική τάξη; Δεύτερο Μέρος: Οι σύγχρονοι όροι της εργατικής εξουσίας

1397

Εργαζόμενοι – Αριστερά : Ιστορία προσδοκιών – διαψεύσεων

Από ολόκληρη αυτή την συνοπτική ιστορική κριτική αναφορά προκύπτει ότι η αναγκαία κίνηση της εργατικής τάξης δεν είναι ένα μονοδιάστατο «συνδικαλιστικό» φαινόμενο, όπως αρέσκονται να το εμφανίζουν ορισμένοι φορείς του αριστερού κινήματος, αλλά απεναντίας ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, όπου διαπλέκονται οι παράμετροι της πολιτικής, της ιδεολογίας και του κοινωνικού κινήματος. Καθοριστικό ζήτημα για μια τέτοια κίνηση είναι το επίπεδο ανεργίας της μισθωτής εργασίας, που από ό,τι προκύπτει όταν είναι χαμηλό και συνοδεύεται από μια ορισμένη καπιταλιστική ανάπτυξη καθιστά ευχερέστερη αυτή την κίνηση, ενώ όταν σκαρφαλώνει σε διψήφια νούμερα, οδηγεί σε παραλυτική επίδραση του εφεδρικού στρατού των ανέργων επί της ενεργού εργασίας. Παράλληλα οι μορφές συλλογικής υπόστασης των εργαζομένων διαδραματίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο : Εκείνες που διασφαλίζουν την ενιαία οργάνωση του συλλογικού εργάτη μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου (εργοστασιακά σωματεία και κλαδικά διεπαγγελματικά συνδικάτα) έχουν μεγαλύτερη μαζικότητα και αποτελεσματικότητα, ενώ εκείνες που βασίζονται στην ομοιοεπαγγελματική οργάνωση (χειριστών, μηχανικών, οδηγών, γιατρών, λογιστών κλπ.), διέπονται από συντεχνιακά και άρα αναποτελεσματικά, ως επί το πλείστον χαρακτηριστικά. Τέλος η ίδια η ένταση των ακολουθούμενων αστικών πολιτικών, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων και γενικευμένης εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που απειλούν την ίδια την συλλογική οργάνωση των εργαζομένων και τις πλέον βασικές ελευθερίες και δικαιώματά τους.

Εντούτοις, πέραν αυτών των παραγόντων που επιδρούν σημαντικά στην κίνηση της εργατικής τάξης, καθοριστικοί είναι οι επόμενοι παράγοντες : Οι σχέσεις εκπροσώπησης των τμημάτων της μισθωτής εργασίας με τα αριστερά και σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, καθώς και οι όροι ιδεολογικής ηγεμονίας που κυριαρχούν σε μια ορισμένη περίοδο και συγκυρία. Αυτοί καθορίζουν και τις μορφές πολιτικής ολοκλήρωσης των εργατικών ταξικών συμφερόντων ή απεναντίας ποδηγέτησής τους σε διαφοροποιημένες κατευθύνσεις. Κύριο δεδομένο στην μέχρι σήμερα 45χρονη μεταπολιτευτική πορεία του ελληνικού εργατικού κινήματος, είναι ότι οι εργατικές εκπροσωπήσεις «χρησιμοποιήθηκαν» από τα κόμματα που επαγγέλθηκαν τη λαϊκή πολιτική, τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ακόμη περισσότερο την οικονομική απελευθέρωση, ως εργαλεία άσκησης αστικών πολιτικών, ή σε κάθε περίπτωση αποχής υλοποίησης ενός τέτοιου ρόλου.

Κανένας πολιτικός σχηματισμός λαϊκής εργατικής αναφοράς δεν έχει ξεφύγει από αυτή την εξέλιξη. Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ σε δύο τουλάχιστον ιστορικές συγκυρίες, και παρόλο που είχε κατακτήσει την πλειονότητα των εργατικών εκπροσωπήσεων, τους γύρισε την πλάτη και προσχώρησε σε ηπιότερες ή σκληρότερες εκδοχές του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Η μία περίπτωση ήταν εκείνη των μέσων της δεκαετίας του 1980, όπου επήλθε η «διάρρηξη του συμβολαίου με το λαό», και η μεταστροφή στο μονεταρισμό που τον ακολούθησε τελικά ο νεοφιλελεύθερος εκσυγχρονισμός. Η δεύτερη περίπτωση ήταν η εκλογική αναμέτρηση του Οκτωβρίου 2009 όπου το ΠΑΣΟΚ είχε κατορθώσει εκ νέου να εξασφαλίσει την ψήφο της εργατικής πλειοψηφίας (44%), και την «χρησιμοποίησε» προκειμένου να υπηρετήσει τις ανάγκες του κεφαλαίου μέσα στην εξελισσόμενη κρίση υπερσυσσώρευσης και τις εξοντωτικές μνημονιακές πολιτικές.

Αλλά και οι σχηματισμοί της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΕΑΡ – ΣΥΝ – ΣΥΡΙΖΑ) δεν έμειναν πίσω : Σε μια πρώτη περίπτωση, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, ενώ το ενωτικό ταξικό εργατικό κίνημα ΕΣΑΚ – ΣΣΕΚ – ΑΕΜ πραγματοποιούσε πολυσήμαντες απεργιακές κινητοποιήσεις απέναντι στον μονεταρισμό, οι πολιτικές εκπροσωπήσεις της «ενωμένης» Αριστεράς άνοιγαν πανιά για την συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, και έτσι στη μεν ΝΔ άνοιγαν τον δρόμο στην κυβέρνηση, το δε ΠΑΣΟΚ το οδήγησαν στον «εξαγνισμό» και στη νεκρανάστασή του. Στη δεύτερη περίπτωση (Ιούνιος 2012), όταν ολόκληρη η λαϊκή βάση της σοσιαλδημοκρατίας κατευθύνθηκε «προς τα αριστερά», το ΚΚΕ όρθωσε τοίχο απροσπέλαστο για να διατηρήσει το «ερμητικά κλειστό του φρούριο», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε όλη αυτή την εκλογική μετατόπιση, θέτοντάς την όμως στη συνέχεια στην ανοιχτή υπηρεσία της αστικής μνημονιακής πολιτικής. Τέλος σε μια τρίτη περίπτωση (Ιούλιος 2015), όταν η εργατική τάξη με όλα τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα βροντοφώναξε το «όχι» στο τρίτο μνημόνιο, με τα δύο-τρίτα της εκλογικής ετυμηγορίας, το μεν ΚΚΕ προπαγάνδιζε την «αποχή – άκυρο – λευκό» ( = πολιτική αυτοκτονίας των κομμουνιστών), ο δε ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεπε το μεγαλειώδες «όχι» στο ταπεινωτικό «ναι» του τρίτου μνημονίου (Αύγουστος 2015).

Αριστερά στην υπηρεσία της εργατικής ανασύνταξης

1)Άρα καθοριστικής και κυρίαρχης σημασίας ζήτημα για την προαγωγή των τακτικών αντιμνημονιακών και στρατηγικών σοσιαλιστικών στόχων της εργατικής τάξης είναι οι σχέσεις της αντιπροσώπευσης με τα κόμματα της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, που και τα τρία κατέδειξαν την ιστορική τους αχρηστία, από τη σκοπιά βέβαια των λαϊκών συμφερόντων, για να χρησιμοποιήσουμε τον ηπιότερο δυνατό χαρακτηρισμό. Πολύ περισσότερο σήμερα όπου η κοινωνική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δυσχεραίνει τα μέγιστα την κίνηση της εργατικής τάξης : Πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και ολοσχερής αθέτηση των λαϊκών του δεσμεύσεων. – Μαζική ανεργία με παραλυτική επίδραση στους ενεργούς εργαζόμενους. – Ισχυρή νεοφιλελεύθερη ηγεμονία σε ένα μέρος των εργατικών συνειδήσεων. – Πολυμορφία των εργατικών ταυτοτήτων στους επιμέρους τομείς απασχόλησης. – Απαξίωση και αναξιοπιστία των θεσμών του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. – Εισοδηματικές μειώσεις μισθών και συντάξεων που καθιστούν το «κόστος κινητοποίησης» εξαιρετικά υψηλό κλπ. Έτσι, ενώ στις προηγούμενες περιπτώσεις η κίνηση της εργατικής τάξης προέκυπτε εγγενώς από τις ίδιες τις συνθήκες του ταξικού ανταγωνισμού, στη σημερινή συγκυρία οι εγγενείς ροπές προς την εργατική υποκειμενοποίηση τείνουν να ακυρώνονται στην γέννησή τους, εξ αιτίας της επίδρασης όλων των παραγόντων που έχουν καταγραφεί.

Γι’ αυτό πρόκειται για μία περίοδο όπου η Αριστερά, εάν επιθυμεί να συμβάλει στη διάνοιξη οδών για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, χρειάζεται, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά να κινηθεί πρωτίστως στην κατεύθυνση υποστήριξης αυτής της εργατικής ανάταξης, αν θέλει βέβαια να έχει ένα πρόσφορο έδαφος για την διασφάλιση ουσιαστικών πολιτικών εκπροσωπήσεων, διαφορετικά ο πολιτικός της λόγος (αντιμνημονιακός, ριζοσπαστικός, αντικαπιταλιστικός) θα πέφτει στο «κενό». Κατά συνέπεια, ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι σήμερα, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους της μεταπολίτευσης, που οι εργατικές κινητοποιήσεις έρχονταν από μόνες τους στο προσκήνιο, και η Αριστερά επιχειρούσε να τις «εκπροσωπήσει» με τους όρους που η κάθε της έκφραση θεωρούσε προσφορότερους, η Αριστερά οφείλει να ανταποκριθεί σε ένα πολύ δυσκολότερο έργο, να διαμορφώσει δηλαδή το κοινωνικό έδαφος στο οποίο να μπορούν να βλαστήσουν αυτές οι πολιτικές «εκπροσωπήσεις».

Μεταβατική μορφή υποκειμενοποίησης της εργατικής τάξης

2)Το δεύτερο μείζον ζήτημα που προκύπτει από όλη την προηγούμενη ιστορική αναδρομή είναι οι όροι διαμόρφωσης των σχέσεων κοινωνικού κινήματος και αστικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών, που σε όλες τις περιπτώσεις λειτούργησαν σε βάρος της πραγμάτωσης των εργατικών ταξικών συμφερόντων. Είναι δηλαδή καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι σε κάθε περίπτωση ανάδειξης στο πολιτικό επίκεντρο του εργατικού κινήματος, αυτό, μετά από τις κινητοποιήσεις του, εξαντλούσε την δυναμική του στις κοινοβουλευτικές εκπροσωπήσεις της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς, στις οποίες και εναπόθετε τον ρόλο του κυβερνητικού φορέα πραγμάτωσης των επιδιώξεών του. Εντούτοις σε όλες τις περιπτώσεις, αυτοί οι φορείς λειτούργησαν ως εργαλεία ουσιαστικά αστικής ενσωμάτωσης και σε τελική ανάλυση ματαίωσης των εργατικών προσδοκιών. Βέβαια, η ασφαλέστερη περίπτωση για την υλοποίηση των λαϊκών κοινωνικών αναγκών σε μια φάση έξαρσης του κοινωνικού κινήματος, θα μπορούσε να υπηρετηθεί από μορφές πολιτικής υποκειμενοποίησης της ίδιας της εργατικής τάξης, στη λογική ότι η χειραφέτησή της είναι έργο της ίδιας.

Παρόλα αυτά δεν καταγράφηκαν τέτοιας μορφής διαδικασίες στα 45 χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου, με εξαίρεση εκείνην των μέσων της δεκαετίας του 1980 με την περίπτωση της ΣΣΕΚ, που επιχείρησε να συγκροτήσει ευρύτερο Μέτωπο Εργαζομένων και Κόμμα Εργαζομένων, πράγμα όμως που δεν ευδοκίμησε, αν και κατατέθηκε ως μια πολιτική υποθήκη. Οι αιτίες για την αδυναμία μέχρι σήμερα του κόσμου της μισθωτής εργασίας να αναδειχθεί αυτή φορέας υλοποίησης των επιδιώξεών της, αντί της επένδυσης των εργατικών κινητοποιήσεων σε σοσιαλδημοκρατικούς ή αριστερούς σχηματισμούς είναι πολλαπλές, μεταξύ των οποίων μπορεί να διακρίνει κανείς : Το γεγονός ότι η εργατική τάξη εξ ορισμού και από την ίδια της την ταξική φύση συγκροτείται πλειοψηφικά από τα στρώματα της εκτελεστικής / χειρωνακτικής εργασίας, τα οποία στερούνται του γνωστικού επιστημονικού εκείνου μορφωτικού κεφαλαίου, που είναι αναγκαίο για την ταξική αυτοπεποίθηση και την διαχειριστική πολιτική ικανότητα. Αυτό με δεδομένο ότι οι δυνάμεις της νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας τοποθετούνται ως επί το πλείστον στον πόλο της διευθυντικής εξουσίας του κεφαλαίου, και εκ των πραγμάτων λειτουργούν στην κατεύθυνση υπηρέτησης της καπιταλιστικής στρατηγικής, ανεξαρτήτως ενδεχόμενων υποκειμενικών προθέσεων.

Από την άλλη πλευρά η εργατική τάξη είναι εκ των πραγμάτων υποταγμένη στην εργοδοτική εξουσία και δεσμευμένη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, δηλαδή είναι θεσμικά αποκομμένη από οποιαδήποτε διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής διεύθυνσης. Μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αυτός ο ρόλος απονέμεται στα πολιτικά κόμματα εκπροσώπησης των κοινωνικών τάξεων, τα οποία, ακόμη και στην μεταρρυθμιστική, λαϊκή, ριζοσπαστική τους εκδοχή καταλήγουν στην υπηρέτηση των πολιτικών του αστικού κράτους, χωρίς σπουδαίες δυνατότητες διαφυγής από αυτό τον ρόλο. Τέτοιες υπήρξαν οι περιπτώσεις της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά, καθώς και από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 και στη συνέχεια, τέτοια υπήρξε και η περίπτωση του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία τριετία 2015 – 18.

Πρώτα από όλα εργατική εξουσία εντός της Αριστεράς

3)Επιπρόσθετα δεν μπορεί να μην επισημάνει κανείς το υπαρκτό γεγονός ότι εξ αυτών των λόγων, οι πολιτικοί μηχανισμοί των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς (κοινοβουλευτικοί, διοικητικοί, κυβερνητικοί), συγκροτούνται σχεδόν αποκλειστικά από εκπροσώπους των μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας (μηχανικούς, δικηγόρους, οικονομολόγους, πανεπιστημιακούς, γιατρούς κλπ.), που αναλαμβάνουν τον ρόλο της «διαμεσολάβησης» των λαϊκών συμφερόντων στο πεδίο της αστικής κρατικής διαχείρισης. Φυσικά η ίδια σύνθεση και ρόλος αναδεικνύονται και στις περιπτώσεις αριστερών κομμάτων του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, των οποίων οι μηχανισμοί απαρτίζονται από πολιτικές γραφειοκρατίες μακροχρόνιου χαρακτήρα, οι οποίες εκ των πραγμάτων λειτουργούν κατά έναν αντίστοιχο τρόπο με τα προηγούμενα στρώματα της μικροαστικής διανοητικής εργασίας.

Οι πολιτικοί αυτοί μηχανισμοί είναι «αποξενωμένοι» από την εργατική τάξη, ενώ ταυτόχρονα ανήκουν στην κορυφή της πυραμίδας του αστικού ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, κατέχοντας ακριβώς τη δεύτερη θέση αμέσως μετά την τάξη των καπιταλιστών. Φυσιολογικό επακόλουθο είναι ότι όταν αυτοί οι μηχανισμοί αυτών των στρωμάτων εισέλθουν στο πεδίο της διαχείρισης του αστικού κράτους, να κάνουν εγγενώς αυτό που γνωρίζουν από την ίδια τους την ταξική φύση, δηλαδή να επιτελούν λειτουργίες διεύθυνσης, διαχείρισης, ιεραρχικής οργάνωσης, εξορθολογισμού, ανάπτυξης κλπ. Ακόμη και αν είναι φορείς μιας ορισμένης ακαδημαϊκής ανάγνωσης ενός ορισμένου μαρξισμού, τον χρησιμοποιούν για την «νομιμοποίηση» των αστικών κρατικών πρακτικών τους : Ο αστερισμός του σημερινού κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ είναι το πλέον εύγλωτο παράδειγμα όπου οι μαρξίζοντες αριστεροί χρησιμοποιούν την αριστεροσύνη τους για να «νομιμοποιήσουν» την μνημονιακή και νεοφιλελεύθερη πολιτική τους διαχείριση.

Συμπερασματικά, ένας πολιτικός σχηματισμός λαϊκής αναφοράς, πέραν των αυτόκλητων προσδιορισμών του (κομμουνιστικός, αντικαπιταλιστικός, αριστερός, ριζοσπαστικός), δεν μπορεί να συντίθεται παρά από τμήματα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, των ανέργων, της νεολαίας, των αυτοαπασχολουμένων, των συνταξιούχων κλπ., ωστόσο δεν μπορεί να έχει στο επίκεντρό του τις μικροαστικές τάξεις και τα μικρομεσαία στρώματα. Αυτά τα τελευταία διαθέτουν επαρκέστατες εκπροσωπήσεις στο πολιτικό φάσμα των αστικών κομμάτων (ΝΔ, ΔΗΣΥ, Ποτάμι, ΣΥΡΙΖΑ), και δεν χρειάζεται η Αριστερά να αποτελεί γι’ αυτά μια νέα μορφή πολιτικής εκπροσώπησης. Άλλωστε τα λαϊκά στρώματα αυτής της αναφοράς είναι ήδη επαρκέστατα στην ταξική δομή της ελληνικής κοινωνίας, και στο πολιτικό επίπεδο καθαρά αποτυπώθηκαν στην μεγάλη πλειοψηφία του 62% του αντιμνημονιακού δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015.

Η Αριστερά δεν μπορεί να «καθοδηγεί», να «εκπροσωπεί», να «αναφέρεται» σ’ αυτά τα υποτελή κοινωνικά στρώματα, αλλά να αποτελεί «σάρκα από τη σάρκα» τους, να συντίθεται και να επικαθορίζεται από αυτά. Προφανέστατα συνεκτικός ιστός αυτών των λαϊκών κατηγοριών δεν μπορεί παρά να είναι αφενός οι πρακτικές της ταξικής διαπάλης σε όλα τα επίπεδα, καθώς και οι οργανικές σχέσεις με τα ρεύματα της προλεταριακής μαρξιστικής διανόησης, εντούτοις μακράν των εκπροσώπων ενός ορισμένου ακαδημαϊκού μαρξισμού, που έχει χρησιμεύσει κατά κόρον στις τελευταίες δεκαετίες ως σκαλοπάτι για την πανεπιστημιακή και κοινωνική ανέλιξη των φορέων του. Η προλεταριακή μαρξιστική διανόηση δεν είναι μια επιστήμη όπως η αστική ιστορία, η φιλολογία ή φιλοσοφία, η οικονομία και κοινωνιολογία, των οποίων η γνώση παρέχει στους φορείς τους πλεονεκτικές θέσεις στον αστικό καταμερισμό εργασίας. Αντίθετα είναι η θεραπαινίδα του εργατικού εκπαιδευτικού και πολιτιστικού διαφωτισμού, ο υπηρέτης της γενικευμένης εργατικής χειραφέτησης, πάντοτε στο καμίνι των ίδιων των ταξικών ανταγωνισμών.

Ο εργαζόμενος κόσμος δεν μπορεί να κατέχει παρά πρωταρχική θέση εντός των αριστερών πολιτικών δομών με αποφασιστική γνώμη και αρμοδιότητες, πράγμα που δεν μπορεί να εκχωρείται τόσο σε γραφειοκρατικούς φορείς που συνήθως προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά μονιμότητας, όσο και σε μικροαστούς τεχνοκράτες οι οποίοι αναπαράγουν τον αστισμό εντός της Αριστεράς. Είναι τέτοιου είδους χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν έναν πολιτικό σχηματισμό ως αντικαπιταλιστικό ή ριζοσπαστικό κλπ., και όχι η αναπαραγωγή του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας του καπιταλισμού μέσα στις εργατικές λαϊκές συγκροτήσεις. Για να καταλήξεις να επιτύχεις την καθολική εργατική χειραφέτηση, χρειάζεται πρώτα να την πραγματώνεις μέσα στα ίδια σου τα πλαίσια, γιατί διαφορετικά η αναξιοπιστία και η αφερεγγυότητα σε περιμένει στη γωνία.

Οργανική σύζευξη αντιπροσωπευτικής και λαϊκής εξουσίας

4)Τέλος, η σχέση εργατικού κινήματος και αστικού κοινοβουλευτισμού παραμένει νευραλγικής σημασίας για τη τύχη των κάθε φορά λαϊκών επιδιώξεων και προσδοκιών. Είναι αναγκαίο βέβαια να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής ότι στις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και της εμπεδωμένης λειτουργίας του αστικού κοινοβουλευτισμού, η διεκδίκηση της κατάκτησης της σχετικής πλειοψηφίας και της κυβερνητικής εξουσίας, αντιπροσωπεύει θεμελιώδη διάσταση της εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής, που ωστόσο είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος του αντιμνημονιακού και ριζοσπαστικού μετασχηματισμού. Μ’ αυτή την έννοια η παράκαμψη αυτής της διάστασης, και η παραπομπή της αριστερής στρατηγικής στο μελλοντικό «υπερπέραν», όταν θα έχει εγκαθιδρυθεί κατά έναν ανεξήγητο τρόπο η εργατική και λαϊκή εξουσία, που θα βάζει στην άκρη τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πάσχει από δύο απόψεις : Αφενός αντιπροσωπεύει μια πολιτική φαντασίωση ως ένα είδος θρησκευτικής «δευτέρας παρουσίας» που όλο και απομακρύνεται από τον χρονικό ορίζοντα. – Αφετέρου δεν δίνει καμία ορατή μεταβατική διέξοδο για την απαρχή πραγμάτωσης των λαϊκών επιδιώξεων στο ορατό ιστορικό παρόν.

Εντούτοις, παράλληλα όπως έχει περίτρανα αποδειχθεί, από μόνη της μια κοινοβουλευτική πολιτική αλλαγή, ακόμη και αν διαθέτει μια λαϊκή πλειοψηφία (π.χ. 36% στις βουλευτικές εκλογές και 62% στο δημοψήφισμα του 2015), είναι απαραίτητη αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την κυβερνητική πραγμάτωση των λαϊκών συμφερόντων. Αυτό τελικά προϋποθέτει την πλήρωση τουλάχιστον τριών προϋποθέσεων : Από τη μια πλευρά τον εργατικό χαρακτήρα της Αριστεράς, όχι μόνον σε διακηρυκτικό πολιτικό επίπεδο, αλλά και στην ίδια τη σύστασή της : Π.χ. την ίδια τη σύνθεση των κοινοβουλευτικών της εκπροσωπήσεων από αντιπροσώπους των εργατικών και λαϊκών εκφράσεών της, μακράν των μικροαστών εκσυγχρονιστών και τεχνοκρατών, καθώς και την κατοχύρωση στο εσωτερικό της την επιβολή της καθοριστικής παρουσίας των λαϊκών τάξεων, κατά έναν υποχρεωτικό καταστατικό τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, τον συνδυασμό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και πολιτικής διακυβέρνησης με μορφές εργατικής δημοκρατίας «σοβιετικού» τύπου, δηλαδή καθοριστικών εξουσιών στα εκλεγμένα θεσμικά όργανα των εργαζομένων, των ανέργων, της νεολαίας, των αυτοαπασχολουμένων αγροτών κλπ., εξουσιών τουλάχιστον ισότιμης βαρύτητας με αυτές της εθνικής αντιπροσωπείας. Αυτό το πρότυπο μεταβατικής εργατικής εξουσίας ουδόλως έχει αποτύχει ιστορικά, γιατί ακριβώς δεν εφαρμόστηκε καν στην περίπτωση της οκτωβριανής επανάστασης: Από τη μια πλευρά τα λαϊκά «σοβιέτ» τάχιστα αποστερήθηκαν των εξουσιών και νομοθετικών τους αρμοδιοτήτων και απονευρώθηκαν εξολοκλήρου, και από την άλλη πλευρά ολόκληρη η εξουσία (εκτελεστική + νομοθετική) συγκεντρώθηκε στα χέρια του «σοβναρκόμ», στερώντας την εργατική τάξη και τους αγρότες από τις δικές τους αντιπροσωπευτικές αποφασιστικές αρμοδιότητες και εξουσίες. Πολύ περισσότερο που αυτή η συγκεντρωτική διαδικασία συνδυάστηκε με την κατάργηση της συντακτικής εθνοσυνέλευσης, όπου μάλιστα σε κάθε περίπτωση πλειοψηφούσαν δημοκρατικά, σοσιαλιστικά, προοδευτικά ρεύματα και σχηματισμοί.

Τέλος τρίτη προϋπόθεση μιας τέτοιας διαδικασίας μετάβασης που συνδυάζει την αντιπροσωπευτική (όχι κατ’ ανάγκην αστική) κοινοβουλευτική δημοκρατία με την άμεση εργατική δημοκρατία, δεν μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα σε τελική ανάλυση, χωρίς την ευθύς εξ αρχής κοινωνικοποίηση των στρατιωτικών, αστυνομικών και δικαστικών μηχανισμών, και την αντικατάστασή τους από αντίστοιχους θεσμούς λαϊκής σύστασης και ελέγχου. Όλες οι υπαρκτές ιστορικές εμπειρίες μετάβασης καταδεικνύουν αυτή την αναγκαιότητα, τουλάχιστον στο επίπεδο αυτών των τριών κρατικών μηχανισμών (αφετηριακή συντριβή του αστικού κράτους), μακράν των γλυκανάλατων θεωριών περί «εκδημοκρατισμού» τους : Η μαρξιστική αντίληψη της «δικτατορίας του προλεταριάτου» σηματοδοτεί πρωταρχικά και αποκλειστικά τον μαρασμό των κρατικών μηχανισμών καθώς και την κοινωνική κυριαρχία της εργατικής τάξης, και ουδεμία σχέση έχει με την κατάπνιξη των πολιτικών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, που αποτελούν θεμελιακή παράμετρο της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, και μάλιστα στην πιο ολόπλευρη ανάπτυξή τους.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας